Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2011

Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου




Τα απογεύματα του χειμώνα ήταν τα πιο δύσκολα. Κυρίως επειδή νύχτωνε πολύ νωρίς. Ένα τέτοιο απόγευμα, υπό δυνατή βροχή, περπατούσε προς τη στάση του λεωφορείου. Είχε αφήσει το ποδήλατο κλειδωμένο στο Τμήμα Βιοχημείας. Σπάνια έκανε ποδήλατο υπό βροχή. Περνώντας μπροστά από το μικρό καφέ απέναντί από το κολλέγιο Lincoln επιβράδυνε. Του έκανε εντύπωση η μεγάλη τζαμαρία, θολωμένη από τα χνώτα των θαμώνων. Στο κλουβί του δεν τον περίμενε κανείς. Έκλεισε την ομπρέλα και μπήκε. Κάθισε δίπλα στη θολωμένη τζαμαρία. Περίμενε. Τον πλησίασε ένας υπάλληλος. Και του είπε ότι πρέπει να παραγγείλει πριν καθίσει. Είχε βαριά προφορά και δυσκολεύτηκε να τον καταλάβει. Σηκώθηκε. Πήγε μέχρι το ταμείο και πλήρωσε για ένα τσάι. Ύστερα επέστρεψε στη θέση του. Και με το μανίκι της ζακέτας του καθάρισε ένα μικρό κομμάτι της τζαμαρίας στο ύψος των ματιών του. Από την τσέπη του έβγαλε το κινητό του και το ακούμπησε δίπλα του. Σαν να περίμενε τηλέφωνο. Θυμήθηκε την αγγλίδα φοιτήτρια που οι γονείς του είχαν φέρει ένα καλοκαίρι—την έλεγαν Ρουθ. Να βελτιώσει τ’ αγγλικά του. Ήταν ακόμα στο δημοτικό. Θυμήθηκε πως επαναλάμβανε σαν κασσετοφωνάκι τα λόγια της μηχανικά περιμένοντας να τελειώσουν. «What is this? This is…» Θυμήθηκε πως όταν εκείνη έφευγε έμενε (επιτέλους) μόνος με την εικόνα του, κοκκινισμένου απ’ τον ήλιο, στήθους της.
Τότε ο υπάλληλος του έφερε το τσάι. Του ένευσε. Και πήρε το φλυτζάνι στα χέρια του. Η βροχή σταμάτησε. Οι δύο άλλες παρέες σηκώθηκαν σχεδόν συγχρονισμένα κι έφυγαν. Εκείνος κοιτούσε έξω από τη τζαμαρία μια παρέα φοιτητών. Δεκαοκτώ-είκοσι χρονών, ντυμένοι σαν ακαδημαϊκοί της δεκαετίας του ’30—τουίντ σακάκια, δετά σκαρπίνια, πλεκτές γραβάτες, όλα σε αποχρώσεις του καφέ. Ένας κάπνιζε μια ξύλινη πίπα. Ένας άλλος κρατούσε κάτι σκληρόδετα παλιά βιβλία. Ένας τρίτος ένα ταλαιπωρημένο ποδήλατο. Ο υπάλληλος είχε αρχίζει να σκουπίζει το μαγαζί. Και είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα. Ένιωσε το κρύο να τον χτυπάει στα πόδια. Κατάλαβε. Και κατέβασε το τσάι του με μια μεγάλη γουλιά. Βγήκε χαιρετώντας χαμηλόφωνα.
Μπαίνοντας στο σπίτι του είδε μια κασσέτα να ξεχωρίζει μέσα στο χαμό από μαύρες σακούλες στην είσοδο. Είχε ένα αυτοκόλλητο που έγραφε MTV Ηits 1991. Το ξεκόλλησε. Και την έβαλε στο μαγνητόφωνο. Τη γύρισε στην αρχή. Και πάτησε το rec. «Κατοικώ σε μια χώρα της οποίας δε μιλάω τη γλώσσα, ποιό Proficiency in English του Πανεπιστημίου του Καίμπρητζ, μια γλώσσα που το ‘όχι κι άσχημα΄ σημαίνει ‘υπέροχα’, που το ‘πολύ καλά’ πάει να πει ‘όχι και τόσο καλά’, που το ‘δε θα διαφωνήσω’ κραυγάζει ‘δε συμφωνώ’. Δε μιλάω λέξη. Μια γλώσσα όπου νεύρα, κλάμματα, ταχυκαρδίες, γαλήνη εκφράζονται στον ίδιο τόνο, στον τόνο εκείνο με τον οποίο δε μπορώ να συντονιστώ. Ούτε λέξη. Πες αγ-γλι-κά, επτά γράμματα, τρία φωνήεντα, τέσσερα σύμφωνα, είμαι ένας βουβός μετανάστης, κάθε λέξη που θέλω να χρησιμοποιήσω τη φέρνω στο στόμα μου, τη γυρνάω γύρω-γύρω σαν τον καπνό του τσιγάρου και καταλήγω να την καταπίνω. Όταν πάω να τη βάλω στο χαρτί από τον αριστερό μου ώμο κρέμεται ένα χέρι που δεν ξέρει να κρατάει στιλό, πες δεν κα-τα-λα-βαί-νω—πες! Είχα εναποθέσει, βλέπεις, όλες μου τις ελπίδες σε αυτές τις ξένες λέξεις, ότι θα με γλίτωναν από την αλήθεια, ότι θα την έκαναν να ξεφτίσει σαν τους σοβάδες των τοίχων στο κλουβί μου, όμως στον ξύπνιο μου είναι σαν να τραυλίζουν οι νευρώνες μου και να μη μπορούν να βάλουν τους σωστούς ήχους στη σειρά και στον ύπνο μου τους επαναλαμβάνω διαρκώς, σαν ποίημα που προσπαθώ να αποστηθίσω για σχολική γιορτή ή σαν το μουρμουρητό προσευχής ενός δήθεν άθεου, δύο χιλιάδες οκτώ, Νοέμβρης, δύο χιλιάδες δώδεκα, Γενάρης, τρία χρόνια και, τόσες χιλιάδες αποσιωπημένες λέξεις. Το τίμημα της μοναξιάς; Ή μήπως η απομαγνητοφώνησή της;» Το κουμπί του stop είχε ένα λευκό τετράγωνο επάνω, το οποίο είχε μισοσβήσει από τα πολλαπλά πατήματα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011

Πορνογραφία



What potions have I drunk of Siren tears,
Distill'd from limbecks foul as hell within,
Applying fears to hopes and hopes to fears,
Still losing when I saw myself to win!
 Shakespeare, Σονέτο 119


(Υπόγειο· παρέα οι φτερουγισμένοι· σκοτάδι, δωμάτιο τετράγωνο· μια αναμμένη λάμπα κρέμεται από το πανύψηλο ταβάνι)

-Σ’ αρέσει; Φάε λίγο. Ορίστε.
-...
-Φάε. Σε παρακαλώ.
-...
-Ξέρεις σε τί κόπο μπήκα να το βρω; Ποτισμένο με νερό τ’ Αχέρωντα στη ρίζα—τί μαλακίες άκουσα για να το πάρω. Έλα, να.
Με τα πολλά παρακάλια πήρε μια φέτα στα χέρια. Την έφερε στο στόμα.
-Μπράβο. Κοριτσάκι μου εσύ.
Δε νομίζω ότι με άκουγε. Μάτια κλειστά. Ζουμιά που τρέχαν από το στόμα στο στήθος της.

-Μμμ...
-Σου ‘χω πεί... πόσο μ' αρέσει το καρπούζι;
Κι άλλη μια φέτα καρπούζι. Κι άλλη. Ολόκληρη το στόμα. Κι άλλη. Και τα κουκούτσια στο πιάτο. Όλα τα δάκτυλα πασαλειμμένα. Κι αυτά στο στόμα.
-Εμένα; Τίποτα εμένα;
Ο ιδρώτας μου έσταζε στο πρησμένο φερμουάρ του παντελονιού μου. Το στόμα της κολλούσε απ’ τη ζάχαρη. Έβγαλε τη γλώσσα της. Με την ακρούλα πέρασε το στόμα της γύρω-γύρω (πορνό στον άλλο κόσμο· κι ένας γάτος αποδίπλα). Σώθηκε το καρπούζι.
-Ό,τι δροσίστηκες δροσίστηκες.
-Μμμ...
Δεν έκανε το παραμικρό. Μόνο πού και πού άνοιγε τα πόδια και μου θύμιζε το φύλο της. Παρά τα άγουρά της στήθη.
-Ας παίξουμε τους εραστές, είπε ξαφνικά.
Δεν κρατήθηκα.
Μετά μύρισε πράσινο σαπούνι, καπνός τσιγάρου και γλυκό καρπούζι. Στο στόμα μου ξέμεινε μια γεύση από γάλα μητρικό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Xωρίς σκοπό




Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε
-Φ. Πεσόα (ενδεδυμένος Μπ. Σοάρες)


(Τα παιδικάτα μου άνοιξαν βρυσούλα και τρέχουν νεράκι στη μνήμη μου: λουλούδια της άνοιξης στις λευκές πετσέτες, ρούχα κυλισμένα στο γρασίδι, λεκέδες από μαρμελάδα σύκο. Μόνο εκείνος ο θόρυβος από τα φύλλα των εβραϊκών εφημερίδων, ολόκληρα τραπεζομάντηλα, κι οι πεισματικές αναγνώσεις απ’ την Τορά, πατικωμένα χρόνια στο πατάρι, δεν λένε να χαθούν)
Κάποιες φορές την Άνοιξη το ‘σκαγα από το σχολείο. Φορούσα πουλόβερ μπλε πάνω από λευκό (κολλαριστό) πουκάμισο, γκρι φαρδύ παντελόνι και ριγέ γραβάτα (αφόρητη θηλειά στο λαιμό μου). Έτρεχα όσο να ιδρώσω και σταμάταγα όταν πια μ’ εγκατέλειπε η αναπνοή μου -αυτό με έφερνε σχεδόν πάντοτε μπροστά από ένα κτήμα με στάχυα. Ένα μπόι ψηλότερα από μένα, πρώιμα, ποτισμένα στην υγρασία. Περνούσα ανάμεσα, έφτανα ως τη μέση περίπου, τα ‘στρωνα και ξαπλωνόμουν πάνω τους. Είχα γύρω μου ένα τείχος από αφράτη παπαγαλί μαρέγκα και μ’ έκρυβε. Άναβα τσιγάρο κλεμμένο απ’ τους θειούς μου (οι δικοί ούτε το είχαν δοκιμάσει ποτέ). Τριβόμουν σαν το γατί. Κουλουριαζόμουν σαν το έμβρυο. Φούμαρα σαν το θεριακλή. Κάποιες φορές έβαζα στο ένα μάτι μια καρέλα και παρατηρούσα τον ουρανό χωρίς σκοπό.
Χωρίς να κανω τον κόπο να τιναχτώ, να ισιώσω το γιακά ή να ξανασφίξω τη γραβάτα έσερνα το λερό σαρκίο μου μέχρι το σπίτι: ίσια στην πορσελάνινη αστραφτερή μπανιέρα και τη σκληρή βούρτσα.