[φωτό: Turl Str, Οξφόρδη]
Toute la vie n’est peut-être qu’un songe continuel.
Peut-être
que le moment de la mort sera un réveil
soudain,
où l’on découvrira l’ illusion de tout ce
que
l’on cru de plus réel, comme un homme qui
s’éveille
voit disparaître tous les fantômes qu’il
croyait
voir et toucher pendant ses songes.
—Fr. Fénelon, Dialogues des morts
Στη μητέρα σου διάβαζες φωναχτά συνταγές
μαγειρικής, καθώς της παρίστανες το σεφ· την ίδια ώρα της ετοίμαζες, όπως κάθε μέρα, τον
ίδιο νερόβραστο φιδέ. Στον πατέρα σου το Βαθύ
μπλε, σχεδόν μαύρο του Βαλτινού—σε άκουγε με άδεια μάτια και χέρια που
έτρεμαν, στο κρεβάτι του γηροκομείου. Στην αδερφή σου, καθισμένος άκρη-άκρη στο
μνήμα της λες και φοβόσουν μην το λερώσεις, τη Σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου—το μοναδικό ποίημα που μπορούσες
να απαγγείλεις και από στήθους. Στη γυναίκα σου διάβαζες νουάρ ιστορίες τους
χειμώνες, Μολταλμπάν τα καλοκαίρια—πάντοτε τρεις με τέσσερεις σελίδες τα βράδυα
πριν κοιμηθείτε. Στους γιούς σου παραμύθια του Όλιβερ Τζέφερς, με αργή εκφορά.
Στην ερωμένη σου τα σονέτα του Λόρκα, ψιθυριστά.
Μόνο όταν όλοι τους,
ένας-ένας, βγήκαν από τη ζωή σου—μικροί και μεγάλοι, απρόσμενοι ή αναπόδραστοι αποχωρισμοί—κατάλαβες πως: θα ήθελες να διαβάζεις συνταγές μαγειρικής στον πατέρα σου, μήπως και μαγειρέψετε μαζί το φίλτρο της στοργής· το Βαθύ μπλε,
σχεδόν μαύρο στη μητέρα σου, μήπως και θυμηθεί πως να είναι ο
εαυτός της· ν’ απαγγέλεις τη Σονάτα του σεληνόφωτος στη γυναίκα σου και τα παραμύθια του Τζέφερς
στη φτερουγισμένη αδερφή σου, μήπως σε συγχωρέσει η πρώτη και σηκωθεί να σε
φιλήσει η δεύτερη· στους γιούς σου νουάρ ιστορίες ή Μολταλμπάν εναλλάξ τα βράδυα πριν κοιμηθούν, για να
υποψιαστούν τί σημαίνει σκοτάδι και τί φως.
Το
μόνο που δεν θ’ άλλαζες είναι τα σονέτα που ψιθύριζες στην ερωμένη σου. Και το
γεγονός πως για σένα τον ίδιο δεν κράτησες ποτέ καμιά αφήγηση ή απαγγελία, παρά
ίσως αυτήν εδώ· και κάτι ψευτο-ποιήματα γραμμένα από αριστερό χέρι.