Σάββατο, Οκτωβρίου 16, 2010

Στα σύννεφα




η επαύριο της Δημιουργίας;

Σ’ ένα αφράτο, στρουμπουλό σύννεφο κάθεται μπρούμυτα, με το κεφάλι ακουμπισμένο μέσα στις παλάμες του και τους αγκώνες να καρφώνονται στους λευκούς βόστρυχους του νέφους. Συννεφάκι τόσο δα. Μικρό προσωπικό σύννεφο. Σχεδόν ιδιόκτητο. Μια ιδιότυπη εξορία. Το δέρμα του αγγελικό. Κατάλευκο, άτριχο, γυαλιστερό κι αρυτίδιαστο. Τα μάτια καταγάλανα, πιο μπλε κι απ’ του ουρανού. Και τα μαλλιά του… αχ, τα μαλλιά του. Μπούκλες από χρυσάφι. Χρυσάφι τέτοιο που φωτίζεται η νύχτα, των από κάτω η νύχτα, αφού εδώ είναι πιο ψηλά απ’ τον ήλιο, πιο αλλού απ’ το σύμπαν, πιο μακριά απ’ το πουθενά κι είναι πάντα κάπως σαν μέρα. Ξεσκαλώνει το’ να χέρι κάτω απ’ το κεφάλι και με χάρη αγγελική ξύνει το τουρλωτό κωλαράκι του. Ύστερα τη λιλιπούτεια μύτη του. Κοιτάξτε τον. Ούτε ρυτίδα, ούτε σημάδια, ούτε φακίδες. Δάκτυλα αέρινα, αν και κάπως κοντά. Μόνο το ύφος του κάπως προδίδει την ιστορία του. Είναι μονίμως συνοφρυωμένο το αγγελάκι και την καμπύλη απ’ το στόμα και τα μάγουλά του, αχ, τι μάγουλα ρόδινα, την ακολουθούν και τα φτερά του. Φύονται από τις δυο του ωμοπλάτες και γυρίζουν πένθιμα προς τα κάτω, τόσο πένθιμα που θαρρείς θα στάξουν δάκρυα. Θυμάμαι κάποιος κάποτε έλεγε πως όταν βρέχει κλαίει κάποιος άγγελος. Τι ωραίο! Τώρα ανασηκώνει ελαφρά τη λεκάνη του, τινάζει τη χρυσαφένια κόμη, πεταρίζει τα φτερά του. Αναριγεί. Δε βολεύεται. Παραείναι μαλακό κι άνετο αυτό το συννεφάκι κι αυτός δεν το κουνάει από’ δω. Η εξορία του στο Βασίλειο των Ουρανών. Δεν ανήκει πλέον στους αγγέλους. Το καταλαβαίνει κανείς από την απουσία των κατάλληλων διακριτικών. Δεν κρατά ρομφαία, εξαπτέρυγο, μεταξωτή κορδέλα, ούτε καν εκείνα τα βέλη με την απόληξη καρδιάς--και τι καρδιά, μυτερή, θανατηφόρα, πασπαλισμένη με το δηλητήριο του έρωτα. Κι είναι ολόγυμνο, ούτε καν εκείνο το λευκό μισοφόρι που οι πρώην όμοιοί του τυλίγουν γύρω από τη μέση -δεν κάνει να φαίνεται το άφυλο γυμνό των αγγέλων. Έτσι είναι. Πλάσματα άφυλα, άκακα, απεσταλμένα του Κυρίου. Αυτός ο αγγελάκος όμως εξέπεσε του αξιώματος αυτού. Λάθος κατασκευαστικό. Ξύνει τώρα το σημείο της μέσης του όπου τον γαργαλό το φτερό του όπως πενθεί. “Γαμώ το Θεό μου, γαμώ”, αναφωνεί αναπάντεχα. “Πατέρα Κύριε των Ουρανών, γαμώ τον Πατέρα μου”, φωνάζει. Σηκώνεται όρθιος και σκοτεινιάζει. Μέσα από το αφράτο νέφος προβάλλει μια ατσούμπαλη φιγούρα. Όλα καλά κι αγγελικά ως τη μέση, ύστερα σεισμός. Στο όριο της καλοσχηματισμένης κοιλιάς προβάλλει άκομψα ένα παράταιρο προκοίλι, εκεί ακριβώς ξεφυτρώνουν και τα πρώτα δείγματα μιας θαμνώδους τριχοφυίας, η οποία φουντώνει και θεριεύει προς τα κάτω, στο βαρβάτο αρσενικό μόριο με την απίστευτη διάμετρο και τα ακανθώδη αρχίδια, στα ξερακιανά θεόστραβα κανιά του, στα κατάφυτα πέλματα με τα κιτρινόμαυρα, μακρουλά κι ακανόνιστα νύχια. Σεισμός. Σκύβει το ανουσιούργημα του Κυρίου κι ανασηκώνει ένα μπουκάλι μπύρα απ΄το κρυπτόν του νέφους. Με το κεφάλι ριγμένο πίσω κατεβάζει μια γενναία γουλιά. Ρεύεται. “Εγώ! Ο εξόριστος μαλάκας. Το παιδί ενός άλλου Θεού. Έτσι πατέρα;”, λέει με τη ματιά στηλωμένη στο άπειρο. “Μ’ έκανες σαν αυτούς τους σκατένιους που σε δοξάζουν; Τι σκεφτόσουν;”, λέει και ξαναλέει. “Μεθυσμένος θα’ σουν κι εσύ, τότε που’ φτιαξες αυτούς κι αργότερα που έφτιαξες εμένα. Επουράνιε πατέρα. Μέθυσε χωρίς συκώτι σαν το σπλάχνο σου το εξορισμένο. Επαίτη της λατρείας και της αφοσίωσης, πολιτικάντη της επουράνιας ζωής και παραμυθά της αιωνιότητας. Λαϊκιστή!” Ξανά πίνει μια γουλιά, κι άλλη. Ρουφάει αέρα. Πετά με μίσος το άδειο μπουκάλι στο κενό. Ξετρυπώνει μια μπύρα ακόμη και την ανοίγει με τους χρυσούς του γομφίους. Φτύνει το καπάκι απ’ το στόμα. Πίνει. “Κι αυτοί όμως τι αφελείς μαλάκες! Είδαν ποτέ κανένα να σώνεται απ’ τον θάνατο; Ένα φευγιό είναι κι αυτός. Άλλοι φεύγουν σ’ άλλη χώρα, σ’ άλλο σπίτι, αλλάζουν δουλειά κι άλλοι απλά ζωή. Τη ζωή που τους έμαθες να φοβούνται, αφού τους έταξες άλλη δήθεν πιο πραγματική μετά την πραγματική τους. Κι ας ήταν να τους το’ ταζες για τ’ όνειρο. Είναι τσάμπα τα όνειρα και το ξέρεις…”, μασάει λίγο τα λόγια του όπως ακουμπά στα μεταξένια χείλη ένα στριφτό τσιγάρο και πασχίζει να τ’ ανάψει, “…αλλά όχι, Σωτήρα των ανθρώπων απ’ τους Ουρανούς, Εσύ έβαλες και τους δικούς σου όρους. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τους έπλασες τους ταπεινούς ανθρώπους, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τους καταστρέφεις. Τους έβαλες όρια στο φευγιό, τους έβαλες αστυνόμους με ράσα, τους έστειλες γράμματα κι εντολές. Τους έστησες το δόκανο κι εκείνοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ηλίθιου Δημιουργού πιάστηκαν. Ωραίοι τύποι”. Δε σταματάει να λέει μέσα στο μεθύσι του ο μισός άγγελος μισός άνθρωπος. “Και τώρα Θεέ που τα πάντα πληρείς, τώρα που ξεπετάχτηκε ετούτο το υβρίδιο τι λες; Λες θαύμα! Σαν αυτά που πλασάρεις με κόλπα ταχυδακτυλουργού στο ποίμνιό σου. Βέβαια θαύμα, τι άλλο; Κι ύστερα εξορίζουμε το θαύμα εμείς οι θαυματοποιοί, το σταυρώνουμε ως άλλο μάρτυρα θεάνθρωπο και η ζωή συνεχίζεται. Κι αν κάποτε από τον ελικοειδή γαλαξία των καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν πιστών σου φτάσει καμμιά αναρώτηση για την άλλη ζωή, τη σκληρή πίστη, την ανελέητη λύτρωση και τη γεμάτη πόνο αναμονή του θανάτου τι τηλεγράφημα στέλνεις Πατέρα; Λες ο Θεός δεν περιορίζει τον άνθρωπο -ΣΤΟΠ- πιστεύει στη βούλησή σας (ζώα) -ΣΤΟΠ- θα σας σώσει όταν έρθει ο καιρός (ευκολόπιστοι βούβαλοι) -ΣΤΟΠ. Αυτά κυρήττεις. Τέτοια τάζεις αόριστα κι εγκληματικά. Κι οι άγγελοί σου μια στρατιά από άφυλους φλώρους που όλη μέρα χαϊδεύονται και χασμουριούνται…”. Διακόπτει τον ειρμό του με μια γουλιά χλιαρής μπύρας, χαϊδεύει το πηγούνι του με απορία. Ξέχασε που το πήγαινε. Πήρε μια τζούρα ακόμα απ’ το τσιγάρο. Θόλωσε το μυαλό που έκρυβαν οι χρυσαφένιες μπούκλες. Έχει σκληρό κύμα στο ολογάλανο βλέμμα του. Έχει μια ρυτίδα θυμού στο αψεγάδιαστο μέτωπό του. Κι ενώ τα παχουλά του χεράκια μετά βίας έφτασαν ν’ αγκαλιάσουν το συγκλονιστικό του πέος, σε χρώμα μαύρο, η μέση του κυρτώθηκε και προτάχθηκε η λεκάνη του επιδεικτικά, στηρίχθηκε στα τριχωτά του πόδια με το στριφτό στα χείλη, αναρίγησε κι ένα πυρόξανθο υγρό σκόρπισε στο κενό. “Τους κατουράω τους ηλίθιους ακολούθους σου και τους γλείφτες δοξαστές σου, μπας και ξυπνήσουν απ’ τα αγγελικά μου ούρα”, είπε και ένα γαργάλημα σκαρφάλωσε στην αγγελόφτιαχτη σπονδυλική του στήλη.

1 σχόλιο:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Το "πληροίς" θέλει όμικρον γιώτα (πληρόω-πληρώ). Κατά τα άλλα άψογο.

Λοιπόν ναι, τώρα που διαβάζω αυτό, τα ελληνικά σου είναι πολύ πιο πλούσια, σε λεξιλόγιο κι εκφράσεις. Τα αγγλικά μοιάζουν ακόμη κάπως αγκυλωμένα. Συνέχισε, καλά τα πας! :-D