Τρίτη, Ιουνίου 19, 2007

Μπλε γυαλί


Όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Μισέλ Φάις, στο HOTEL Memory-Ένοικοι Γραφής
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΤΩ, ΕΥΘΕΙΑ ΚΑΤΩ. Τρίγωνα, πολύγωνα ακανόνιστα, τραπέζια με ασύμμετρες πλευρές. Ανακατεύονται. Πρώτα το ένα, μετά δυο απ’ τ’ άλλα, μετά κάποιο τρίτο. Πάντα ανάκατα, πάντα όμως το ένα να μην ακουμπά τ’ άλλο. Κι όλα μαζί ξεκινούν απ’ την παραλία και στρώνουν δρόμο που διακλαδίζεται στα Ματογιάννια. Έτσι έφτασα μέχρι την άκρη, στη Μικρή Βενετία: ακολουθώντας ευλαβικά τα σχήματα. Ξαπλώθηκα με το πρόσωπο προς τα πάνω. Πρώτη φορά τόσην ώρα. Έπιανα καμιά δεκαριά τρίγωνα και πολύγωνα και τραπέζια. Λίγο μ’ έπαιρνε το νερό απ’ το κύμα στο μάγουλο. Θυμάμαι να τινάζω τις λάσπες απ’ τα μπατζάκια μου. Έβρεχε πριν λίγο. Δε μ’ ένοιαξε. Τώρα με ραντίζει αλατόνερο. Ούτε αυτό με νοιάζει. Κι ύστερα άρχισε η τελετή. Οι γυναίκες ακουμπούσαν ερωτικά γύρω μου τα μπλε διάφανα ποτήρια. Χάμω. Όλο μπλε γυαλί και δυο καράφες μπλε γεμάτες ως τα χείλη. Απ’ τον ουρανό με ραίνουν άνθη ποτισμένα στο οινόπνευμα. Ο ήλιος πέρασε. Ο ήλιος ξανάρθε. Άρχιζε να καψαλίζει το χώμα. Οι άντρες καλύψαν τα μάτια τους με σκούρα γυαλιά, τα μπράτσα τους με λινάρι. Κάποιοι γονατίζουν, ακουμπούν τα χείλη στα μπλε ποτήρια και ρουφούν. Ξανά και ξανά. Σα σκύλοι. Με το ζόρι ξανασηκώνονται. Παραπατούν. Στροβιλίζονται με τα χέρια ανοιχτά μέσα σ’ ένα λευκό νέφος. Σα δερβίσηδες. Παιανίζουν τα σουραύλια, πάλλονται εκκωφαντικά τα τύμπανα. Οι γυναίκες ανοιγοκλείνουν τα χείλη και ρίχνουν τα κεφάλια πίσω εκστασιασμένες. Ανάβουν φωτιές. Κουνάω το κεφάλι δεξιά αριστερά. Όλα τα βλέπω μέσα απ’ το μπλε γυαλί. Διαθλάται η τελετή, στρογγυλεύουν τα κορμιά, θολώνουν τα πρόσωπα. Μετά γίνομαι άνθος κι εγώ. Αλαφρό σα φτερό. Ταλαντεύομαι καθως προσγειώνομαι άτσαλα στις πλάκες τις τρίγωνες και πολύγωνες και τραπέζιες. Παίρνω στο στόμα ένα ένα τα ποτήρια, πετώ το κεφάλι πίσω, τα ξανακουμπώ στη θέση τους. Οι μπλε καράφες αδειάζουν. Τα μπλε ποτήρια ξαναγεμίζουν. Τα χειροκροτήματα γίνονται ρυθμικά. Τα μπλε ποτήρια ξαναδειάζουν. Σε απόλυτη αρμονία με τις μουσικές. Κατεβάζω την τελευταία μου γουλιά όταν εκείνες παύουν πια. Ο ήλιος έχει ανάψει για τα καλά. Πιάνω μια ερωτική γυναίκα απ’ τις γάμπες. Με σπρώχνει. Βρωμάω καπνό και σέρνομαι. Τη βλέπω να περπατά το στενό. Ένα τακούνι σπάει. Τρεκλίζει λάγνα. Θα μείνω εδώ. Βαλμένος τ’ ανάσκελα. Να πιάνω κάμποσες πλάκες. Μια σκούπα με παίρνει λίγο στα πλευρά. Δε με νοιάζει. Σκατά έγινα. Αλοιφή. Με το μπλε γυαλί αγκαλιά. Ένα τέτοιο μάλιστα μου ‘σκισε τη φτέρνα. Πονάω. Όλοι έχουμε το αδύνατο σημείο μας. 

Βασισμένο στο ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου “Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός”

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2007

Ο μίτος της Αριάδνης


Επέστρεφε σπίτι από τα γαλλικά κάνοντας μια ακόμη μακριά βόλτα. Περπατούσε κατα μήκος της κατάφωτης Τσιμισκή. Τρία τέσσερα τετράγωνα πριν την Έκθεση τα κίτρινα φώτα έμοιαζαν να καμπυλώνουν στο χώρο. Να λυγίζουν υπό την πίεση μιας απόκοσμης δύναμης. Να στρίβουν αριστερά σ’ένα στενό. Μπορεί και να μην ήταν εκεί το στενό αυτό χθες. Δεν μπορούσε να το πει με βεβαιότητα. Με ορθάνοικτα μάτια έστριψε. Το στενάκι έμοιαζε να φαρδαίνει όσο προχώραγε. Οι τοίχοι κυρτώνονταν, ζήταγαν ν’απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον. Περπατούσε με σιγουριά και παρατηρούσε πως τα κίτρινα φώτα δυνάμωναν, παρά το ότι έπρεπε να διαπεράσουν τώρα και το θαλλερό φύλλωμα από τις λεύκες που έφτιαχναν πυκνές συστάδες στα δυο απέναντι πεζοδρόμια. Περπατούσε στη μέση του δρόμου, έφερνε αργές στροφές γύρω από τον άξονα του κορμιού της σαν εκστασιασμένος δερβίσης. Ποιά ταινία εκτυλισσόταν γύρω της; Το σκηνικό ήρθε να συμπληρωθεί απ’το χιόνι. Οι λεύκες έριχναν πυκνές νιφάδες από τα άνθη τους και τα φώτα ανακλώνταν στη στιλπνή τους επιφάνεια. Η Αριάδνη στεκόταν πια στη μέση του κυλινδρικού πηγαδιού που όριζαν οι πρώην αντικρυστοί τοίχοι, με δεκάδες λεύκες να την περιβάλλουν και κίτρινα φώτα να τη λούζουν. Δεν έκλεισε στιγμή τα μάτια. Ένιωθε ανάλαφρη. Λαμπίριζαν τα ανοικτόχρωμα ρούχα της. Ο μίτος κόπηκε. Απόψε δε θα γυρνούσε σπίτι. Τόσο φως.