Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2012

Οι πέντε αισθήσεις



[Φωτό: Michael Graydon | Weekends collection]

Όσο πάει χειροτερεύω. Μπα, σκέφτηκα, θα είμαι κουρασμένος. Δεν είναι να πιστεύεις πάντα αυτά που σου λένε. Ειδικά στην περίπτωσή μου. Όποιος κι αν έμπαινε στη θέση μου το τελευταίο τρίμηνο δεν θα πίστευε ούτε την αντανάκλασή του στον καθρέπτη. Δεκαεπτά σκαλοπάτια κάτω από το ύψος του δρόμου βρίσκεται το σπίτι μου. Απ’ όταν ο μαστρο-Μενέλαος το ‘κλεισε το ξυλουργείο, ο συνέταιρος του μακαρίτη του παππού μου, μετακόμισα εδώ. Τάμα το ‘χα. Μετρώ τα σκαλοπάτια, ψαχουλεύοντας για μια ακόμη φορά βάζω το κλειδί στην εσοχή. Μπαίνω μέσα. Όρθιος, τυφλός, βρίζω.
Η μητέρα έφυγε το 1997 από καρκίνο. Ο πατέρας μαζί της, από τον ένατο όροφο του Ευαγγελισμού αυτός, αμέσως μόλις εκείνη έκλεισε τα μάτια της και κούνησε κάπως τα δάκτυλα να μας αποχαιρετήσει. Δεν έκλαψα τότε. Δεν έκλαψα σαράντα μέρες μετά. Με την αδερφή μου τσακώθηκα για μια χούφτα χώμα. Όσο είχε μείνει δηλαδή στην αυλή του πατρικού μου. Πίστευα ότι μου άνηκε. Κι εκείνη το ίδιο. Τις εντυπώσεις ήθελα να κερδίσω. Μπήκα μέσα, σκαρφάλωσα σε μια καρέκλα και ξεκρέμασα εκείνο το κάδρο με τον προσευχόμενο Χριστό από το εικονοστάσι. Νοίκιασα το ξυλουργείο δυο βδομάδες μετά. Το κρέμασα στην πριονοκορδέλα του παππού μου. Είχα μαζέψει και μια στοίβα σανίδες ιρόκο, από το πάτωμα που θα έφτιαχνε ο πατέρας μου στην ταράτσα. Πάντα έβρισκε κάτι να ασχολείται. Εκείνη μαγείρευε ασταμάτητα, εκείνος κάρφωνε, έτριβε, βίδωνε. Μια ισορροπία. Το πάτωμα πάντως δεν το τελείωσε ποτέ. Τις σανίδες τις ακούμπησα στον τοίχο. Εκεί πάνω ακούμπησα και την πλάτη μου όταν μου ανακοίνωναν από τηλεφώνου ότι δεν ήταν όλα ρόδινα με τους πόνους στο στομάχι. Έλκος έλεγα εγώ, ο κρυφοαγχωτικός, ο φανατικά εσωστρεφής, ο ποτέ εκδηλωτικός.
«Καρκίνος, επιθετικός», εξήγησε η φωνή.
«Μετάσταση;»
«Δεν το αποκλείω», συνέχισε.
Ακούμπησα θεατρικά τις σανίδες. Δε ήταν επειδή φοβήθηκα. Απλά έπρεπε να το κάνω. Με ικανοποιούσε η ιδέα ότι έκανα κάτι τόσο αναμενόμενο και θεατρικό ταυτόχρονα. Το μόνο που ρώτησα: αν μπορούσε να μιλήσει με ημερομηνίες.
«Μετά την αξονική», απάντησε η φωνή.
«Ωραία.»
Κι όταν τέλειωσε κι αυτή η αναμονή, μια άλλη εξίσου σοβαροθλιμμένη φωνή μίλησε με αριθμούς: τρεις μήνες. Η μάνα μού τα ‘λεγε. Κληρονομικότητα. «Όλα τα χούγια τα πήρες απ’ τη νονά σου. Από μένα τι έμεινε να πάρεις; Τα προβλήματα». «Θα μας πιείς τον καφέ», συνήθιζα ν’ απαντάω πνευματωδώς—δεν επιβεβαιώθηκα.
«Κοίτα να δεις τώρα», μουρμούρισα όταν μ’ επισκέφτηκαν οι πρώτοι φόβοι. Άλλο είναι να τρέμει κανείς μη μείνει μόνος, κι εσύ αγαπητέ το έχεις προσπεράσει το σημείο αυτό προ πολλού, κι άλλο να φοβάται για το πως θα  εξέλθει του μάταιου τούτου κόσμου. Τρεις μήνες. Οι γιατροί βέβαια είναι σαν τους μηχανικούς αυτοκινήτων: πολύ συχνά πέφτουν έξω. Πόσο έξω όμως;
Το χέρι ψάχνει το διακόπτη για τα φώτα. Η λογική δεν προλαβαίνει τη συνήθεια. Τ’ ανάβω κι ας μη βλέπω. Το φως διαχέεται πίσω από ένα πέτασμα ομίχλης. «Ποιητικό, μπράβο». Τ’αυτιά μου αρχίζουν να βουίζουν.
«Τώρα τι ποιητικό θα βρεις να πεις;», μονολογώ.
«Μεγάλο πράγμα να διατηρείς το χιούμορ», μου λέω κάνοντας χιούμορ.
Ένας μονότονος βόμβος, βαθύς, αντηχεί στο στομάχι μου. Βαδίζω προς το φως. Σκοντάφτω στο καλώδιο του λάπτοπ. Πρώτα ο αριστερός μου ώμος, και μετά ο υπόλοιπος, συναντά το κρύο τσιμέντο. Ιδρώνω και ιδρώνει. Τώρα το πάτωμα θυμίζει ρηχή λίμνη.
Τον θάνατο τον αντιμετωπίζω, δεν θα ‘λεγε κανείς με θάρρος, αλλά κάπως υπεράνω. Όπως τις γυναίκες που ήθελα να κρατήσω και με χώριζαν. Απομακρυνόμουν ευθυτενής, δήθεν αλώβητος. Μέσα σκατά. Δε σκοπεύω να αλλάξω τώρα. Δεν θα μου επιβληθεί κανένα τετελεσμένο. Θα αποδημήσω με δική μου πρωτοβουλία. Τελεία και παύλα. Επέλεξα, συνεπώς, τη λύση της ευθανασίας. Βέβαια το πιάτο αυτό για να σερβιριστεί απαιτεί δύο συνδαιτημόνες—άσε που διώκεται ποινικά αυτός που επιβιώνει του δείπνου. Συνεπώς φίλοι αδελφικοί αποκλείονται. Δε θα μου εκάναν τη χάρη έτσι κι αλλιώς. Η πρώτη σκέψη που μετουσιώθηκε σε απόπειρα, προσπάθεια απόπειρας καλύτερα, ήταν να ζητήσω τη συνδρομή ενός επαγγελματία. Οι διασυνδέσεις μου στον υπόκοσμο ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Επιπλέον οι μικρές αγγελίες πληρωμένων δολοφόνων σπανίζουν. Άρχισα τις απονενοημένες βόλτες σε κακόφημες συνοικίες του κέντρου. Δύσκολο όμως να κάνεις κάποιον που δε γνωρίζεις κατ’ ελάχιστον να σου συστηθεί ως δολοφόνος επί πληρωμή. Κάτι όμως η αδρεναλίνη της περιπλάνησης, κάτι η κρυφή ευφορία για το ντόρο που θα επέσυρε η επερχόμενη δολοφονία μου με κρατούσαν ακμαίο στην αναζήτηση. Κι εκεί επάνω στο μεταίχμιο ανοχής-παραίτησης συναντήθηκα με τον ‘Τάσο’. Ανάθεμα αν τον έλεγαν Τάσο βέβαια. Η προφορά των ελληνικών του—λέμε τώρα—παραφθαρμένη από τα χρόνια του στο πρώην ανατολικό μπλοκ, η κόκκινη από το αλκοόλ μύτη του, προκαλούσαν την αυτόματη μετάφραση του ‘Τάσος’ σε ‘Αντρέι’ ή ‘Νικολάε’ ή ‘Σεργκέι’. Τον συνάντησα σε ένα στενό κοντά στη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό το κριτήριο είχα επιλέξει. Το εικαστικό. Όσο περισσότερο μου θύμιζε ο δρόμος κακόφημο σοκάκι αμερικάνικης ταινίας, τόσο πιθανότερο θεωρούσα να διασταυρωθούν εκεί τα βήματά μου με τον επίδοξο δήμιό μου. Παραμόνευε πίσω από κάδο ανακύκλωσης—αποθαρρυντικός οιωνός που παρέβλεψα. Περίμενε το θήραμά του, μου είπε μετά. Αφουγκραζόταν τα βήματά μου να ζυγώνουν, επέμενε. Μύριζε το χνώτο μου, ισχυριζόταν. Με την άκρη των γαλανών ματιών του είχε κλειδώσει τη σκιά μου στο οπτικό του πεδίο, με βεβαίωνε. Τί με γλίτωσε όμως από ‘κείνο το αρπακτικό του Μεταξουργείου; Από εκείνη τη σιβηριανή τίγρη; Πετάγεται αστραπιαία από τα σκοτάδια κραδαίνοντας ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας. Φωνάζει κάτι σαν «πέθανες πούστη». Μισοκλείνω τα μάτια να εστιάσω. Με το ζόρι ένα κι εξηνταπέντε, βία πενηνταπέντε κιλά, λιπόσαρκος, βρώμικος, τρεκλίζει από τις μπύρες που προηγήθησαν αυτής που κρατά δίκην όπλου στο χέρι. Με βλέμμα θολό, χαμένο. Μου’ρχεται να γελάσω, αλλά πιέζομαι να φτιάξω ένα τόξο με τα φρύδια, να εμφανίσω ρυτίδες τρόμου στο μέτωπο, να κάνω τη φωνή μου να κομπιάσει. Κοντός, μέθυσος αλλά αυτόν έχουμε, τί να γίνει τώρα;
«Θα τα βρούμε», του λέω.
Αναθαρρεί. Λέει κάτι στα ρώσικα. Άμεσα μεταφράζει: «λεφτά ή πέθανες».
«Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα», του απαντώ. «Πόσα θες;»
Του δίνω ένα χαρτάκι με το νούμερο του κινητού.
«Πάρε αύριο να κανονίσουμε τη μπροστάντζα». Με χτυπά φιλικά στον ώμο και χωρίζουμε. Πέρασα την νύκτα σκεπτόμενος το επέκεινα. Προκαταβολή έδωσα. Στήθηκα ύστερα σε κάτι σκοτάδια περιμένοντας να πεθάνω. Ούτε το τέλος ήρθε, ούτε ο τσάρος του θανάτου. Τέλος πάντων—πλην εμού.
Για αυτοκτονία βέβαια ούτε συζήτηση. Δεν έχω λόγο ν’ αυτοκτονήσω. Αγαπώ τον εαυτό μου. Παράφορα. Ερωτευμένος είμαι. Δυο θείες του πατέρα το είχαν φέρει εις πέρας.
«Τρελόσογο», του φώναζε η μάνα όταν δε συμφωνούσαν.
«Τρέχει στο αίμα τους, κοίτα μη σαλτάρεις από κανά μπαλκόνι», μου έλεγε.
Ελπίζω να μην είδε τον πατέρα.
Έτσι είπα να το ρίξω στα ματζούνια, στους βελονισμούς, ως και τη μαύρη μαγεία σκέφτηκα. Αυτή την τελευταία την απέρριψα αυτοστιγμή. Μακριά από μας. Έφτυσα στον κόρφο μου προληπτικά. Πέρασα στα ματζούνια. Η μόνη ιδέα που είχα ήταν να πιω κανά-δυο ποτήρια χλωρίνη, αλλά κι αυτό ως αυτοκτονία λογίζεται. Ξέμεινα συνεπώς με το βελονισμό.
Προβάρω το διάλογο με τον επιστήμονα: «καλημέρα, είστε βελονιστής, αχ πόσο εκτιμώ την επιστήμη σας, ναι έχω ένα προβληματάκι, καρκίνος μεταστατικός, όχι όχι θεραπεία, μια διέξοδο επιθυμώ, κατά το δυνατόν ανώδυνη, σας έχω εμπιστοσύνη, έχω ακούσει τόσα για σας, δε θέλω να σωθώ σας λέω, μη σώσετε να με βοηθήσετε κύριε, εσύ χάνεις κομπογιανίτη!» Κάπως έτσι θα εξελιχθεί είμαι βέβαιος. Συνεπώς αναζητούσα βελονιστή πρόθυμο για την τέλεση ευθανασίας. Να βάλω αγγελία;
Εν τω μεταξύ, η όραση και η όσφρησή μου με έχουν εγκαταλείψει. Ο μονότονος βόμβος έχει ανέβει στα μηνίγγια μου. Παίρνω βαθιά ανάσα και ουρλιάζω. Ο αέρας βγαίνει από τα πνευμόνια με τόση δύναμη που πονά το λαρύγγι μου. Χωρίς ήχο. Ουρλιάζω ξανά. Με ανοικτό το στόμα φτύνω τη φωνή μου. Τίποτα. Με πιάνουν τα κλάματα.
«Μη φοβάσαι», μου λέω δασκαλίστικα.
Όπως μου έλεγε ο πατέρας μου όταν φοβόμουν να κάνω βουτιά στη θάλασσα χωρίς να κλείσω τη μύτη μου. Είναι ένδειξη δειλίας εκ μέρους μου το κλάμα. Ειδικά αυτή τη στιγμή. Λέω να σηκωθώ. Να πάω ως το μπάνιο. Το νερό θα με συνεφέρει, δε μπορεί. Η πλάτη μου δεν σηκώνεται. Η βαρύτητα θα είναι πιο δυνατή εδώ κοντά στη γη, σκέφτομαι. Όλο αστειάκια.
Τελευταία στιγμή τον βρήκα τον κύριο Λάμπη. Ένα βραδάκι στην κατηφόρα του Καρέα, κολλήμενος στην κίνηση για ώρα, μια μακριά γυάλινη βιτρίνα με ασύληπτη ποικιλία από καρέκλες. Ατάκτως ερριμμένες: Μοντέρνα από πλεξιγκλάς επάνω σε Λουδοβίκο ΙΔ΄, καρέκλες κουζίνας πάνω σε πλαστικές βεράντας. Από πάνω η ευφάνταστη επωνυμία: Καρέκλα. Και ακριβώς δίπλα της η λύση της τραγωδίας: Ε. Καρδάσσης, Νευροχειρούργος-Βελονιστής, Απόφοιτος Στρατιωτικής Ιατρικής. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Τα έλεγε όλα η ταμπέλα.
Τσεκάρω τις αισθήσεις μου. Να καταλάβω αν συμβαίνει το μοιραίο. Όραση καπούτ. Όσφρηση, ακοή καπούτ. Γυρνάω το κεφάλι στο πλάι και ακουμπάω το μάγουλο στο τσιμεντένιο πάτωμα. Νιώθω τα δάκρυά μου ν’αλλάζουν ρότα, να κυλάνε ανάμεσα στα γένια μου και να κατευθύνονται στην άκρη των χειλιών. Άρα: αφή οκέι. Βγάζω τη γλώσσα. Τα δάκρυα πρέπει να’ναι αλμυρά, ίσως και λίγο πικρά. Η σταγόνα δεν έχει γεύση. Ένα τίποτα. Μπορεί να είναι επειδή τα δάκρυά μου είναι θεατρικά; Δεν έκλαψα όταν έπρεπε και κλαίω τώρα.
«Ο κύριος Καρδάσσης δεν είναι εδώ τέτοιες ώρες.»
Η φωνή βγαίνει από το θυροτηλέφωνο. Σπασμένη, ηλεκτρική.
«Πότε θα επιστρέψει;»
«Το πρωί από τις εννιά είναι εδώ.»
«Θα περιμένω», λέω. Δεν παίρνω απάντηση. Είναι οκτώ το βράδυ. Γυρνάω στο αμάξι. Καβαλάω το πεζοδρόμιο. Υπολογίζω που θα πέφτει η σκιά το πρωί και τοποθετώ έτσι το αυτοκίνητο ώστε οι ακτίνες του ηλίου να συναντήσουν το πρόσωπό μου το ξημέρωμα. Θα μείνω εδώ. Τέτοια ευκαιρία δεν τη χάνω. Έχει και φούρνο δίπλα να πάρω πρωινό. Ιδανικό. Κισμέτ. Ρίχνω το κάθισμα. Βάζω λίγη τζαζ στο ράδιο.
Οι υπολογισμοί μου αποδείχθηκαν λαθος: ύπνος δε μου κόλαγε. Το κάθισμα στενό για νυκτερινή κατάκλιση. Το χειρόφρενο να μου καρφώνεται στα νεφρά. Ο ήλιος με ξύπνησε πολύ αργότερα απ’ όσο ήλπιζα. Πετάγομαι από το αυτοκίνητο. Περνάω τα δάκτυλα μέσα από τα μαλλιά μου. Κάνω πως ισώνω το γιακά μου και σηκώνω το παντελόνι μου. Όπως ο πατέρας. Διασχίζω το δρόμο. Χτυπάω το κουδούνι. Αυτή τη φορά δεν απαντά κανείς, παρά μόνο το ηλεκτρικό βούισμα που ανοίγει την εξώθυρα. Το ιατρείο, αν αυτός είναι ο δόκιμος όρος, ακροβατεί στυλιστικά μεταξύ βουδιστικού ναού και καλογυαλισμένου οδοντιατρείου. Στην πόρτα ο δόκτωρ Καρδάσσης.
«Λάμπης, σε παρακαλώ», επέμεινε από την πρώτη στιγμή.
Δεν του χάλασα χατήρι. Μετά από λίγες κουβέντες ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το δυνατόν συντομότερο. Όσο δηλαδή να πάω στην τράπεζα και να γυρίσω με μετρητά. Προτεινόμενη μεθοδολογία: «[...] υπάρχουν ειδικά σημεία βελονισμού που μπορούν να επιφέρουν θάνατο. Λίγοι τα γνωρίζουν, είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια μου, να πιες κι αυτό να χαλαρώσουν οι μύες, ξάπλωσε, δεν θα πονέσει. Προσοχή όμως! Αρχίζει να επιδρά ο βελονισμός μετά από χίλιους χτύπους της καρδιάς. Πάνω-κάτω είκοσι λεπτά. Μην οδηγάς και πάρεις κανένα στο λαιμό σου. Θα νιώσεις δυσφορία, σταδιακή απώλεια των αισθήσεων. Ο θάνατος θα έρθει σαν βύθισε σε βαθύ ύπνο. Καλό κατευώδιο», είπε όταν έμπηξε και την τελευταία μακρυά βελόνα χαμηλά στην πλάτη μου. Ντύθηκα, κατέθεσα τον οβολό μου, έφυγα. Μια χαρά ήμουν. Δε θα συμβεί τίποτα, το ήξερα. Το διαισθανόμουν. Τίποτα. Μπαίνω στο αμάξι. Τίποτα. Ξεκινάω. Να πάω από Βουλιαγμένης, να γλυτώσω την πολλή κίνηση. Τί-πο-τα.
Γυρνάω ανάσκελα με δυσκολία, απελευθερώνω το δεξί μου χέρι, ακουμπώ δείκτη και μέσο στην καρωτίδα. Τίποτα. «Ψυχραιμία». Το τεντώνω προς το μέρος των σανίδων. Δίπλα ακριβώς έχω τη σερβάντα της γιαγιάς από το χωριό. Μοναδικό απομεινάρι του πατρικού του πατέρα πριν παραδοθεί στις μπουλντόζες. Αντιπαροχή. Την αφή της την ξέρω καλά. Ξεφτισμένο λούστρο και φτηνιάρικα σκαλίσματα. Κλείνω στα δάκτυλά μου το πόδι του επίπλου, ανεβαίνω με την παλάμη την πόρτα και κουνάω ασυναίσθητα το κλειδί της. Τίποτα. Φέρνω το χέρι στο στήθος, να το νιώσω να ανεβοκατεβαίνει, τίποτα. Κι όμως είμαι σίγουρος πως διαστέλομαι και συστέλομαι. Στην αρχή ρυθμικά, στη συνέχεια ατονάλ. Σκέφτομαι τα τζάμια να σπάνε, το φως να σφυρίζει καθώς ανακλάται από τοίχο σε τοίχο. Πίσω από τα κλειστά βλέφαρα φαντάζομαι μια έρπουσα σιωπή. Να διακλαδίζεται. Να απλώνεται. Να ανεβαίνει στις κολόνες, να κρύβεται στις γωνιές, να ντύνει τα έπιπλα, να μπαλώνει τα σπασμένα παράθυρα. Στο μονωμένο ξυλουργείο η σιωπή αποστειρώνει την παλιά κορδέλα που άφησα ντεκόρ, τα οικογενειακά αλμπουμ που στοίχιζα στα ράφια. Με αγκαλιάζω. Διπλώνω γόνατα στο στήθος. Κυκλώνω τον εαυτό μου με το κορμί μου. Τίποτα—


Δεν υπάρχουν σχόλια: