Τρίτη, Δεκεμβρίου 02, 2008

Oxon*


*συνοδεύει όσους έχουν λάβει διδακτορικό δίπλωμα (D.Phil.) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Στην πλάτη μου πάρκαρε μια κολόνα πάγου, σαν αυτές που έβαζε η νόνα μου στο ψυγείο μου λες, τόσο πολύ παλιά κι εγώ γυρνάω την πλάτη, τρίβομαι στο στρώμα, δια της τριβής η θερμότητα, οι κάργιες βροντάνε το κόκκινο τούβλο -λες να μπούνε μέσα; χώνω τη μούρη μου στο μαξιλάρι κι η παγοκολόνα ανεβοκατεβαίνει τη ραχοκοκκαλιά μου πάνω κάτω, από τον άξονα στον κόκκυγα, πάνω κάτω, κι όλο και μακρύτερες διαδρομές, από το ινιακό στα λαγόνια και το δάκτυλο κουνάει πάνω-κάτω, τα γυαλιά ισορροπούν στην άκρη της μύτης· βάζω τα κλάμματα· είμαι καβλωμένος· τί ώρα είναι; επτά ραμφίσματα στο τζάμι, τρίβομαι στο στρώμα, κι ένα μισό που κάνω πως δεν τ’ άκουσα, το κρεβάτι τρίζει, ατόφιος βρετανικός σφένδαμος, πάνω από το αριστερό μαξιλάρι -το δικό σου- μια βρυσούλα στάζει ζεστό νερό, πάνω από το δεξί -το δικό μου- μια άλλη ρίχνει βροχή το κρύο, τρίβομαι μια πιο γρήγορα μια πιο δυνατά, το κόκκινο λεωφορείο περνά μέσα από τη μικρή αυλή μου, έχω αργήσει, μα δεν σταματάω αυτό που κάνω, ο οδηγός φρενάρει να μην χτυπήσει την απλώστρα κι ανάβει φλας να ξαναβγεί στην άσφαλτο, το νερό από τη βρύση λιώνει τον πάγο που μ’ έχει καβαλήσει, παγώνει κι αυτό, ο οδηγός με ευχαριστεί με βαριά προφορά που δεν ανέβηκα, όταν τρώμε και τα δυο χέρια στο τραπέζι, τί ψάχνεις τάχα μου εκεί; αγκώνες κλειστοί, στα πλευρά, μη με μαλώνεις μαμά, θέλω να βγω από το δωμάτιο, μην περάσεις το μαρμαράκι, το μωσαϊκό κρύο και μου καίει τις πατούσες -από τη μέση και κάτω γυμνός, το πάπλωμα στεγνό, το μαξιλάρι στεγνό, το κεφάλι μου μούσκεμα, ο αποπάνω -έτσι το γράφει ο μαλάκας, μια λέξη- παίζει στο τέρμα την Ενάτη κι εγώ φαντάζομαι τον Στάνλεϋ να με ντύνει με λευκά ρούχα, μαύρες τιράντες, καπέλο και μπαστούνι για το γύρισμα, γαμήσου γαμιόλη μη σου καρφώσω κανά γαμημένο μαχαίρι στο μάτι, δεν είμαι πια καβλωμένος, ούτε πριν ήμουν, απλά θα ‘θελα να ‘μουν· φοβάμαι, είμαι ο αποκάτω· έχει ήλιο σήμερα, βλέπουν ήλιο και τρέχουν στα παγκάκια μ’ ανοικτά τα κουμπιά στα πουκάμισα, ουρές στα παγκάκια, παντού ουρές, τόσο κρύος αυτός ο ήλιος, ψυχρό και θερμό φως -ψυχροί και θερμοί όζοι, τυλίγομαι στο σεντόνι -το πάπλωμα πετάει στο ταβάνι, η τομή μου θέλει αλλαγή, μια χαρακιά στο λαρύγγι, πολυοζώδης βρογχοκήλη, σήμερα όμως δε βρέχει, τουλάχιστον δε βρέχει, εδώ ποτέ δε βρέχει, ποτέ, όντως, από το άλλο δωμάτιο μυρίζει γκάζι, τυλίγομαι με το σεντόνι και πατάω στο πάτωμα, στο άλλο δωμάτιο το φως είναι αναμμένο και το μπόιλερ κάνει θόρυβο, σε δέκα λεπτάκια-ένα τέταρτο θα ‘χει όσο νερό θες, το πάτωμα είναι στρωμμένο κατακίτρινα φύλλα, πλάτανος: το φύλλο του οποίου κοσμεί τη σημαία του Καναδά, με τα δάκτυλα του ποδιού ανασηκώνω μερικά να δω αν είναι αληθινά, από τα στόρια μπαίνει φως, οι κάργιες περιμένουν στο φράκτη, στην ουρά, αν δεν τα βάλεις τα μακαρόνια αμέσως κάτω από κρύο νερό κολλάνε -πώς το τρως αυτό το πράγμα πουλάκι μου; το τηλέφωνο καλεί ρυθμικά, ντριν-ντριν ντριν-ντριν, ύστερα η γραμμή πέφτει, σκατά, πώς θα μιλήσουμε σήμερα; μια απλώστρα, ένα πατάκι στο μπάνιο, α, και καθρέφτη, πιάτα, ποτήρια, όλα σου λείπουν, κοροϊδία, με κορόιδεψε και φορούσε στο χέρι χρύσο δαχτυλίδι με ψεύτικα μπριγιάν, στο δεξί, δεν ήταν στης καρδιάς, πάλι καλά, ούτε κι οι λέξεις απ’ το στόμα μου βγαίνουν καλά, μασάω τα ‘l’ Ρουθ, μασάω τα ‘l’ Τζούντυ, σκέφτομαι να πάρω πέτρες απ’ την αυλή μου και να παριστάνω το Δημοσθένη, τόσα όλα κι όλα τα γιατροσόφια που ξέρω.

2 σχόλια:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Καλογραμμένο, ως συνήθως. Μου έκανε κάτι δυσάρεστο, κάτι σε ναυτία, φαντάζομαι πως έτσι πρέπει να είναι. Ένιωσα την ανάγκη να πιαστώ από κάπου, από την κουπαστή κάποιας σκάλας ας πούμε, για να μη ζαλιστώ και πέσω.

Άκης είπε...

Ευχαριστώ για την ανάγνωση,

είμαι πολύ ικανοποιημένος που το κείμενο πετυχαίνει αυτό για το οποίο φτάχτηκε.