Κυριακή, Αυγούστου 26, 2012

Άμπωτη-πλημμυρίδα



Το ψιλόβροχο σταμάτησε καθ’ οδόν προς τη θάλασσα: βρεγμένο μαύρο πουκάμισο και σακάκι. Σε κανα-δυο σημεία άνοιξαν τα σύννεφα. Η γη στεγνά και νοτισμένα μπαλώματα εναλλάξ. Η γραβάτα κρεμόταν από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού μου. Ήδη ξεχώριζα την ακτογραμμή στην πρωινή ομίχλη. Έλυσα τα κορδόνια. Πήδηξα το χαμηλό φράχτη. Έβγαλα τα παπούτσια κι έχωσα τις κάλτσες μέσα. Δίπλωσα τα μπατζάκια δυο φορές. Η πρωινή άμπωτη αποκάλυπτε μια φαρδιά λωρίδα άμμου. Άρχισα να βαδίζω—χωρίς πατημασιές, χωρίς σκιά, χωρίς ίχνος εαυτού. Προσπέρασα συστάδες από ξεβρασμένα φύκια, ένα πολυβολείο, απομεινάρι του ’40, μισοχωμένο στην άμμο. Απομαγεμένο γκρίζο όσο έπιανε το μάτι. Έφτασα δίπλα στην προβλήτα. Το σακάκι ριγμένο στους ώμους: τυλιγμένη σε κοτετσόσυρμα κι ομίχλη και κάτι φιγούρες μυρμήγκιαζαν πλάι της. Χλωμά μπούτια και χέρια, μάζευαν απ’ την άμμο καρέκλες, σακούλες, μια πολύχρωμη ομπρέλα. Φορτώθηκαν, λουόμενοι του κρυπτού ήλιου και συμπράγκαλα, σε ένα MG με κατεβασμένη κουκούλα. Σε δευτερόλεπτα με προσπερνούσαν φλουταρισμένες φακίδες και πυρόξανθα μαλλιά. Δεν μπορείς να πεις αν συνέβη στ’ αλήθεια. Μπορεί και να ‘ταν οφθαλμαπάτη.
Ανέβηκα τα σκαλιά. Το Στενό κατέβαζε έναν κρύο αέρα που μ’ έπαιρνε στο πρόσωπο. Προχώρησα σέρνοντας τα πόδια στο νοτισμένοσ ξύλο. Γέμισαν ακίδες. Μια αληγορία της μοναξιάς σου; Ίσως απλά κακή τύχη. Έφτασα την άκρη. Υπήρχε μια πλαστική καρέκλα. Κάθισα κι έπιασα να βγάζω τις ακίδες από την ψίχα των πελμάτων μου. Ο άνεμος δυνάμωνε. Τυλίχτηκα στο σακάκι μου, κούμπωσα το πάνω-πάνω κουμπί απ’ το πουκάμισο, φόρεσα και τη γραβάτα και συνέχισα μ’ επίταση.
Σε μια στιγμή ξεκίνησα να μιλάω μόνος μου. Στην αρχή λέξεις αγγλικές—ορφανές. Μετά στα ελληνικά—αταβιστικά. Γιατί μιλάς μόνος σου; Μόνο τα μωρά μιλάνε μόνα τους. Στο τέλος, ελληνικά κι αγγλικά μαζί, μπερδεμένα. Δεν είσαι πια μωρό. Ο θάνατος είναι βίωμα ενηλικίωσης. Δεν χρειάζεται να επινοείς φανταστικούς ομοζυγωτικούς δίδυμους. Συνέχισα ν’ ανακατεύω κομμάτια από την ομιλία της Τρίτης στο King’s College, με τ’ αποχαιρετιστήρια λόγια του Σαββάτου. Ο αέρας έμπαινε με φόρα στο στόμα μου και μου ‘κοβε την ανάσα. Όταν δεν σε ακούει κανείς είναι επειδή δεν ακούγεσαι ή επειδή δεν θες ν’ ακουστείς;
Σταμάτησα. Σηκώθηκα όρθιος. Είχες μια επιθυμία να βουτήξεις, ν’ αφήσεις την παλίρροια να με βγάλει στ’ ανοιχτά. Ίσως έπρεπε να γυρίσω στο κρεματόριο. Η παλίρροια άλλαζε: πλημμυρίδα. Η βροχή με ξαναβρήκε στο δρόμο της επιστροφής. Ο αέρας στην πλάτη με βοηθούσε καθώς ανηφόριζα το λόφο. Η γραβάτα μου ανέμιζε δείχνοντας το βορρά. Με περίμεναν πλαδαρές χειραψίες και Κυριακάτικα βλέμματα συμπόνοιας.


(Πρώτη δημοσίευση: τ. 89/Καλοκαίρι 2010, περιοδικό Εντευκτήριο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: