Ὅταν μετὰ αἰῶνες οἱ σκαπάνες
σ´ἀρχαῖο τάφο βρίσκοντας τὰ ὀστά μου
δοῦνε πάνω τους νὰ φωσφορίζει τ´ ὄνομά σου
ἄραγε θὰ ξαφνιαστοῦν;
θὰ καταλάβουν;
—Έκτωρ Κακναβάτος, In Perpetuum
Είδες παράξενο όνειρο, αν και δεν πιστεύεις στα όνειρα, δεν είναι άλλωστε τίποτα άλλο παρά απεικονίσεις νευρωνικών εκκενώσεων στο κοιμώμενο οπτικο σου νεύρο, σωστά; Από το διαμέρισμα από πάνω ακούγεται πιάνο να παίζει ένα βαλς. Θυμίζει Chopin. Είδες παράξενο όνειρο—ήταν όντως πολύ παράξενο!—ένιωθες ότι αν ξυπνήσεις δεν θα μπορείς να κινήσεις τα άκρα σου, ότι θα έχεις εκατόν πενήντα σφυγμούς και βάλε. Έκανες ντους, δεν ήσουν σπίτι σου, ούτε σπίτι της, χτύπησε το κουδούνι, ήταν σκοτάδι έξω, αλλά σίγουρα δεν ήταν βράδυ, ούτε όμως πολύ νωρίς το πρωί. Είναι απλά σκοτάδι, σκέφτηκες. Ο ήχος από το κουδούνι σε έβγαλε από το μπάνιο, φορούσες πάντως όλα τα ρούχα σου, εκείνα που προτιμάς όταν ταξιδεύεις: μπλε τζην, λευκό πουκάμισο κάτω από φαρδύ πουλόβερ, κασκόλ και καπαρντίνα. Δεν περίμενες κάποιον, αλλά ήθελες να χτυπήσει το κουδούνι. Δεν είχες κανονίσει ταξίδι, όμως έφευγες, ένιωθες εκείνο το πετάρισμα στο στομάχι που σε πιάνει πριν από κάθε αναχώρηση, οπότε ήθελες σαν τρελός να χτυπήσει το κουδούνι, κι ας μην περίμενες κανένα, κι ας μην είχες σκοπό να φύγεις ταξίδι, κάτι που η αμφίεσή σου αμφισβητούσε έτσι κι αλλιώς, ήθελες να είναι εκείνη, να σε βάλει στο τρένο και να σε πάει στο αεροδρόμιο, να σου τακτοποιήσει το γιακά της καπαρντίνας, να σε φιλήσει στα μάτια, να σε σπρώξει προς τον έλεγχο διαβατηρίων. Το κουδούνι χτύπησε μόνο μια φορά κι εσύ, για πρώτη φορά στα τριαντά τρία χρόνια σου—από ένστικτο επιβίωσης ή από περιέργεια άραγε;—, κοίταξες από το ματάκι της πόρτας να δεις ποιός είναι. Είδες μια σκιά. Άκουσες ένα θόρυβο: μέταλλο που τρυπά το ξύλο. Ένιωσες θερμότητα δια της τριβής να ζεσταίνει το μέτωπό σου, ανάμεσα στα μάτια. Ζαλίστηκες, δε σε κρατούσαν τα πόδια σου, ήταν όμως μόνο ένα όνειρο, σωστά; Ξύπνησες. Και ήταν σκοτάδι, δεν ήταν βράδυ, ούτε πολύ πρωί όμως ήταν, είναι απλά σκοτάδι, σκέφτηκες. Δε μπορούσες να κινήσεις τα άκρα σου και είχες εκατόν πενήντα σφυγμούς, και βάλε. Ήσουν ντυμένος με τα ρούχα που προτιμάς όταν ταξιδεύεις: μπλε τζην, λευκό πουκάμισο κάτω από φαρδύ πουλόβερ, κασκόλ και καπαρντίνα. Τώρα όμως περιμένεις να χτυπήσει το κουδούνι κι ας μη μπορείς ν' ανοίξεις. Την περιμένεις. Να σου τακτοποιήσει το γιακά της καπαρντίνας, να σε φιλήσει στα μάτια, να σε σπρώξει προς την έξοδο. Αν είναι να έρθεις ποτέ σε μένα, έλα τώρα, λες, χωρίς όμως να χρησιμοποιείς λέξεις από φωνήεντα και σύμφωνα. Το πιάνο στο διαμέρισμα από πάνω παίζει ξανά και ξανά το ίδιο βαλς. Στην τσέπη σου έχεις ένα νόμισμα που σου είχε φέρει από το μόνο ταξίδι της στο Λονδίνο.
2 σχόλια:
Τώρα τελευταία, αυτά που γράφεις είναι μαγικά. Ή μήπως θά 'πρεπε να πω ονειρικά; Μπα, μαγικά, όπως λέμε μαγικός ρεαλισμός και ούτε που νιώθουμε την αντίθεση.
(Άσχετο, αλλά πάντα με ξένιζε η καμπαρντίνα, και η καπαρντίνα ακόμη περισσότερο. Νιώθω πως "θα έπρεπε" να είναι γκαμπαρντίνα, από το gabardine. Αλλά τα λεξικά βέβαια διαφωνούν μαζί μου.)
Merci!
(πάντως μαγικό ρεαλισμό δεν το λες, αλλά δεν ξέρω και πως το λες όλο αυτό...)
Δημοσίευση σχολίου