Αυτό
το κομμάτι της πόλης—ειδικά αυτό—είναι πολύ ήσυχο. Από τις εννιάμισι και μετά
δεν κυκλοφορεί ψυχή στους δρόμους. Έτσι και σήμερα—Κυριακή, 7 Οκτώβρη—οι δρόμοι
είναι άδειοι. Κι όταν είναι μετά τις εννιάμισι το βράδυ, σε αυτό το κομμάτι της
πόλης—ειδικά σε αυτό—και περπατά τη γέφυρα πάνω από τις γραμμές
του ηλεκτρικού και είναι οι δρόμοι άδειοι, τότε—και μόνο τότε—σκέφτεται ότι θα
ήθελε να ήταν καπνιστής. Για αυτό το ένα τσιγάρο, περπατώντας αυτή τη γέφυρα,
εννιάμισι η ώρα το βράδυ Κυριακής 7 Οκτώβρη, χωρίς ψυχή γύρω, σε αυτό το
κομμάτι της πόλης. Κι αυτό το ένα τσιγάρο φαντασιώνεται να το ανάβει ακριβώς
στην κορυφή της γέφυρας. Εκεί όπου μερικοί τόνοι τσιμέντου και μέταλλου
μουτζουρωμένοι με γκράφιτι τον χωρίζουν από τις γραμμές του ηλεκτρικού.
Φαντασιώνεται να το ανάβει προστατεύοντας με το χέρι του τον αναπτήρα—τα σπίρτα
τα φοβάται από παιδί—και γυρνώντας την πλάτη του στον άνεμο. Αυτό το ένα
τσιγάρο—το μοναδικό. Κι ύστερα να γέρνει μπροστά και να ακουμπά στο στηθαίο.
Και να κλείνει τα μάτια του προσπαθώντας να διακρίνει το ποτάμι στο σκοτάδι,
εννιάμισι η ώρα το βράδυ, σκοτάδι ήδη από τις τεσσεράμισι—όχι μόνο σε αυτό το
κομμάτι της πόλης—και η καύτρα του να φωτίζει το πρόσωπό ου. Κι έτσι όπως
ακουμπά με τους αγκώνες στο στηθαίο και η καύτρα του τσιγάρου—αυτού του
μοναδικού τσιγάρου—του φωτίζει το πρόσωπο σκέφτεται πνιγμούς. Γιατί πατώντας σε
αυτό το στηθαίο, που βρίσκεται σε αυτό το κομμάτι της πόλης, ένας συμμαθητής του
από το σχολείο—που ποτέ δεν του είχε μιλήσει και μάλλον τον φοβόταν—είχε
πηδήξει, βράδυ—μάλλον τέτοια ώρα. Και—ακριβώς επειδή δεν είχε ψυχή στους δρόμους τέτοια ώρα—χάθηκε στο μαύρο που απλωνόταν κάτω από τα
πόδια του, εκεί που παρά την καύτρα του τσιγάρου—αυτού του υποθετικού
τσιγάρου—δε βλέπει, αλλά γνωρίζει καλά, πως βρίσκονται αρκετοί τόνοι νερού. Η
αλήθεια είναι όμως ότι ούτε απόψε έχει πάνω του τσιγάρο. Και καθώς είναι
περασμένες πια εννιάμισι, σε αυτό το κομμάτι της πόλης, και δε βρίσκεται ψυχή
στους δρόμους, δεν έχει από ποιόν να ζητήσει τσιγάρο—αναπτήρα έχει, γιατί δεν
είναι σπίρτα που τα φοβάται. Κι έτσι απόψε, Κυριακή 7 Οκτώβρη, δεν θα ανάψει
τσιγάρο, δεν θα σταθεί κόντρα στο στηθαίο πάνω από τις γραμμές του ηλεκτρικού
και δεν θα θυμηθεί εκείνο το συμμαθητή του.
2 σχόλια:
Ο συμμαθητής εκεί που βρίσκεται τώρα, ακούει τον μοναδικό διαβάτη αυτού του κομματιού της πόλης, και τις σκέψεις του, και παρόλο που δεν είχαν 'ανταμώσει' στο παρελθόν, τώρα τον βλέπεις να του προσφέρει το τσιγάρο- το ένα το μοναδικό- που δεν έχει. Και ο μοναδικός διαβάτης το ανάβει, ζει αυτό που του έλειπε, και ο συμμαθητής τον καλεί για μπύρα σώζωντάς τον από τον σκοτεινό πνιγμό κάτω από τις γραμμές του ηλεκτρικού.
Εγώ αυτό 'είδα' να συμβαίνει. ;)
Καμιά ιστορία δεν τελειώνει εκεί που την αφήνεις τελικά.
Merci!
:-)
Δημοσίευση σχολίου