Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012

O Tίμοθι χορεύει τζάιβ



Ο μπάτλερ του κολλεγίου Έξετερ ήταν ένας μικροσκοπικός πενηντάρης, με φαρδιές πλάτες. Είχε ένα σχεδόν αόρατο μουστάκι και έστρωνε τα άσπρα μαλλιά του με μπριγιαντίνη. Τον γνώριζα ως τον ευθυτενή κύριο—τόσο που πίστευα στ’ αληθεια πως απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού κρεμόταν ένα νήμα της στάθμης—με το καπιτονέ μπορντώ σακάκι. Χαιρετούσε τους πάντες με μια υπόκλιση των ώμων και του κεφαλιού, συνοδευόμενη απαρέγκλιττα από τον χαρακτηρισμό «σερ». Κινούνταν πολύ και αθόρυβα. Τα σκαρπίνια του έλαμπαν εκτυφλωτικά και οι δυο θηλιές των κορδονιών του ήταν απολύτως ισομήκεις—λες και τις ρύθμιζε με τη βοήθεια μικρόμετρου. Δούλευε σχεδόν κάθε μέρα. Από το μεσημεριανό μέχρι το δείπνο. Ο Κοσμήτορας του Έξετερ έλεγε γι’ αυτόν πως ήταν το πιο πολυτιμο μέλος του κολλεγίου. Ο πάστορας πως είχε το χαμόγελο της Τζοκόντα. Οι άνθρωποι που δούλευαν στο θυρωρείο πως το βαπτιστικό του πρέπει να ήταν όντως Μπάτλερ.
Δεν τον είχα δει ποτέ εκτός κολλεγίου, παρά μόνο τη χρονιά που πήρε σύνταξη. Πρωτοστάτησε στο δείπνο που δόθηκε προς τιμήν του, υποδέχτηκε με χαμηλωμένο βλέμμα—μα, προς Θεού, πάντα ευθυτενής—την τοποθετηση του πορταίτου του στη μεγάλη τραπεζαρία—τιμή πρωτόγνωρη για μη ακαδημαϊκό—, κι ύστερα έφυγε αθόρυβα από την πλαϊνή πόρτα. Αμέσως πριν είχε αφήσει τα κλειδιά του γραφείου του—ένα δωμάτιο δηλαδή τρία επί τρία, με ένα μικρό γραφείο, μια συσκευή τηλεφώνου του Δευτέρου Παγκοσμίου και μια μικρή ντουλάπα—στο νέο μπάτλερ, ο οποίος δεν του έμοιαζε στο παραμικρό. Από τύχη τον είδα καθώς έβγαινα να πάρω το ποδήλατό μου. Φορούσε δερμάτινο μπουφάν, όπως εκείνα του Τζέημς Ντην, απομακρυνόταν σκυφτός κι είχε ανάψει τσιγάρο. Το κρατούσε με ένα τρόπο που μου θύμιζε ένα μακρινό θείο, που μπάρκαρε στα δεκάξι του και δεν ξεμπάρκαρε παρά μόνο για να τον θάψουμε κάτω από δυο κυβικά χώμα. Με το τσιγάρο και χωρίς το καπιτονέ σακάκι έμοιαζε σχεδόν σάρκινος. Έμαθα πως τον έλεγαν Τίμοθι. Ήταν ανύπαντρος και στον ελεύθερό χρόνο του χόρευε τζάιβ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: