Τους εαυτούς μας συναντάμε κάθε φορά που επινοούμε μύθους—Frank Kermode
Σηκώθηκες το πρωί, πλύθηκες βαρύθυμα, φόρεσες ό,τι βρήκες πεταμένο σε καναπέδες και καρέκλες από χθες κι από προχθες, τράβηξες την πόρτα πίσω σου να κλείσει και δεν σκέφτηκες να κλειδώσεις. Ανέβηκες στο ποδήλατο και—όπως κάθε μέρα με ομίχλη—πέρασες κάτω από τη γέφυρα του Ντόνιγκτον για να βρεθείς στο ποτάμι. Η ομίχλη ήταν πυκνή, η υγρασία φορτωνόταν στα κλαδιά των δέντρων κι όταν περνούσες από κάτω ήταν σαν να ψιχαλίζει—τέσσερα χρόνια ήδη εδώ και δεν έχεις αξιωθεί ν' αγοράσεις ένα αδιάβροχο.
Πριν την πρώτη τοξωτή γέφυρα σου μίλησε ένας τύπος από την απέναντι όχθη, που έκανε ότι ψάρευε με μια τριχιά για πετονιά και μια εφημερίδα για δόλωμα. Ίσα που μπορούσες να τον διακρίνεις.
"Δε βλέπεις τη μύτη σου σήμερα," σου φώναξε.
"Ούτε τα δέντρα που κλαίνε," του απάντησες.
"Ούτε τους ανθρώπους που κλαίνε," σου απάντησε πριν ξαναπετάξει την τριχιά του στο νερό. Όλη την υπόλοιπη μέρα ήθελες να μπορούσες μείνεις τυλιγμένος στην ομίχλη, να μη σε βλέπει κανείς που κλαις.
4 σχόλια:
μήνες έχω να μπω στο μπλογκ σου, και μπαίνω σήμερα και έχει φρέσκο ποστ. Τυχαίο; Μάλλον, αλλά και τι σημασία έχει;
Ελπίζω να μην ανταποκρίνεται στην αληθινή σου διάθεση.
Η μυθοπλασία είναι επινοημένη πραγματικότητα, πιο τακτική μου αναγνώστρια/σχολιάστρια. Η ομίχλη αληθινή.
Ο ήλιος - ίσως - να αλλάζει το χρώμα των δακρύων. Ίσως...
Εξαιρετικό διήγημα!
Ευχαριστώ θερμά (ίσως ναι...).
Δημοσίευση σχολίου