[Φωτό: από το of-light-and-other-menaces.tumblr.com]
Γράφω για να μην πεθάνω.
Ποιός μπορεί να πεθαίνει όταν γράφω;
—Marguerite Duras
O ξύλινος μπουφές και το όρθιο πιάνο της είναι σκεπασμένα με παλιά φλοράλ σεντόνια. Τα πάντα κολυμπάνε σε μια αραιή ομίχλη από σκόνη (σε μια πυκνή βροχή από θυμάμαι). Μπαίνεις στο σπίτι φορώντας το κασκόλ γύρω από τη μύτη και το στόμα, να μην αναπνεύσεις τη σκόνη. Βρίσκεις σ’ ένα συρτάρι το καδράκι με τη βαλσαμωμένη πεταλούδα που είχες πιάσει και της είχες χαρίσει. Σ’ ένα άλλο το πάνινο αρκουδάκι της. Το παίρνεις αγκαλιά και κουρνιάζεις κάτω από τη ροτόντα στο σαλόνι. Μένεις εκεί μέχρι που το ρολόι στο χωλ χτυπάει μεσάνυχτα. Τότε δοκιμάζεις τα γυάλινα γοβάκια της—σου ματώνουν τα πόδια. Μπαίνεις στο ντους να ξεπλύνεις το αίμα και σκουπίζεσαι στην πετσέτα της. Καταπίνεις ένα παυσίπονο με μια γουλιά (πολυκαιρισμένου) νερού απ’ το ποτήρι της. Φεύγεις για να επιστρέψεις. Το σπίτι αυτό έχει ξεμπερδέψει μια και καλή με το χρόνο.
(πάνω σε λόγια από το Η
λίμνη, ο κήπος και η Απώλεια της Χλ. Κουτσούμπελη, εκδ. Νέα Πορεία, 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου