Χ: Στον ύπνο μου είδα πως πλήρωνα τα ψώνια μου στο μίνι-μάρκετ της
γωνίας. Στεκόμουν στην άκρη του ταμείου, έπαιρνα τα πράγματα από τη μεταλλική επιφάνεια και τα παράχωνα σε πλαστικές σακούλες. Τότε το μάτι μου
έμεινε στην αντανάκλαση του προσώπου μου. Κι όπως
είχα χαθεί στην εικόνα του εαυτού μου, που μάλλον δεν αναγνώριζα, η αλουμινένια
επιφάνεια έγινε ρευστή και δυο χέρια, που ξεφύτρωσαν από το πουθενά, πέταξαν χούφτες κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Ξύπνησα απότομα. Τα χέρια μου ήταν παγωμένα, κρύσταλλο.
Ψ: Και; Πώς ένιωσες;
Ψ: Και; Πώς ένιωσες;
Χ: Έχω να κοιμηθώ τρεις μέρες. Στη γλώσσα μου έχω ακόμα μια γεύση από μέταλλο.
Ψ: Νομίζεις πως έχουμε πει αρκετά πάνω σε αυτό;
Ψ: Νομίζεις πως έχουμε πει αρκετά πάνω σε αυτό;
Χ: Νομίζω αρκούν όσα αποφύγαμε να
πούμε. Κι εγώ κι εσύ. Τελείωσε ο χρόνος μας;
Ψ: Έχεις συνεχώς αυτή την αγωνία.
Χ: Νιώθω ότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να πω όσα θέλω.
Ψ: Μήπως φοβάσαι ότι αν υπάρχει χρόνος θα υποχρεωθείς να πείς όσα δεν θες;
Χ: Μα—
Ψ: Πες λοιπόν. Ο χρόνος είναι όλος δικός σου.
Χ: Δικός σου είναι. Εγώ τον νοικιάζω.
Ψ: Έτσι νιώθεις;
Χ: Όχι. Συγγνώμη—
Ψ: Πώς νιώθεις;
Χ: Λες και δεν μπορώ να ξεκολλήσω το χταπόδι του χειμώνα από το στήθος μου.
Ψ: Κι αν δεν ξεκολλήσει ποτέ;
Χ: Τότε θα γίνω μια σωστή-ολόσωστη σκιά.
2 σχόλια:
Αναρωτιέμαι αν δεν είναι καλύτερο από το να μην αναγνωρίζεις το είδωλο του καθρέφτη, το να προσαρμοστείς και να προσπαθήσεις να γνωριστείτε με τη σκιά.
Ποιος εγγυάται ότι η σκιά δεν είναι ή δε γίνεται κάποτε the place to be?
Αναρωτιέμαι εγώ τώρα..
'Μακρύς όσο η σκιά μου', λέει ο ποιητής.
Συνεπώς... one-way street.
Δημοσίευση σχολίου