[Φωτό: λεπτομέρεια από τον πίνακα 'The birth of innocence' (2012) του Julien Spianti]
My grandfather used to say: life is astoundingly short. ― Franz Kafka
Η δίφυλλη συρόμενη πόρτα της τραπεζαρίας έβγαζε κατευθείαν στο πεζοδρόμιο. Μόλις την άνοιξες αντίκρυσες το συνονόματο παππού σου (λευκό κοστούμι, λευκό πουκάμισο και ψαθάκι, μαυρισμένο λες και είχε περάσει όλο το καλοκαίρι στο περιβόλι) να περιμένει υπομονετικά, μ' ένα χαμόγελο στο πρόσωπο από 'κείνα που σπάνια φορούσε . Πέρασε μέσα χωρίς να μιλήσει. Ήσουν με την (τότε) κοπέλα σου, συμφοιτήτρια από το Χημικό, κι ίσα που είχατε προλάβει να φορέσετε ρούχα. Δεν σου έμοιαζε πως έδωσε σημασία, σας αγκάλιασε και τους δύο και, λες και είχε δυο ακόμα χέρια, έδωσε σε σένα μια παλιά πλεκτή του φανέλα (σαν εκείνες που φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι αφού γνωρίστηκε με την άνοια) και σ' εκείνη ένα μαντήλι (λευκό-πράσινο ριγέ, με τ' αρχικά του κεντημένα, το ίδιο που σκούπιζε τον ιδρώτα του στον Ταξιάρχη όταν είχε ζέστη). Ύστερα σας φίλησε και τους δύο στο μέτωπο και είπε «αυτό να το κάψεις, δεν θα ξανάρθω», σε σένα και «αυτό να το κρατήσεις, για να με θυμάσαι», σ' εκείνη. Έκανε το σταυρό του κι έφυγε.
Ξύπνησες ιδρωμένος. Κοίταξες δίπλα σου, όλοι κοιμόντουσαν ήσυχα (ως κι ο σκύλος στο χαλάκι). Σηκώθηκες, έφτιαξες καφέ, κάθισες μπροστά στη μπαλκονόπορτα να τον πιείς. Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι. Φυσούσε δυνατά, τα πόδια σου κρύωναν γυμνά στα πλακάκια. Σε αναστάτωνε η σκέψη του να μην ξαναεπισκεφθεί τ' όνειρό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου