Επέστρεφε σπίτι από τα γαλλικά κάνοντας μια ακόμη μακριά βόλτα. Περπατούσε κατα μήκος της κατάφωτης Τσιμισκή. Τρία τέσσερα τετράγωνα πριν την Έκθεση τα κίτρινα φώτα έμοιαζαν να καμπυλώνουν στο χώρο. Να λυγίζουν υπό την πίεση μιας απόκοσμης δύναμης. Να στρίβουν αριστερά σ’ένα στενό. Μπορεί και να μην ήταν εκεί το στενό αυτό χθες. Δεν μπορούσε να το πει με βεβαιότητα. Με ορθάνοικτα μάτια έστριψε. Το στενάκι έμοιαζε να φαρδαίνει όσο προχώραγε. Οι τοίχοι κυρτώνονταν, ζήταγαν ν’απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον. Περπατούσε με σιγουριά και παρατηρούσε πως τα κίτρινα φώτα δυνάμωναν, παρά το ότι έπρεπε να διαπεράσουν τώρα και το θαλλερό φύλλωμα από τις λεύκες που έφτιαχναν πυκνές συστάδες στα δυο απέναντι πεζοδρόμια. Περπατούσε στη μέση του δρόμου, έφερνε αργές στροφές γύρω από τον άξονα του κορμιού της σαν εκστασιασμένος δερβίσης. Ποιά ταινία εκτυλισσόταν γύρω της; Το σκηνικό ήρθε να συμπληρωθεί απ’το χιόνι. Οι λεύκες έριχναν πυκνές νιφάδες από τα άνθη τους και τα φώτα ανακλώνταν στη στιλπνή τους επιφάνεια. Η Αριάδνη στεκόταν πια στη μέση του κυλινδρικού πηγαδιού που όριζαν οι πρώην αντικρυστοί τοίχοι, με δεκάδες λεύκες να την περιβάλλουν και κίτρινα φώτα να τη λούζουν. Δεν έκλεισε στιγμή τα μάτια. Ένιωθε ανάλαφρη. Λαμπίριζαν τα ανοικτόχρωμα ρούχα της. Ο μίτος κόπηκε. Απόψε δε θα γυρνούσε σπίτι. Τόσο φως.
1 σχόλιο:
Αυτη τη στιγμη πόσο θα ηθελα να ημουν στη θεση της...
Δημοσίευση σχολίου