Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2011
Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011
Πορνογραφία
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011
Xωρίς σκοπό
Κυριακή, Μαΐου 22, 2011
4+1 απόπειρες χαϊκού
Το όνομα/
Της άγνωστης φωνής σου/
—θύμησέ μου.
Χωρίς/
Ήλιο, βροχή, άνεμο ή χιόνι/
—ανάσα καμιά.
Στο νιπτήρα σου/
Οι προσμονές ή οι αλήθειες/
—σιωπηλά ξεπλένονται;
Μάθε μου/
Ξανά τους φθόγγους εκείνους/
—χωρίς φωνή.
Στις στάλες της βροχής/
Το λεξικό των εποχών/
—κι η γεύση σου.
Σάββατο, Απριλίου 16, 2011
Six attempts to haiku
Winter solstice—/
the light of color black
our recurrence.
Turning tides—/
placing polished pebbles/
back under water.
Winter holds—/
I force the last hot drops/
from this teabag.
Of the tall tree/
growing from my worst writings/
—talk to me.
Summer solstice—/
long forgotten snowflakes/
melt in my palm.
My gravestone—/
flocks of migrating butterflies/
cover the by-dates.
Σάββατο, Μαρτίου 19, 2011
Πτήση νο. ----
Στέκεσαι λοιπόν εκεί, περιτριγυρισμένος από θορυβώδες πλήθος, το εισιτήριο στο δεξί χέρι, το σακ-βουαγιάζ στο αριστερό, στη μέση της αίθουσας αναχωρήσεων, χωρίς να έχεις ιδέα που πηγαίνεις, σίγουρα, ναι, πέρασες τον έλεγχο ασφαλείας, είχες στο σακ-βουαγιάζ σου ένα αποσμητικό, 150 ml, και σου το πήρανε, είχες και το υγρό για τους φακούς, 125 ml, πάει κι αυτό, δεν φαντάζεσαι πόσο εκρηκτικό είναι το μείγμα όρασης-όσφρησης σκεφτόσουν πατώντας με τις κάλτσες στο πάτωμα όσο ο ακτινογράφος εξέταζε τα ύποπτα παπούτσια σου, πέρασες όμως, χωρίς προβλήματα, βοηθά βέβαια κι αυτό το άκακο παιδιάστικο σου ύφος, βέβαια βοηθά, κι αφού πέρασες σημαίνει ότι κάπου έχεις να πας, να πετάξεις, άλλη μια υποβοηθούμενη πτήση σκέφτεσαι, όπως τα όνειρα είναι υποβοηθούμενη πραγματικότητα, κάπου πας, σίγουρα, θυμασαι όμως που;, τα χρόνια μπροστά και πίσω από τα φοιτητικά έδρανα σε έβαλαν να κοιτάξεις το εισιτήριο, σοφή κίνηση, το εισιτήριο λέει πάντα την αλήθεια, κάπως σαν κλειδί φτιαγμένο από γράμματα και αριθμούς σκέφτηκες, χαλάλι τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά, το είχες βάλει μέσα στο διαβατήριό σου, πάντα εκεί, η συνήθεια βλέπεις, σαν τον πρωινό καφέ κι ας μην σε κρατά ξύπνιο, ή σαν το απογευματινό τσάι κι ας απεχθάνεσαι τη γεύση του, ανοίγεις το διαβατήριο, η φωτογραφία σου βγαλμένη—ήδη—πέντε χρόνια πριν, πόσο έχεις αλλάξει δεν έχει σημασία, τώρα δεν έχει σημασία καν αν και η απάντηση είναι αρκετά, αυτό που έχει σημασία είναι το εισιτήριο, το κρατάς μπροστά στα μάτια σου, οι φακοί σε ενοχλούν, τα μάτια σου ξηρά από τον κλιματισμό της αίθουσας αναχωρήσεων, το εισιτήριο μοιάζει άγραφο, θα φταίνει οι φακοί, ούτε γράμματα ούτε νούμερα, ανοιγοκλείνεις τα μάτια να υγρανθούν, να βρουν οι φακοί τη σωστή θέση τους στους βολβούς των ματιών σου, το σακ-βουαγιάζ ακουμπά στο πάτωμα, αλλά στα δάκτυλα του αριστερού σου χεριού κρατάς ακόμα το λουρί μην τυχόν και σου ξεφύγουν τρία ζευγάρια κάλτσες, τρία μποξεράκια, δύο γαλάζια πουκάμισα—κι αυτό που φοράς τρία, δύο παντελόνια χρώματος μπεζ—κι αυτό που φοράς, χρώματος μπεζ επίσης, τρία, μια οδοντόκρεμα, μια οδοντόβουρτσα, λίγο οδοντικό νήμα, ένα πορτοφόλι, ένα κινητό, ένα λαπτοπ, ο φορτιστής του κινητού, ο φορτιστής του λαπτοπ, ένα διαβατήριο, ένα άγραφο σημειωματάριο και ένα στυλό, όσο όμως κι αν ανοιγοκλείνεις τα μάτια το εισιτήριο παραμένει κενό γραμμάτων και αριθμών, δεν διακρίνεις καν το λογότυπο της αεροπορικής εταιρίας—το όνομα της οποίας σου διαφεύγει, αυτό είναι ανησυχητικό, όχι η δυσλειτουργία της βραχείας μνήμης σου, αυτό είναι αναμενόμενο, πόσο να φορτίσει κανείς τους νευρώνες του με ουδέτερες πληροφορίες, αλλά η ανυπαρξία έντυπης πληροφορίας, απτών αναγκαίων αλληλουχιών από γράμματα και αριθμούς: ώρα αναχώρησης, πύλη αναχώρησης, σημαντικότερο όλων: προορισμός, κι άλλωστε ο προορισμός ενός ταξιδιού είναι μια τόσο προσωπική αλήθεια που δεν θα μπορούσες να ρωτήσεις κάποιον άλλο για αυτό, πώς να απαντήσει κάποιος άλλος σε μια τέτοια ερώτηση, ίσως βέβαια στο γκισέ των πληροφοριών να μπορούσανε να σε βοηθήσουν, ενδεχομένως να αρκούσε μόνο το όνομά σου ή ο αριθμός διαβατηρίων, τον οποίο από την πρώτη στιγμή είχες απομνημονεύσει σε μια προσπάθεια εξασφάλισης ταυτότητας ίσως, μια τέτοια ερώτηση όμως, σε μια όμορφη κοπέλα εντελώς άγνωστη, θα ήταν πολύ ντροπιαστική, μήπως μπορείτε να μου πείτε τον προορισμό μου, τί εντύπωση θα σχημάτιζε η όμορφη άγνωστη με τα υπέροχα μεγάλα μάτια, οφείλεις να γνωρίζεις τα δύο άκρα του ταξιδιού σου, αρχή και τέλος, αφετηρία και τόπο άφιξης, είναι—ίσως—συγχωρητέο να μη συγκρατήσεις την ώρα αναχώρησης, για την ώρα άφιξης ούτε κουβέντα, το ταξίδι ας είναι μακρύ κι απρόβλεπτο, τα σύντομα ταξίδια είναι σαν ανολοκλήρωτα όνειρα, οφείλεις πάντως να μπορείς να αρθρώσεις τα ονόματα του τόπου αναχώρησης και του τόπου άφιξης, αν όμως δεν συνομιλήσεις με την όμορφη άγνωστη κοπέλα ποιά λύση σου απομένει, να αναζητήσεις στοχαστικά τη σωστή πύλη εξόδου ή—ακόμα χειρότερα—να μην πραγματοποιήσεις το ταξίδι, να ψάξεις για την πλησιέστερη έξοδο στον έξω κόσμο, αυτόν που δεν ταξιδεύει παρά μόνο μετακινείται, αν και είσαι βέβαιος τώρα που το σκέφτεσαι ότι οι αίθουσες αναχώρησης των αεροδρομίων είναι μονόδρομοι, κατά συνθήκη αδιέξοδα, έχει δει ποτέ κανείς εξόδους σε αίθουσες αναχωρήσεων, απομένει μόνο μια λύση, δίχως άλλο, στο ψιθυρίζουν τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά στο αυτί, στην τύχη, διασχίζεις την αίθουσα, σκουντάς άθελά σου μερικούς ταξιδιώτες που κινούνται αργά, η ευγένειά σου επιτάσσει να ζητήσεις συγγνώμη, ο πανικός σου σε κάνει να το ξεχάσεις, στην τύχη, κοιτάς γύρω σου τα διάφορα check-in, τα ονόματα των προορισμών, πόλεις από όλα τα γεωγραφιά μήκη και πλάτη, σκέφτεσαι, στριφογυρνάς, ξανασκέφτεσαι, στην τύχη, κάνεις ένα βήμα μπρος, μετανιώνεις, ένα πίσω τώρα, περπατάς άλλα δέκα μέτρα, πας να πλησιάζεις το γκισέ, σκέφτεσαι, δαγκώνεις το κάτω χείλος σου, κάνει στροφή 180 μοιρών και μπαίνεις στην πύλη 22, με το εισιτήριο προτεταμένο και το διαβατήριο μαζί, δεν ρίχνεις καν ματιά στον αναγραφόμενο προορισμό, δεν σε νοιάζει, δεν κοιτάζεις το πλήθος των οιωνεί συνταξιδιωτών σου σε μια προσπάθεια να μαντέψεις την εθνικότητά τους, στην τύχη, απλά αγνοείς τα πάντα, και την ουρά που έχει σχηματιστεί, κι ας επιτάσσει η ευγένειά σου το αντίθετο, σχεδόν ρίχνεις τον εαυτό σου πάνω στην αεροσυνοδό, η οποία χαμογελαστά τσεκάρει το κενό εισιτήριο, κοιτάζει φευγαλέα την από πενταετίας φωτογραφία του διαβατηρίου σου και σου εύχεται καλό ταξίδι, κατεβαίνεις τη φυσούνα με αργό βήμα, η κάρτα επιβίβασης που κρατάς δεν αναγράφει—ανάμεσα σε όλα—αριθμό θέσης, εσύ όμως θα καθίσεις κοντά στο παράθυρο και θα κοιτάς έξω κάθε λεπτό του ταξιδιού, έτσι δεν είναι;