[Φωτό: Α.Π., Νεκρή Φύση, Ιανουάριος 2013]
Tην ημέρα περιδιαβάζει το πάρκο. Είναι
ψηλός—σχεδόν δυο μέτρα—με πολύ μακριά άκρα. Περπατά με το στόμα ραμμένο,
σκυφτός, τα χέρια του κρέμονται δεξιά κι αριστερά του. Το βλέμμα του γυρνάει
σαν επικονιαστικό έντομο από τα κλαδιά των δέντρων στα παγκάκια, από τους ώμους
των περαστικών στις γεμάτες νερό λακούβες. Από τις μύτες των παπουτσιών του
στην πέτρινη γέφυρα. Εκεί όπου περνά τις νύχτες του άγρυπνος, αφού κάτι όνειρα
τον κρατούν ξύπνιο μέσα στο όνειρό του.
Η γέφυρα εκτείνεται πάνω από
τη λίμνη του πάρκου. Μια λίμνη μικρή, της οποίας το γύρο μπορεί κανείς να κάνει
σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Δε μοιάζει να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό η ύπαρξη της
γέφυρας. Εκτός ίσως από το να προσφέρει καταφύγιο σε ανθρώπους σαν κι αυτόν.
Έτσι κι εκείνος—σαν από αιώνιο χρέος στην τύχη—περνά
κάθε βράδυ απ’ όσα μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του εκεί, κάτω απ’ τη γέφυρα,
μέσα σε μια ξεχαρβαλωμένη θήκη τσέλου. Αν τον ρωτήσεις δεν έχει ιδέα πώς ηχεί
ένα τσέλο.
Τα βράδια κόσμος κάνει περίπατο
στο πάρκο. Κάποιες φορές περνούν μπροστά του. Τότε εκείνος σηκώνει το κεφάλι
και—χωρίς ποτέ να σηκωθεί όρθιος—τους μιλά. Για την προσδόκητη κακοκαιρία ή
καλοκαιρία—ανάλογα την εποχή. Για τα χρώματα της αυγής και του δειλινού. Για τον
εγωισμό της φύσης. Για βιβλία που δεν έχει διαβάσει. Για τις προθέσεις των
ανθρώπων. Για την ανυπαρξία προθέσεων των ανθρώπων. Για την έλλειψη φαγητού και
ύπνου. Για τις αλήθειες και τα ψέμματα που έχει πει. Για τα μονοπάτια του
πάρκου που προτιμά—ανάλογα την εποχή. Για ταξίδια που ποτέ δεν έκανε. Για
ανθρώπους που τον ερωτεύτηκαν αλλά τον ξέχασαν. Για ανθρώπους που δεν τον
συνάντησαν ποτέ αλλά τον μισούν. Όλες αυτές οι συναναστροφές ομιλίας-ακοής
έχουν κάτι από την αμήχανη αναστάτωση της πρώτης γνωριμίας δύο αγνώστων. Έτσι,
μπροστά σε μια τέτοια αναστάτωση, όλο και κάποιος χαλαλίζει λίγα ψιλά ή δυο
λέξεις παρηγοριάς για χάρη του. Πιο σπάνια, στη θέα του, ένα δάκρυ ξεφεύγει από
το μάτι κάποιου κοριτσιού. Τότε—και ποτέ άλλοτε—εκείνος σηκώνεται όρθιος και
λέει πάντα το ίδιο: «η ζωή είναι μια
διαρκής άσκηση αναπνοών. Εισπνοές εποχών, αναμνήσεων,
θορύβων, εκπνοές εξομολογήσεων, αναμνήσεων, ξοφλημένων ελπίδων και
αποχαιρετιστήριων φιλιών. Όλα προσωρινά. Εγώ μια μέρα, την ώρα του
απογευματινού τσαγιού, έχασα την αίσθηση του χρόνου». Και
κάθε φορά αυτά του τα λόγια διώχνουν το άγνωστο κορίτσι μακριά, με τα μάτια
στεγνά από δάκρυα και τα χέρια στις τσέπες, να σιγουρεύεται καθώς τρέχει ότι δε
λείπει κάτι από μέσα.
[πρώτη δημοσίευση: (δε)κατα, τ. 26, Καλοκαίρι 2011]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου