Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2012

Polaroid 6.0


[Φωτό: λεπτομέρεια βιτρίνας στο Βύρωνα, Α.Π.]



An event may be small and insignificant in its origin, and yet, when drawn close to one’s eye, it may open in its center an infinite and radiant perspective because a higher order of being is trying to express itself in it and irradiates it violently.
 ― Bruno Schulz


Όλοι οι κάτοικοι του οικισμού δούλευαν στο εργοστάσιο. Κάθε πρωί το φως των δυο ήλιων γέμιζε τα δωμάτια φως—οι κουρτίνες απαγορεύονταν δια νόμου, ακόμα και τη διάρκεια των λευκών νυκτών. H Σάρα είχε ήδη βράσει καφέ, από εκείνο τον σκούρο που μοίραζαν με δελτίο. Ο πατέρας ντυνόταν με την πορτοκαλί σαλοπέτα και το μπλε σκούρο μπλουζάκι, όλα με το έμβλημα του Υπουργείου Βιομηχανίας. Είκοσι λεπτά αργότερα οι εργατικές πολυκατοικίες ξερνούσαν μια θάλασσα πορτοκαλί φιγούρες. Με βήμα συγχρονισμένο και ετερόχρωμα μπλουζάκια, ανάλογα την εργασία, την παλαιότητα, την καταγωγή. Διέσχιζαν το πλακόστρωτο—σε παράταξη—μέχρι τα όρια της περίφραξης του συγκροτήματος. Με τον ήλιο στο πρόσωπο.
Τα βράδια, όταν ο πατέρας γύρναγε στο σπίτι από τη δουλειά, ξέραμε αν είχε καλή ή δύσκολη ημέρα από το σκοπό που τραγουδούσε. Αν ήταν κάποιο βαλσάκι βγαίναμε στην εξώπορτα να τον συναντήσουμε, αν ήταν εμβατήριο η Σάρα μας έκρυβε στο πίσω δωμάτιοΑναρωτιέμαι τώρα, χρόνια μετά, αν ξημέρωνε εκείνα τα βράδια το ίδιο ζευγάρι ήλιων.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2012

Polaroid 5.0


[Φωτό: λεπτομέρεια από τον πίνακα 'The birth of innocence' (2012) του Julien Spianti]



My grandfather used to say: life is astoundingly short. ― Franz Kafka

Η δίφυλλη συρόμενη πόρτα της τραπεζαρίας έβγαζε κατευθείαν στο πεζοδρόμιο. Μόλις την άνοιξες αντίκρυσες το συνονόματο παππού σου (λευκό κοστούμι, λευκό πουκάμισο και ψαθάκι, μαυρισμένο λες και είχε περάσει όλο το καλοκαίρι στο περιβόλι) να περιμένει υπομονετικά, μ' ένα χαμόγελο στο πρόσωπο από 'κείνα που σπάνια φορούσε . Πέρασε μέσα χωρίς να μιλήσει. Ήσουν με την (τότε) κοπέλα σου, συμφοιτήτρια από το Χημικό, κι ίσα που είχατε προλάβει να φορέσετε ρούχα. Δεν σου έμοιαζε πως έδωσε σημασία, σας αγκάλιασε και τους δύο και, λες και είχε δυο ακόμα χέρια, έδωσε σε σένα μια παλιά πλεκτή του φανέλα (σαν εκείνες που φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι αφού γνωρίστηκε με την άνοια) και σ' εκείνη ένα μαντήλι (λευκό-πράσινο ριγέ, με τ' αρχικά του κεντημένα, το ίδιο που σκούπιζε τον ιδρώτα του στον Ταξιάρχη όταν είχε ζέστη). Ύστερα σας φίλησε και τους δύο στο μέτωπο και είπε «αυτό να το κάψεις, δεν θα ξανάρθω», σε σένα και «αυτό να το κρατήσεις, για να με θυμάσαι», σ' εκείνη. Έκανε το σταυρό του κι έφυγε.
     Ξύπνησες ιδρωμένος. Κοίταξες δίπλα σου, όλοι κοιμόντουσαν ήσυχα (ως κι ο σκύλος στο χαλάκι). Σηκώθηκες, έφτιαξες καφέ, κάθισες μπροστά στη μπαλκονόπορτα να τον πιείς. Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι. Φυσούσε δυνατά, τα πόδια σου κρύωναν γυμνά στα πλακάκια. Σε αναστάτωνε η σκέψη του να μην ξαναεπισκεφθεί τ' όνειρό σου.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2012

Το γονίδιο της επιθυμίας


[Φωτό από το διαγωνισμό Athens Photo Inspiration 2012]

(Τέσσερεις κόκκινοι τοίχοι από γυψοσανίδα. Στον αριστερό, δίπλα στην πόρτα, τρέχει νερό από την ένωση με το χαμηλό ταβάνιασταμάτητα. Στον δεξί είναι κολλημένο ένα πόστερ με την αυτοπροσωπογραφία του Φράνσις Μπέηκον. Οι δυο τους κάθονται σε αντικρυστές πολυθρόνες ντυμένες με σκούρο μπλε βελούδο, ανάμεσά τους κρέμεται μια γυμνή λάμπα. Ο άντρας φοράει τζιν και πουκάμισο, κρατά γραμμένες κόλλες χαρτί σε μέγεθος Α4, τις ανακατεύει και τις κοιτά. Η γυναίκα φοράει αθλητική φόρμα και φανελάκι, κρατά ένα άδειο ποτήρι και κοιτά έξω από το μοναδικό παράθυρο του δωματίου.)

ΑΝΤΡΑΣ: Στο πρώτο γράμμα σου έγραψα
ΓΥΝΑΙΚΑ: Aπόψε είναι η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου; Το ξέρεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρω, ναι, αλλά, σε παρακαλώ, σταμάτα... στο πρώτο γράμμα σου έγραψα «εσένα σκέφτομαι καθώς το πικάπ παίζει ποιήματα του Βερλαίν μελοποιημένα από τον Στραβίνσκι».
ΓΥΝΑΙΚΑ (του τραβάει απότομα τα χαρτιά από τα χέρια και διαβάζει με στόμφο): «Ω αγαπημένη/ στη λίμνη αντικατοπτρίζεται/ σαν σε βαθύ καθρέφτη/ η μορφή/ της μαύρης ιτιάς/ όπου ο άνεμος κλαίει./ Ας ονειρευτούμε, ήρθε η ώρα».
ΑΝΤΡΑΣ (της τα ξαναπαίρνει με αργές κινήσεις): Άφησέ τα, σε παρακαλώ, εκεί ήταν τόσο καιρό, αν ήθελες πραγματικά να τα διαβάσεις θα το είχες ήδη κάνει, άφησέ τα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τραγούδησέ το μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Ποιό;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ποίημα του Βερλαίν.
ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δε χρειάζεται να το κάνεις με τη φωνή σου.
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς να το
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πες μου για το δεύτερο γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Καλά... στο δεύτερο γράμμα σου έγραψα ότι θέλω να σε σκοτώσω.
ΓΥΝΑΙΚΑ (ανακάθεται στην πολυθρόνα): Πώς;
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θυμάμαι.
ΓΥΝΑΙΚΑ (γέρνοντας το κορμί της μπροστά): Φυσικά και θυμάσαι. Πώς;
ΑΝΤΡΑΣ: Άφησέ με.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με τα χέρια; (Το λέει και τον πιάνει απότομα από τα γόνατα)
ΑΝΤΡΑΣ: Άφησε
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με μαχαίρι; (Ανοίγει πολύ τα μάτια της)
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θυμάμαι σου λέω! Άφησέ με!
ΓΥΝΑΙΚΑ (σηκώνεται όρθια στην πολυθρόνα και χαμογελά): Με δηλητήριο;
(Ο άντρας σιωπά, κρατά τα χείλη του σφιγμένα μην τυχόν του ξεφύγει καμιά λέξη)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δε χρειάζεται να το πεις. Δείξε μου. Ορίστε. (Ξαπλώνει στο πάτωμα με τα χέρια ανοικτά, κλείνει τα μάτια)
ΑΝΤΡΑΣ: Σταμάτα, σήκω πάνω.
(Η γυναίκα δε μιλάει)
ΑΝΤΡΑΣ: Σήκω σου λέω, θα σου πω, θα σου πω ότι θες, μόνο σήκω.
(Η γυναίκα δεν κινείται ούτε ανοίγει τα μάτια)
ΑΝΤΡΑΣ: Σε παρακαλώ, σήκω πάνω. (Παύση) Εντάξει, κέρδισες, πάλι, πάντα κερδίζεις, ακόμα και στα γράμματά μου στο τέλος εσύ κερδίζεις, χωρίς καν να είσαι εκεί, χωρίς καν να τα έχεις διαβάσει. Θες να ξέρεις πώς θα σε σκότωνα, με ποιό τρόπο; Αυτό σε ενδιαφέρει; Όχι το γιατί; Το κάνεις να μοιάζει ασήμαντο που θέλω να σε σκοτώσω
ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρναβάλι. Εσύ ντυμένος φονιάς, εγώ ντυμένη νεκρή. (Σηκώνεται απότομα και επιστρέφει στην πολυθρόνα) Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από τα δύο.
ΑΝΤΡΑΣ: Αλήθεια;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ: Φυσικά. (Κουνάει το κεφάλι δεξιά-αριστερά καθώς ψάχνει τα χαρτιά του)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με νοιάζει μόνο το τρίτο γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Σε νοιάζει;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Μόνο αυτό.
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί μόνο αυτό;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή είναι το τελευταίο.
ΑΝΤΡΑΣ: Πού το ξέρεις;
(Παύση)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πες μου για το τρίτο γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν το ξέρεις ότι είναι το τελευταίο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αφού είναι. Πες μου γιαυτό.
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι είναι το τελευταίο;
ΓΥΝΑΙΚΑ (μιλά ενώ προσποιείται πως πίνει από το άδειο ποτήρι) : Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι;
ΑΝΤΡΑΣ: Θα μπορούσα να έχω γράψει άλλα τόσα
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πες μου για το τρίτο γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Δε σε νοιάζει που μπορεί να μην είναι το τελευταίο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι. Με νοιάζει μόνο το τί έγραψες.
ΑΝΤΡΑΣ: Μάλιστα
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άλλωστε είναι το τελευταίο.
(Ο άντρας κοκκινίζει, ανακατεύει τα χαρτιά του, παίρνει μια βαθιά ανάσα)
ΓΥΝΑΙΚΑ (χωρίς να τον κοιτά): Δεν χρειάζεται να το κάνεις τόσο θεατρικά. Διάβασέ το σαν να το έγραψε κάποιος άλλος. Κάποιος άγνωστος. Προς μια άγνωστη.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θέλω να το διαβάσω, θα είναι σαν να απαγγέλω ποίημα στο σχολείο, θα ήθελα εσύ να το είχες διαβάσει, αυτό θα ήθελα, να το είχες διαβάσει εσύ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να το ακούσω από τη φωνή σου.
ΑΝΤΡΑΣ: Μπορώ να σου πω τι λέει, δεν χρειάζεται να στο διαβάσω λέξη-λέξη.          
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα οι λέξεις είναι ήδη εκεί. Στο χαρτί. Όλες όσες προσεκτικά διάλεξες.
ΑΝΤΡΑΣ: Σημασία έχει τι θέλω να πω
ΓΥΝΑΙΚΑ (γυρνά απότομα το κεφάλι): Τί θέλεις να πεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Σε νοιάζει όντως; Γιατί; Γιατί τώρα;
ΓΥΝΑΙΚΑ (γυρνώντας το βλέμμα προς το παράθυρο): Διάβασέ μου μόνο μια πρόταση. Εκείνη τη μία σημαντική πρόταση. Από όλο το γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν σε ένοιαζε για το γράμμα, θα ήθελες να γνωρίζεις όλες τις προτάσεις που περιέχει, μία-μία, όλες.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εντάξει. Να μου τις διαβάσεις τότε. Ό-λ-ε-ς.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θέλω να σου τις διαβάσω, εδώ ήταν, ας τις διάβαζες μόνη σου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πες μου τί ήθελες μου πεις με το τρίτο γράμμα.
ΑΝΤΡΑΣ: Στο τρίτο γράμμα
ΓΥΝΑΙΚΑ (κοιτάζοντάς τον στα μάτια): Γιατί μου γράφεις γράμματα; Γιατί δεν μου μιλάς;
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί είμαι δειλός, εσύ δε λες συνεχώς πόσο δειλός είμαι; Ορίστε λοιπόν, τα γράμματα ενός δειλού.
ΓΥΝΑΙΚΑ (γυρνώντας πάλι προς το παράθυρο): Εντάξει. Δειλός. Πες μου για το τρίτο γράμμα του δειλού.
ΑΝΤΡΑΣ: Στο τρίτο γράμμα ο δειλός σου έγραψε ότι θέλει να πεθάνει από τα χέρια σου.
ΓΥΝΑΙΚΑ (συνεχίζει να μην τον κοιτά): Αλήθεια; Αυτό θέλεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό ακριβώς, σου φαίνεται ασήμαντο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μου φαίνεται πολύ γενναίο. (Τον πλησιάζει) Θέλεις αλήθεια να σε σκοτώσω;
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό σου γράφω στο τρίτο γράμμα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δηλαδή, στο τελευταίο σου γράμμα προς εμένα, μου ζητάς να σε σκοτώσω. Και τίποτα άλλο.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι το τελευταίο
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη γίνεσαι παράλογος. Αν σε σκοτώσω θα είναι. Γιατί να το κάνω αυτό όμως;
ΑΝΤΡΑΣ: Στο γράφω εδώ (δείχνει), εδώ στη δεύτερη σελίδα, «...όπως ο Ορφέας του Ανουίγ λέει στην Ευρυδίκη ότι την αγαπά τόσο πολύ που δεν μπορεί να την αφήσει να ζήσει».
ΓΥΝΑΙΚΑ (καθώς απομακρύνεται): Εγώ δεν σε αγαπώ όσο ο Ορφέας την Ευρυδίκηόποιοι κι αν είναι αυτοί.
ΑΝΤΡΑΣ: Φυσικά και όχι. Ούτε θυμάσαι τις πρώτες μας φορές έξω μαζί, θέατρο, εκείνα τα εκτυφλωτικά ολόλευκα σκηνικά, η Ευρυδίκη
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η υπέροχη άγνοια της πρώτης φοράς.
ΑΝΤΡΑΣ: Άγνοια;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άγνοια. Δεν ξέρεις τί σημαίνει η λέξη άγνοια;
ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρω, ξέρω καλά, γιαυτό σου έγραψα τόσα γράμματα, πολύ καλά.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τρία.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν το ξέρεις αυτό.
ΓΥΝΑΙΚΑ (δείχνει με τα δάκτυλα): Τρία.
ΑΝΤΡΑΣ (φωνάζει): Θα με σκοτώσεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Για να έχεις δραματικό τέλος;
ΑΝΤΡΑΣ (ψιθυρίζει): Γιατί σαγαπώ περισσότερο από τον εαυτό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη γίνεσαι δραματικός. Δεν έχεις την αποκλειστικότητα του να αγαπάς ανιδιοτελώς.
ΑΝΤΡΑΣ: Μεταξύ μας
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τί είναι αυτό που κάνει τον ερωτευμένο να λέει «σαγαπώ περισσότερο από τον εαυτό μου»;
ΑΝΤΡΑΣ: Όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι για σένα, έτσι;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τίποτα δεν μπορώ να πάρω τόσο στα σοβαρά ώστε να το δω σαν παιχνίδι.
ΑΝΤΡΑΣ: Εμένα πάντως στιγμή δεν με πήρες στα σοβαρά.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το ξέρεις ότι μικρή δεν είχα παιχνίδια; Ούτε ένα. Δεν τα ήθελα. Έπαιζα με τα μαλλιά του πατέρα. Μόνο.
ΑΝΤΡΑΣ: Όλα ένα παιχνίδι
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο πατέρας είχε υπέροχα ίσια μαλλιά. Γλιστρούσαν ανάμεσα από τα δάκτυλά μου. Ήταν αδύνατο να τα πιάσεις. Αδύνατο. Μαλλιά που δεν τα φυλακίζεις μουλεγε.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν σου έγραφα ποτέ τέταρτο γράμμα, θα σου έγραφα για αυτό ακριβώς (εμφανίζει ένα στιλό), για την ανάγκη σου όλα να είναι άπιαστα (γράφει τα λόγια του καθώς τα προφέρει), όταν γίνουν τα άπιαστα απτά τα παρατάς.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άρα το τρίτο γράμμα ήταν και το τελευταίο σου. Είχα δίκιο.
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό σε ενδιαφέρει μόνο, να έχεις δίκιο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μη μου αρνείσαι ότι είναι δικό μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Τί είναι δικό σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το δίκιο μου. Οι λέξεις σου. Και αυτές που έγραψες μόλις τώρα (του τραβά απότομα το πάνω-πάνω χαρτί).
ΑΝΤΡΑΣ: Πρέπει να αποφασίσεις (της ξαναπαίρνει το χαρτί) ή όλα ή τίποτα.
ΓΥΝΑΙΚΑ (τραβά μια άλλη κόλλα χαρτί από τη στοίβα, διαβάζει): «Θα ήθελα να παγώσει ο χρόνος, να μας ακινητοποιήσει σε μια αιώνια εβδομάδα, σε έναν εκτός χρόνου έρωτα».
ΑΝΤΡΑΣ (κοιτάζοντας τις μύτες των παπουτσιών του): Το βρίσκεις γελοίο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τί εννοεί;
ΑΝΤΡΑΣ: Εννοεί αυτό ακριβώς που γράφει, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Το βρίσκεις γελοίο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο χρόνος πρέπει να κυλά. Δεν γίνεται αλλιώς.
ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις να κυλίσει δηλαδή;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν τον ελέγχω εγώ το χρόνο.
ΑΝΤΡΑΣ (φωνάζει): Τι θέλεις σε ρωτάω. (Χαμηλόφωνα) Από εμένα, από το χρόνο, από την τύχη;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ξέρω. Δεν θέλω κάτι. Λες να μου λείπει το γονίδιο της επιθυμίας;
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Φυσικά και υπάρχει. Και πρέπει να είναι διαφορετικό σε μένα και σε σένα. Εσύ έχεις μια ατέλειωτη λίστα με θέλω. Εγώ δεν έχω επιθυμίες.
ΑΝΤΡΑΣ: Κι εγώ που νόμιζα ότι, έστω μία στιγμή, με ήθελες.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σε ήθελα. Όταν μπορούσα να σε έχω. Όταν δεν σε είχα δεν σε ήθελα.
ΑΝΤΡΑΣ: Τώρα δηλαδή δεν με θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δε νομίζω ότι τώρα σε έχω.
ΑΝΤΡΑΣ: Άρα δεν με θέλεις.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν σε είχα δικό μου δεν θα υπήρχε λόγος για τόσα γράμματα.
ΑΝΤΡΑΣ: Τρία
ΓΥΝΑΙΚΑ: Για τόσες λέξεις χωρίς φωνή. Θα μπορούσες να μου μιλήσεις.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θα μπορούσα να στα πω αυτά, εγώ είμαι δειλός, έτσι δεν είναι; Μπροστά σου είναι σαν να κόβεται η γλώσσα, ό,τι μου απομένει είναι οι λέξεις
ΓΥΝΑΙΚΑ: Χωρίς φωνή.
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν με επιθυμείς πια;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γιατί δεν σε έχω;
ΑΝΤΡΑΣ: Εμένα ρωτάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ (χαμηλόφωνα, σχεδόν συνομωτικά): Εσύ έχεις την απάντηση.
ΑΝΤΡΑΣ: Σε κάτι που έχεις διαλέξει εσύ, έχω εγώ την απάντηση;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν διάλεξα τίποτα εγώ. Εγώ δεν έχω επιθυμίες.
ΑΝΤΡΑΣ: Σταμάτα να λες βλακείες, δεν υπάρχει γονίδιο της επιθυμίας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ με θέλεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Φυσικά
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με θες πολύ; Τόσο που δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά;
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό σου έγραψα στο δεύτερο γράμμα, αυτό δεν σου έγραψα; Ότι σε θέλω τόσο που προτιμώ να σε σκοτώσω. Αλλά δεν ξέρεις τί σου έγραψα, δεν είχες ποτέ την επιθυμία να διαβάσεις τί σου έγραψα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αφού δεν μπορώ. Είμαι ανάπηρη σε ότι αφορά στην επιθυμία.
ΑΝΤΡΑΣ: Πάντα ακουσίως ανήμπορη.
ΓΥΝΑΙΚΑ (προσφέροντάς του το άδειο ποτήρι): Θέλεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Θέλω. (Παίρνει το ποτήρι με τα δυο του χέρια) Γιατί όποτε μου δίνεις να πιω απτο ποτήρι σου νιώθω λες και μου ζητάς να μοιραστουμε ένα ψέμμα; (Της το επιστρέφει)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το μόνο πράγμα που καταφέρνω να μοιραστώ μαζί σου είναι η ένταση. Η ένταση του καβγά. (Μετρά τις λέξεις στα δάκτυλά της) Του πάθους. Της ενοχής. Της απουσίας.
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό που έχουμε είναι μια προσπάθεια για μια εντελώς αδιανόητη συναναστροφή
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ φαντασιώνεσαι τη συναναστροφή τακτοποιημένη στο κουτί της. Πάντα διαθέσιμη. Αλλά και πάντα διακριτική.
ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ; Εσύ αν επέστρεφες μια μέρα εδώ και έλειπαν όλα μου τα πράγματα, θα νόμιζες ότι μας έκλεψαν ή ότι μετακομίσαμε αλλά ξέχασα να στο πω, δεν θα πέρναγε καν από το μυαλό σου η ιδέα ότι μπορεί να έχω φύγει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι επειδή όλα μεταξύ μας λέγονται εκ των υστέρων. Πάντα μας προλαβαίνουν οι εαυτοί μας. Σκοπεύεις να φύγεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν μένει κανείς μας πια εδώ, το έχεις καταλάβει;
(Η γυναίκα γελά ενώ με την ανάποδη της παλάμης της κρύβει το στόμα της)
ΑΝΤΡΑΣ: Τί είναι τόσο αστείο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τίποτα δεν είναι— (την κόβει ένα δυνατό γέλιο) Τίποτα δεν τόσο αστείο όσο η δυστυχία.
(Ο άντρας δε μιλάει)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θες να με φιλήσεις τώρα;
ΑΝΤΡΑΣ: Όχι.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θες να γδυθώ και να με πάρεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Όχι.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εγώ θα γδυθώ. Μετά θα καθίσω επάνω σου. Και θα σε φιλήσω.
ΑΝΤΡΑΣ: Μην το κάνεις, δεν χρειάζεται, δεν θέλω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν χρειάζεται ή δεν θέλεις;
ΑΝΤΡΑΣ (διστακτικά): Δεν ξέρω
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν στο κάνω χάρη.
ΑΝΤΡΑΣ (με κατεβασμένο κεφάλι): Αν μου το έκανες χάρη θα το ήθελα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν στο κάνω χάρη. Δεν θέλω να σου κάνω καμία χάρη. Αφού δεν μπορώ να θέλω.
ΑΝΤΡΑΣ: Αν είχες διαβάσει το πρώτο γράμμα θα ήξερες πόσο πολύ θέλω να μου κάνεις μια χάρη, την παραμικρή χάρη, να αναγκάσεις τον εαυτό σου να κάνει κάτι που δεν θέλει, για μένα, να
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πες μου για το πρώτο γράμμα.

(Έξω έχει πέσει σκοτάδι, από το παράθυρο μπαίνουν φευγαλέα στο δωμάτιο τα φώτα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Ο άντρας δίνει στη γυναίκα τα χαρτιά που κρατά, εκείνη του δίνει το άδειο ποτήρι κι εκείνος κάνει ότι πίνει από αυτό. Ύστερα γδύνονται και οι δύο.)


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Εντευκτήριο, τ. 94, Ιούν.-Σεπτ. 2011