Σάββατο, Μαρτίου 17, 2012

Στην απέναντι όχθη




Η ιστορία ξεκινά την πρώτη φορά που την είδε. Ήταν η πρώτη μέρα που χρησιμοποιούσε το καινούριο ποδήλατο. Ένα γκρι Ρίτζμπακ με εικοσιμία ταχύτητες. Ανέβαινε την αριστερή όχθη του ποταμού. Είχε πυκνή ομίχλη εκείνη τη μέρα. Από τη μια μεριά ίσα που διέκρινες την απέναντι. Πέρναγε την πρώτη πεζογέφυρα. Εκείνη περνούσε μπροστά από το λεμβοστάσιο του Μπάλιολ. Ανάμεσά τους ο Τάμεσης. Το ποδήλατό της είχε ένα ψάθινο καλάθι που κρεμόταν από το τιμόνι. Μέσα είχε μια πράσινη πλαστική σακούλα που φωσφόριζε στο πρωινό φως. Για λίγες στιγμές—μια βαθιά ανάσα και μια ορθοπεταλιά για να περάσει την πεζογέφυρα—τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Μετά η πράσινη σακούλα κρύφτηκε στην ομίχλη. Η ανάσα του τέλειωσε και έστρεψε το βλέμμα μπροστά. Άλλα τρία μίλια ως το πανεπιστήμιο.
Τη δεύτερη φορά—είχαν μεσολαβήσει τρεις άδειες ημέρες—που την είδε το ποδήλατο της έστριβε δίπλα από το λεμβοστάσιο στο μονοπάτι της όχθης. Φρέναρε απότομα. Και παρατηρούσε το πλεκτό καλάθι να καθρεπτίζεται στα νερά του Τάμεση. Δεν είχε ιδέα τη χρώμα ήταν τα μαλλιά της ή τί ρούχα φορούσε—δεν είχε σημασία. Καθώς το σκούρο παλτό της έσβηνε στη σκιά της γέφυρας του Ντόνινγκτον, τράβηξε μια θολή φωτογραφία με το κινητό του.
Την τρίτη φορά τον χαιρέτησε. Και του χαμογέλασε πλατιά. Εκείνος—σχεδόν χεσμένος από το φόβο του—αντιχαιρέτησε μόνο με τα ακροδάκτυλα. Χωρίς να αφήσει το τιμόνι από τα χέρια του. Εκείνη χάθηκε πάλι στη σκιά της γέφυρας. Κατάφερε να κάνει μόνο μερικά μέτρα πριν καθίσει σε ένα παγκάκι, δίπλα σε κάποιο τύπο που έπινε μπύρες στις οκτώ το πρωί, για να ξαναβρεί την ανάσα του. Ένιωθε χωρίς δυνάμεις. Τα γόνατά του έτρεμαν. Αναγκάστηκε να σπρώξει το ποδήλατο μέχρι το πανεπιστήμιο. Τρία ολόκληρα μίλια.
Την επόμενη φορά σταμάτησαν κι οι δύο. Ο ένας απέναντι από τον άλλο. Στη μέση το ποτάμι ανακατεμένο. Του φώναξε «good morning!» γελαστά. Της χαμογέλασε και χαιρέτησε με μια πλατιά κίνηση της παλάμης και του βραχίονα. Χωρίς λέξεις. Όταν εκείνη ανέβηκε στο ποδήλατο να φύγει, την έβγαλε μια φωτογραφία με το κινητό. Διέκρινε ξεκάθαρα τα λαμπερά μαλλιά της. Και λίγο από το πλεκτό καλάθι με την πράσινη σακούλα.
Τις Κυριακές δεν συνήθιζε να δουλεύει. Προτιμούσε να μην κάνει το παραμικρό. Εξατίας της όμως ξύπναγε όπως όλα τα πρωινά. Ντυνόταν, όπως όλα τα πρωινά. Και ξεκίναγε με το ποδήλατο. Όπως όλα τα πρωινά. Οι πορείες τους—με ακρίβεια χαραγμένες στον τετραδιάστατο χάρτη της καθημερινότητας—διασταυρώνονταν πρίν την πρώτη πεζογέφυρα. Έλεγαν «good morning!» εναλλάξ. Mετά την τραβούσε φωτογραφίες. Εκείνη έπαιρνε πόζες. Γεμάτες ντροπή στην αρχή. Όλο αυταρέσκεια αργότερα. Μετά στέκονταν οι δυο τους αμήχανα. Περίμεναν ο ένας τον άλλο να κάνει έξοδο από τη σκηνή. Ήταν πάντα εκείνη που έφευγε πρώτη. Χανόταν στη σκιά της γέφυρας του Ντόνινγκτον. Κι εκείνος επέστρεφε σπίτι. Να δει μία μία τις φωτογραφίες, ξανά και ξανά και ξανά, πίνοντας καφέ.
Τέλη Μάρτη την είδε τελευταία φορά. Πέμπτη πρωί. Τον χαιρέτησε με το ίδιο μαγικό χαμόγελο. Παρασκευή, Σάββατο δεν εμφανίστηκε. Σκέφτηκε ότι θα έκανε λάθος την ώρα. Ότι κάτι της έτυχε—οτιδήποτε μπορεί να της έτυχε. Πέρασε μισή ώρα στην ομίχλη. Περιμένοντας. Δεν κάθισε στο παγκάκι. Έμεινε όρθιος, καβάλα στη σέλα του ποδηλάτου. Δεν έκανε τα τρία μίλια ως το πανεπιστήμιο. Γύρισε πίσω. Να πιεί καφέ σκέτο.
Την Κυριακή σηκώθηκε νωρίτερα απ’ ότι συνήθως. Κατέβηκε στο ποτάμι και περίμενε στο παγκάκι. Δυο κύκνοι πέρασαν μπροστά του και χάθηκαν στην ομίχλη. Μετά άλλοι δύο. Από το λεμβοστάσιο του Μπάλιολ βγήκαν δυο νεαροί κουβαλώντας μια βάρκα, έφεραν τα κουπιά, μπήκαν μέσα και άρχισαν να κωπηλατούν στην αντίθετη φορά. Μακριά από τη γέφυρα του Ντόνινγκτον. Μια ώρα μετά—κι ενώ δεν είχε φανεί το καλάθι της με την πράσινη σακούλα—σηκώθηκε να φύγει. Άκουσε το κουδούνι ενός ποδηλάτου. Ένας κύριος σε αγωνιστικό κράνος και ελαστική φόρμα πέρασε σύριζα δίπλα του με μεγάλη ταχύτητα. Σηκώθηκε να κάνει ορθοπεταλιά. Το πλαστικό πεντάλ υποχώρησε κάτω από το πέλμα του. Γλίστρησε και προσγειώθηκε πάλι στο παγκάκι. 
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία. Δεν ξαναπήρε το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι. Προτιμούσε, σταθερά πια, να ανεβαίνει ως το πανεπιστήμιο από τη λεωφόρο, ανάμεσα σε δίπατα λεωφορεία και αυτοκίνητα. Για το υπόλοιπο της ζωής του στον ύπνο του έβλεπε το ποδήλατο της—με το καλάθι και την πράσινη πλαστική σακούλα—να βουτάει στα νερά του Τάμεση. Και τον εαυτό του καθισμένο στο ίδιο παγκάκι. Να βγάζει φωτογραφίες τα λαμπερά μαλλιά της καθώς πνίγονται.

6 σχόλια:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Τι θλιβερό... από πού βγήκε; Έχασες κάποιον;

Άκης είπε...

Όχι, ίσως όμως κάτι ψάχνω..;

Ανώνυμος είπε...

To έχασες και το ψάχνεις;

Άκης είπε...

Το ότι μπορεί να μην το έχασα δε σημαίνει το δεν το αναζητώ διαρκώς.

Αόρατη Μελάνη είπε...

Θα πω στην αδελφή μου να σου φτιάξει φανουρόπιτα. Λέει ότι με τη δική της φανουρόπιτα δε βρίσκεις αυτά που έχασες, αλλά αυτά που δεν έχασες και θα ήθελες να βρεις, ή και αυτά που έχασαν οι άλλοι. :))))

Άκης είπε...

Πες της και στείλε με κούριερ στον ξενιτεμένο!