Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011

Πορνογραφία



What potions have I drunk of Siren tears,
Distill'd from limbecks foul as hell within,
Applying fears to hopes and hopes to fears,
Still losing when I saw myself to win!
 Shakespeare, Σονέτο 119


(Υπόγειο· παρέα οι φτερουγισμένοι· σκοτάδι, δωμάτιο τετράγωνο· μια αναμμένη λάμπα κρέμεται από το πανύψηλο ταβάνι)

-Σ’ αρέσει; Φάε λίγο. Ορίστε.
-...
-Φάε. Σε παρακαλώ.
-...
-Ξέρεις σε τί κόπο μπήκα να το βρω; Ποτισμένο με νερό τ’ Αχέρωντα στη ρίζα—τί μαλακίες άκουσα για να το πάρω. Έλα, να.
Με τα πολλά παρακάλια πήρε μια φέτα στα χέρια. Την έφερε στο στόμα.
-Μπράβο. Κοριτσάκι μου εσύ.
Δε νομίζω ότι με άκουγε. Μάτια κλειστά. Ζουμιά που τρέχαν από το στόμα στο στήθος της.

-Μμμ...
-Σου ‘χω πεί... πόσο μ' αρέσει το καρπούζι;
Κι άλλη μια φέτα καρπούζι. Κι άλλη. Ολόκληρη το στόμα. Κι άλλη. Και τα κουκούτσια στο πιάτο. Όλα τα δάκτυλα πασαλειμμένα. Κι αυτά στο στόμα.
-Εμένα; Τίποτα εμένα;
Ο ιδρώτας μου έσταζε στο πρησμένο φερμουάρ του παντελονιού μου. Το στόμα της κολλούσε απ’ τη ζάχαρη. Έβγαλε τη γλώσσα της. Με την ακρούλα πέρασε το στόμα της γύρω-γύρω (πορνό στον άλλο κόσμο· κι ένας γάτος αποδίπλα). Σώθηκε το καρπούζι.
-Ό,τι δροσίστηκες δροσίστηκες.
-Μμμ...
Δεν έκανε το παραμικρό. Μόνο πού και πού άνοιγε τα πόδια και μου θύμιζε το φύλο της. Παρά τα άγουρά της στήθη.
-Ας παίξουμε τους εραστές, είπε ξαφνικά.
Δεν κρατήθηκα.
Μετά μύρισε πράσινο σαπούνι, καπνός τσιγάρου και γλυκό καρπούζι. Στο στόμα μου ξέμεινε μια γεύση από γάλα μητρικό.