Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2012

Λέξεις για πριόνι και ορχήστρα



Δεξί χέρι έξω από το κατεβασμένο παράθυρο. Μικρό Φίατ 127. Πράσινο. Ξεχαρβαλωμένο κασσετόφωνο. Κι οι τέσσερεις σφυρίζετε φάλτσα μια μελωδία που δε θυμάσαι πια. Η αδερφή σου με μαγιό. Η μάνα σου σας ταΐζει στο στόμα. Το σφάγιο τακτοποιημένο στο πορτ-μπαγκάζ. Μια πεταλούδα ακροβατεί στον υαλοκαθαριστήρα. Κάτω από τα πόδια σας ο κάμπος—φέτος τρύγισε το πρώτο σου φιλί. Αέρας στις άκρες των δακτύλων σου. Ο πατέρας σου προσπερνά κάποιον τουρίστα που κάνει ωτοστόπ. Μανταλάκια. Ξηλωμένες ψάθες. Καφές σε πλαστικό. Βρεγμένες πετσέτες για μαξιλάρι. Οι ευθείες σε ζαλίζαν πάντα όσο κι οι στροφές.

Όλες οι αρχές της αεροδυναμικής στην παλάμη σου. Παγωμένα ροδάκινα. Ζεστό νερό. Κατσαρόλες για κρουστά. Η αδερφή σου μασάει τις άκρες των μαλλιών της. Οι ώμοι σου έχουν γεύση από αλάτι. H μάνα σου παίζει κρυφτό από τη θέση του συνοδηγού. Τζιτζίκια. Φλουταρισμένα ρείκια. Πίσω η Επίδαυρος αντηχεί—τίποτα παρά ένα νόμισμα που δεν αντιστάθηκε στη βαρύτητα. Η παλάμη σου απογειώνεται. Και προσγειώνεται. Ο πατέρας σου καπνίζει άφιλτρο ’22 Μπλε’. Σοκολάτες. Μια σακούλα πολύχρωμα καλαμάκια. Μια χρυσόμυγα ανάσκελα στις σαγιονάρες σου. Στη σχάρα τα ποδήλατα χωρίς βοηθητικές.

Η παλάμη σου πετάει προς το νότο. Κρύα πόδια. Ζεστός καπνός. Η αδερφή σου κοιμάται στα γόνατά σου. Τα μαλλιά της έχουν γεύση από αλάτι. Η μάνα σου κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται βροχές. Σειρήνες. Φλουταρισμένη σάρκα. Μπροστά η Ελευσίνα καπνίζει—από τότε σε μάγευαν οι υψικάμινοι. Η παλάμη σου έχει χαθεί. Ο πατέρας σου κάθε τόσο φτιάχνει τα μαλλιά του. Αντηλιακό. Μια βαλίτσα άπλυτα, μία παραμύθια. Σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο δεξί σου χέρι. Τέσσερεις λέξεις από άλφα: αύριο, ανηφόρα, ανάσα, ανάποδα.

Ο ήλιος έπεσε. Κανείς σας δε σφυρίζει τώρα. Κανείς σας δεν κοιμάται. Φτάσατε.


Υ.Γ. Wipe your hand across your mouth, and laugh (T.S. Eliot, 'Prelude IV').

Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2012

Τελευταία επιστροφή



Η μάνα σου, όσο ο πατέρας σου άλλαζε την κλειδαριά κι εσύ τραβούσες φωτογραφίες με το κινητό, μονολογούσε σκαλίζοντας τα συρτάρια με τα κεντήματα της γιαγιάς: «Τί παράξενο να μην είναι εδώ. Δεν είναι σαν απλώς να λείπουν;». Ο πατέρας σου την άκουγε που μονολογούσε—γι’αυτό συνέχιζε να πολεμάει με την παλιά κλειδαριά. Κι εσύ την άκουγες—γι’αυτό επέμενες να τραβάς φωτογραφίες με το κινητό. Φεύγοντας για τα μνήματα, ο πατέρας σου πέταξε το (μοναδικό) κλειδί στα κεραμίδια, η μάνα σου έχωσε στην τσάντα της ένα παλιοκαιρισμένο σεμέν κι εσύ αποθήκευσες (μόνο) τη φωτογραφία του καθρέφτη από το δωμάτιο που κοιμόσουν μικρός. Ξέρατε κι οι τρεις πως για να ξεχάσεις κάτι πρέπει ή να το κουβαλάς μαζί σου ή ν’ απαθανατίσεις το φως που κάποτε εξέπεμπε ή να το κλειδώσεις ανεπιστρεπτί στο κλουβί του.