Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008

Ραφήνα (4 προς 5 Δεκεμβρίου του 2008)

 

λογοτεχνία όπως τη γέννησε ο ανήσυχος ύπνος της Ρ 

& την μασκάρεψε (ψυχαναλύοντας ποιόν τελικά;) ο γράφων.

Επίσκεψη (κοινωνικά επιβεβλημένη; χαλαρά αυθόρμητη; μήπως αμήχανα αυθύπαρκτη;) στη Ραφήνα. Εκεί είναι διάφοροι. Είναι και δυο μωρά× ενα ξανθό, ένα μελαχροινό (this blog declares that it is an equal opportunities employer). Το ξανθό είναι δικό της, και, πόσο εκνευριστικά άνετα το κρατά ψηλά στον αέρα (τα δάκτυλα των ποδιών της δεν ακουμπάνε καν στα σανίδια) κάτω από μια μαντεμένια εστία. Με το άλλο χέρι (το ζερβό) καθαρίζει το μαντέμι (κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο) παρόλο που είναι πεντακάθαρο. Τα μάτια μου δεν έχουν δάκρυα× τα μάτια που βλέπουν τα μωρά σε σχήμα φασολιού. Καμμία κίνηση, κανένα χαρακτηριστικό (δε μοιάζουν ούτε του μπαμπά, ούτε της μαμάς τελικά). Τίνος είναι το καθένα μπορούμε, λέει (ποιός μιλά όταν δεν μιλά κανείς;), να το βρούμε από τα επίθετά τους –αυτά είναι γραμμένα σε πορτοκαλί χαρτάκια που κρέμονται με κλωστή από το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού τους (του ζερβού).

Το κουδούνι χτυπά, χωρίς να το έχουμε συνεννοηθεί ή να το γνωρίζω, ο Ρ (ο ένας ένα βήμα μπρος ή ο άλλος ένα βήμα πίσω;). Από ‘δω η Ρ, από ‘δω η Ρ, κάνει τις συστάσεις κάποιος (γνωριζόσαστε ήδη από πάντα).

Η ώρα περνά (όπως κάνει πάντα για να ‘ναι στην ώρα της). Πρέπει να φύγουμε. Εγώ έχω ένα μηχανακι. Μικρό. Ηλεκτροκίνητο. Χωρίς καθόλου δύναμη (θα δαγκωνόσασταν, ο ένας με τον άλλον, αν ήταν αλλιώς).Παρόλα αυτά παίρνω και τον Ρ και ξεκινάμε. Δικάβαλο. Ανάμεσά μας η βαλίτσα μου. Μικρή× όσο μια θήκη από περίστροφο (χωρίς περίστροφο, πάντως, αλλά οπλισμένη). Στο δρόμο ο Ρ θυμάται ότι ξέχασε τη δική του βαλίτσα. Γυρνάμε να την πάρουμε× την φορτώνω κι αυτή στο μηχανάκι. Δικάβαλο. Ανάμεσά μας οι δυο βαλίτσες μας. Η μικρή× κι η άλλη, η πολύ μεγάλη (πόσα μπαγκάζια μπορεί να σε φορτώσει ένα μπρος-πίσω;). Ο Ρ στριμώχνει κάπου κι ένα μπουκάλι ουίσκι. Ξεκινάμε πάλι. Στο δρόμο περνάμε πάνω από ένα γάντι× μου λέει σταμάτα να πάρουμε το γάντι σου. Σταματώ. Θυμάμαι (μήπως καλύτερα δεν ξεχνώ;) ότι είχε γίνει κουβέντα, που ήθελα να φύγω νωρίς, που δεν έχω μαζί μου γάντια, που καθώς θα σκοτεινιάζει ίσως κρυώνω. Δοκιμάζω το γάντι. Δεν είναι δικό (πόσα ξένα ζευγάρια γάντια αντέχεις να δοκιμάσεις μέχρι να καταλάβεις ότι τα δικά σου ήταν, απ’την αρχή, στις τσέπες του μπουφάν σου;). Τελικά ο Ρ λέει ότι είναι το δικό του γάντι. Φορτωμένοι συνεχίζουμε σε φαρδείς, φιδίσιους δρόμους. Άδειους δρόμους. Στην ανεπαίσθητη ανηφόρα το μηχανάκι λαχανιάζει. Κάποια στιγμή (στην ώρα της όπως πάντα) ο δρόμος γίνεται εντελώς κάθετος× ενενήντα μοίρες. Τον ανεβαίνω σημειωτόν για τέλειωτη ώρα (τα πόδια σπρώχνουν πίσω το χρόνο). Ώρα αγωνίας (χωρίς ψήγμα πανικού;) που, κάποια στιγμή, παίρνει τέλος.

Η πορεία συνεχίζεται (ως πότε; γιατί;) σε άλλους (σε ποιούς;) δρόμους.

 

 

6 σχόλια:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Έχει κάτι από Μπορίς Βιαν αυτό το κλίμα. Κάπως ονειρικό, αν και λίγο βαρύ.

Δε μου λες, γιατί δεν επιτρέπεις ανώνυμα σχόλια; Ίσως χάνεις κάποιους σχολιαστές έτσι. Αν βέβαια σε ενδιαφέρει να έχεις σχολιαστές.

Άκης είπε...

Αόρατη μελάνη είσαι η πιο τακτική μου αναγνώστρια -είμαι ευγνώμων.

Όσο για τα ανώνυμα σχόλια...
δεν το γνώριζα, θα δοκιμάσω να το αλλάξω -φυσικά με ενδιαφέρουν τα σχόλια, επειδή -όμως- συνεπάγονται αναγνωση των κειμένων μου.

Ευχαριστώ ξανά.

Αόρατη Μελάνη είπε...

Ευγνώμων; Πλάκα κάνεις; Διαβάζω επειδή γουστάρω, δε σου κάνω καμμιά χάρη!

Ίσα ίσα εγώ είμαι ευγνώμων που κυκλοφορούν αδέσποτα τέτοια κείμενα!

Άκης είπε...

Το αδέσποτα είναι τόσο εύστοχο!
...και μάλλον έτσι θα συνεχίσουν τη ζωή τους (καλό ή κακό δεν ξέρω).

ολα θα πανε καλα... είπε...

Η πορεία είναι πάντα κουραστική και ανηφορική,για όλους.Σημασία έχει να έχουμε πόδια να την περπατάμε.
Καλό απόγευμα!

Άκης είπε...

ευχαριστώ για την ανάγνωση - αυτό είναι μάλλον και το απόσταγμα του ονείρου της αρχικής έμπνευσης γύρω απο το αφήγημα.