Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε
-Φ. Πεσόα (ενδεδυμένος Μπ. Σοάρες)
(Τα παιδικάτα μου άνοιξαν βρυσούλα και τρέχουν νεράκι στη μνήμη μου: λουλούδια της άνοιξης στις λευκές πετσέτες, ρούχα κυλισμένα στο γρασίδι, λεκέδες από μαρμελάδα σύκο. Μόνο εκείνος ο θόρυβος από τα φύλλα των εβραϊκών εφημερίδων, ολόκληρα τραπεζομάντηλα, κι οι πεισματικές αναγνώσεις απ’ την Τορά, πατικωμένα χρόνια στο πατάρι, δεν λένε να χαθούν)
Κάποιες φορές την Άνοιξη το ‘σκαγα από το σχολείο. Φορούσα πουλόβερ μπλε πάνω από λευκό (κολλαριστό) πουκάμισο, γκρι φαρδύ παντελόνι και ριγέ γραβάτα (αφόρητη θηλειά στο λαιμό μου). Έτρεχα όσο να ιδρώσω και σταμάταγα όταν πια μ’ εγκατέλειπε η αναπνοή μου -αυτό με έφερνε σχεδόν πάντοτε μπροστά από ένα κτήμα με στάχυα. Ένα μπόι ψηλότερα από μένα, πρώιμα, ποτισμένα στην υγρασία. Περνούσα ανάμεσα, έφτανα ως τη μέση περίπου, τα ‘στρωνα και ξαπλωνόμουν πάνω τους. Είχα γύρω μου ένα τείχος από αφράτη παπαγαλί μαρέγκα και μ’ έκρυβε. Άναβα τσιγάρο κλεμμένο απ’ τους θειούς μου (οι δικοί ούτε το είχαν δοκιμάσει ποτέ). Τριβόμουν σαν το γατί. Κουλουριαζόμουν σαν το έμβρυο. Φούμαρα σαν το θεριακλή. Κάποιες φορές έβαζα στο ένα μάτι μια καρέλα και παρατηρούσα τον ουρανό χωρίς σκοπό.
Χωρίς να κανω τον κόπο να τιναχτώ, να ισιώσω το γιακά ή να ξανασφίξω τη γραβάτα έσερνα το λερό σαρκίο μου μέχρι το σπίτι: ίσια στην πορσελάνινη αστραφτερή μπανιέρα και τη σκληρή βούρτσα.
2 σχόλια:
ευχαριστώ πολύ (πρώτη ανάρτηση μετά από καιρό)
Στην υγεία του Πεσόα και των παρενδύσεών του.
Δημοσίευση σχολίου