Κυριακή, Μαΐου 16, 2010

Η νυσταλγός


στο Ν. Εγγονόπουλο
Υγρασία, ζέστη. Ιδρώτας, χνώτο. Ανέβαινα με τα πόδια το δρόμο πλάι στον ποταμό Κάμο. Πριν τη γέφυρα δεξιά προς το κάστρο. Έβαλα το χέρι αντίηλιο στο μέτωπό μου. Δεν μπορούσα να πάω πολύ γρήγορα, στο ένα μου χέρι κράταγα τον εσπρέσσο. Στην άκρη της ανηφόρας την είδα, ζαρωμένη στο παγκάκι της. Μια γκρι φιγούρα μικροσκοπική κι απέναντι η πύλη Κάραμον με το σκαλιστό αέτωμα και τα χρυσά εξαρτήματα. Πελώρια, μεγαλοπρεπής, αιώνια. Κι η Κίμικο αιώνια. Χρονών ενενήντα επτά. Πλησίασα εγώ από τη μια, ο Τοκάι από την άλλη. Συναντιόμαστε πάντα στο παγκάκι της. Έκανα μια μικρή υπόκλιση με τη μέση, χαμογελώντας. Της πρότεινα το κόκκινο χαρτοπότηρο με τον εσπρέσσο. Απάντησε με ένα βύθισμα του κεφαλιού. “Αρίγκατο γκαϊτζίν(1)”, μου είπε πριν τον αρπάξει. Η σκηνή, και την έβλεπα καθημερινά, μου προκαλούσε συνεχώς έκπληξη. Μια γηραιά γιαπωνέζα, καθισμένη σ’ένα βαθυπράσινο παγκάκι κάτω από τον ίσκιο ενός πεύκου. Τα πόδια της πρησμένα ως τα γόνατα, δεν φτάναν ν’ακουμπήσουν το πλακόστρωτο. Το φόρεμα αυστηρό, μονοκόμματο, γκρι σκούρο, φτάνει ως το λαιμό. Κλείνει σταυρωτά με κουμπιά και στις δυο πλευρές. Τα μαλλιά μαζεμένα πίσω, στερεωμένα με δυο λεπτά σουβλιά από καύκαλο χελώνας. Στητή και στο χέρι εσπρέσσο. Δίπλα της κι ο Τοκάι. Ένας μαραθωνοδρόμος στο Κιότο.
Έτσι ακριβώς τον γνώρισα. Ταξίδι στην ιστορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Νιππόν(2), μόνο αυτό είχα αποστηθίσει. Δέκα χρόνια πριν. Τουρίστας. Πάλι στη γέφυρα του Κάμο με τον οδηγό στο χέρι. Έδειχνα χαμένος. Ήμουν όντως χαμένος. Μικρά βήματα ρυθμικά πλησιάζουν απ’την πλάτη μου. Μ’ άκουμπάει στον ώμο μ’ ένα χέρι αποστεωμένο. Ζεστό άγγιγμα. Γύρισα να δω ποιός είναι. Με κοντό σορτσάκι, κάθιδρος κι αδύνατος σα σκιά, έμοιαζε με μαραθωνοδρόμο που λοξοδρόμησε σ’ αυτά τα νησιά της Άπω Ανατολής. Δεν είχα συναντήσει ούτε έναν ιάπωνα που να πρόφερε πάνω από δυο λέξεις αγγλικά. “Σότο(3)”, μου είπε όταν του’δειξα το χάρτη, φέρνοντας τις τεντωμένες παλάμες του απότομα πολύ κοντά τη μια στην άλλη. Κι όμως, συνέχισε στ’αγγλικά και προσφέρθηκε ευγενικά να μου δώσει οδηγίες για το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Με πήγε χαμογελαστός ως εκεί. Προσφέρθηκε μάλιστα να μου πληρώσει το εισιτήριο. “Είναι ακριβούτσικα εδώ”, μου είπε. Αρνήθηκα, σκεπτόμενος λίγο καχύποπτα. Εκείνος χαμογέλασε για άλλη μια φορά. Φέρθηκε με τρόπο δυτικό κι αντιπαρήλθε την προσβολή. Σ’ όλο το δρόμο μου’λεγε για τον Τσόμσκι. Πως ήταν συμφοιτητές, πως πήραν διδακτορικό μαζί. Γλωσσολόγοι κι δυο. Τα καλύτερα λόγια. Ο Τοκάι γύρισε σπίτι του. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο τις καθημερινές και τα σαββατοκύριακα τρέχει από το πάρκο Νισιγκιογκόκου έως την άλλη άκρη της πόλης, στο ιερό Καμιγκάμο. Κι όταν χρόνια μετά ήρθα κι εγώ στο Πανεπιστήμιο ως επιστημονικός συνεργάτης, βρεθήκαμε ξανά. Τρέχαμε μαζί στην αρχή. Έφτανα με το ζόρι ως το Αυτοκρατορικό πάρκο κι εκείνος συνέχιζε άλλο τόσο. Έκτοτε είναι η φωνή που γεφυρώνει τον κόσμο μου με αυτόν της Κίμικο.
“Μιλάω μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο της λησμονημένης πλέον πόλης που πάνω της στέκεται τώρα το Κιότο”, ήταν οι πρώτες κουβέντες της γριάς Κίμικο. Μετάφραζε ο Τοκάι, εγώ σημείωνα. “Αυτήν τη νοσταλγώ κι είμαι η μόνη. Θα σας λέω μιαν ιστορία που είναι η πιότερο όμορφη σ’αυτή την πλευρά της θάλασσας. Όμως να ξέρετε πως ετούτες οι μνήμες δε μ’αφήνουν να κλείσω τα μάτια. Έχω να κοιμηθώ από όταν τα πουλιά της μνήμης μου έστειλαν ξανά τούτα τα λόγια. Τόσο παλιά που ήταν ακόμη αθώοι ο αριθμός σι κι ο αριθμός κου(4)”. Κάθε λίγες λέξεις, που ο Τοκάι ζοριζόταν αφόρητα να μεταφράσει από την ημιθανή και παραχαραγμένη διάλεκτο, η Κίμικο κατέβαζε τα βλέφαρα. Νυσταγμένη, με το κουπάκι του εσπρέσσο στα δυο χέρια, σχεδόν αποκοιμιόταν. Σωπαίναμε μην την ταράξουμε και την ίδια στιγμή ξυπνούσε έντρομη. Με τα δυο χέρια πλησίαζε το κουπάκι στα ξεραμένα της χείλη, έπινε μια κοφτή γουλιά από το δυτικόφερτο ρόφημα, καταριόταν κάποιο δαίμονα του ύπνου, συνέχιζε. “Στους κήπους της πόλης εκείνης φύτρωνε ένα πουλί που οι ντόπιοι το λέγαν μαγνόλια. Αστραφτερό χρυσοπράσινο χρώμα στο κεφάλι, πορφυρό δακτυλίδι στο λαιμό, λαμπερό καφετί φτέρωμα και τα πόδια χωμένα στη γη. Η εύφορη γη το αιώνιο κλουβί του”, διηγούταν. Κι ύστερα σηκωνόταν μ’έναν κουρασμένο πήδο απ’το παγκάκι, υποκλινόταν και βάδιζε προς το μικρό της σπίτι κάπου κοντά στη Σένμπον ντόρι(5). Την πρώτη φορά έκανα να την πάρω στο κατόπι. Με σταμάτησε ο Τοκάι. “Άστη να πάρει ανάσα”, μου είπε, “οι άνθρωποι εδώ μιλάνε όταν νιώθουν έτοιμοι και λένε τα πάντα”. Κι εγώ ξανάκατσα.
Κάθε μέρα λοιπόν εδώ. Με το σημειωματάριο μου, τα καλοξυσμένα μολύβια μου, τον ευγενικό μεταφραστή μου, τη γλυκόξινη γεύση που μου αφήνουν τα θραύσματα του παραληρήματός της. “Σ’εκείνη τη λησμονημένη πόλη ήμουν κι εγώ μαγνόλια, ψυθίριζε, με περιποιούνταν κόρες με λευκό δέρμα και χείλια ευαίσθητα σαν φύλλα ορχιδέας. Σ’εκείνη την πόλη οι κόρες φορούσαν πλατιά καπέλα, να τους κρύβει η σκιά το βλέμμα. Κι άμα περνούσαν δεκαέξι χειμώνες από πάνω τους, την πρώτη μερα της άνοιξης τις ξύπναγε ο άρχοντας Ισικάβα Ένσου. Κι ήταν η ώρα να μπλεχτούν τα χνώτα τους. Οι κόρες θύματα εξιλαστήρια της σκληρής αγάπης, ξαπλωμένες σε ψάθινα στρώματα”. “Εκείνος της νύκτας ασκητικός διαβάτης κι ο σπόρος του την αυγή υπερήφανος νικητής”, έλεγε κι έσπαγε η φωνή της. “Κι οι κήποι γέμιζαν μαγνόλιες ίδιες αδελφές”. “Αλίμονο αν κάποια αρνιόταν!”, φώναξε για μια στιγμή, “τότε ο δαίμονας, καυτός, την ονόμαζε νυσταλγό”. Σώπασε.
Μια φορά ο Τοκάι με ρώτησε γιατί επιμένω να κάθομαι ν’ακούω αυτά τα δύσκολα, τα φθαρμένα, τα διεστραμμένα. Δεν ήξερα τι ακριβώς να πω. Και του’πα το εξής: “Είμαι ζητιάνος όμορφων παραμυθιών”. Κι ήταν αλήθεια. Μετά του έδειξα με το δάκτυλο να σωπάσει. Η Κίμικο ξανάνοιξε τα μάτια, ρούφηξε τον καυτό καφέ των γκαϊτζίν που τόσο της άρεσε και συνέχισε από εκεί που είχε μείνει. “Μια κόρη με τους δεκατέσσερεις χειμώνες καρφιτσωμένους στο όμπι(6) της κουβαλούσε στις ευγενικές παλάμες της το ρόδι της χαράς. Πέρασε δυο μέρες κι άλλες τόσες νύκτες γυρνώντας στου κήπους με τις μαγνόλιες κι η πρώτη μέρα της άνοιξης είχε έρθει κι είχε φύγει. Ο Ισικάβα Ένσου πέρασε από την ψάθα της άπρακτος. Εκείνη την αυγή της τρίτης μέρας σύνθλιψε με τ’απαλά της δάκτυλα το ρόδι, γονάτισε κι άρχισε να λερώνει τα νύχια της με το χωμάτινο κλουβί που κράταγε δεμένες τις μαγνόλιες”. “Να πετάξουν ελεύθερα τα πουλιά”, είπε κι έδειξε ψηλά, “όπως εγώ”. “Μα πάνω στον αγώνα της, από τη στέρνα ξεπετιέται ο δαίμονας της λάβας!”. “Τον καλοσώρισε, του πρόσφερε τσάι, σύκα, φτερά πουλιών, φιλιά κι ανάσες”, έλεγε καθώς ξεπέζευε το παγκάκι και απομακρυνόταν με μικρά συρτά βήματα.
Την τελευταία μέρα που την είδα μίλαγε ακόμη πιο κοφτά από τις άλλες φορές, θυμωμένα. Φώναζε τις λέξεις στο τέλος κάθε πρότασης και ενδιάμεσα διαμαρτυρόταν πως νύσταζε, μα πονούσαν τα μάτια της από χιλιάδες καρφίτσες όταν τα’κλεινε. Πρώτη φορά διέκοπτε την αφήγηση να γκρινιάξει και τον εσπρέσσο τον άφησε απείραχτο στο παγκάκι. Όσο για την κόρη της ιστορίας η Κίμικο έλεγε κι εγώ σημείωσα τα εξής: “Είχε νυκτώσει στους κήπους της πόλης που έχασα. Η κόρη κυλιόταν ανάμεσα σε ξεριζωμένες μαγνόλιες αγκαλιά με το δαίμονα. Η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύση στο κορμί μου, του ψυθίριζε στ’αυτί. Το χνούδι στην πλάτη μου δονεί στα θερμά παρακάλια της ανάσας σου, στο βλέμμα σου ηχεί το νερό απ’τις πηγές των βουνών. Νοσταλγούσε τους προηγούμενους δεκατρείς χειμώνες”. “Τον παραπλανούσε να μην την ονομάσει νυσταλγό”, μας τόνισε διδακτικά η Κίμικο. Κι ο δαίμονας απάντησε. “Θα τσακίσω εγώ την αρνησιά σου, θα μαχαιρώσω τη μυστική σου καρδιά με τ’άσπρα μου σύννεφα που μαζεύονται στα μάτια σου. Μη φοβάσαι θα συνθλίψω το αυγό του φιδιού που κρύβεις στην αυλή σου. Μετά έριξε την κατάρα σε μια μαγνόλια που, ελεύθερη πια, τους κοιτούσε από τα κλαδιά ενός πεύκου”. “Τώρα η ψυχή μου ποθεί τη γαλήνη και μόνο”, μάθαμε πως είπε η κόρη. “Πείτε πόσοι νοσταλγοί ζητούν να γυρίσουν κι όμως στο τέλος δεν το έπραξαν μη τυχόν και ξανανοσταλγήσουν”, αναρωτήθηκε. Μετά την τελευταία λέξη η Κίμικο μίλησε για πρωτη φορά Κάνσαϊ-μπέν(7). Δε χρειάστηκα τον Τοκάι. Είπε, τραγουδιστά, πόσο πολύ νυστάζει. Έφυγε.
Δεν ξανάρθε στο παγκάκι και λίγο καιρό αφότου γύρισα στην Ελλάδα μου’ στειλε ο Τοκάι το τέλος της Κίμικο. Δε ρώτησα ποτέ πως το’ μαθε. Για μένα είναι και το τέλος της ιστορίας της. Να’ το. “Στον κήπο της μια αγριόπαπια κλώσσησε το αυγό του φιδιού. Μια πάπια με χρυσοπράσινο χρώμα στο κεφάλι, πορφυρό δακτυλίδι στο λαιμό και λαμπερό καφετί φτέρωμα. Αυτοκρατορική. Και το αυγό τετράκροκο, γέννησε τέσσερα φίδια. Μαύρες γυαλιστερές φολίδες κι ολόλευκα κεφάλια. Τα τρία πέρασαν από τον ξύλινο φράκτη στις γύρω αυλές. Το τελευταίο τρύπωσε στα στρωσίδια της. Τη δάγκωσε στη γάμπα. Πέθανε στον ύπνο της. Μ’έναν πόνο. Πρώτη φορά που κοιμόταν έτσι βαθιά”.

(1) Ευχαριστώ ξένε (δυτικέ).
(2) Ιαπωνία.
(3) Είναι κοντά (σε απόσταση).
(4) Σι, σημαίνει στα ιαπωνικά τέσσερα, όπως προφέρεται κι ο θάνατος. Κου, σημαίνει εννέα και ακούγεται σαν τις λέξεις πόνος, έγνοια. Οι προληπτικοί ιάπωνες αποφεύγουν τη χρήση των αριθμών αυτών ειδικά σε νοσοκομεία, δημόσιους χώρους κτλ.
(5) Οδός.
(6) Ζώνη παραδοσιακού κιμονό.
(7) Ιαπωνική σύγχρονη διάλεκτος, μελωδική, μιλιέται στο Κόμπε, το Κιότο και την Οσάκα.

5 σχόλια:

Β. είπε...

Δε νομίζεις ότι "νυσταλγός" είναι υπερβολικά ελληνικό λογοπαίγνιο για ιαπωνική ιστορία;

Κατά τα λοιπά, υποκλίνομαι... (κατά την ιαπωνική τελετουργία, δηλαδή όχι εντελώς...)

Άκης είπε...

Είναι--ας δικαιολογηθώ λέγοντας ότι γράφτηκε το 2005, όταν έβλεπα αλλιώς το παιχνίδι της γραφής.

Θα ανταποδώσω την υπόκλιση (κι ας μην ήταν βαθιά).

Yannis Petsas είπε...

Δε μπορώ τις υποκλίσεις... και δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται ή τι αντιλαμβάνεται ένας ξένος από έναν άλλο πολιτισμό, κάθε πράγμα στον τόπο του αν με καταλαβαίνεις.
Την έγραψες ωραία την ιστορία όμως και δεν φαίνεται ότι γράφτηκε πριν πέντε χρόνια.
Γιατί γράφεις αγγλικά τελευταία;

Άκης είπε...

μάλλον επειδή μένω πλέον στην Οξφόρδη και τα αγγλικά είναι η καθημερινότητά μου, πάντως τα κανονικά (μακροσκελή) γραπτά μου δεν θα μπορούσαν να είναι στα αγγλικά.

Ευχαριστώ για το σχόλιο και την παρατήρηση (κατά το ταξίδι μου στην Ιαπωνία το 2005 ένιωθα τόσο μακριά, μα τόσο γοητευμένος από τον πολιτισμό τους...)

Αόρατη Μελάνη είπε...

Μια χαρά είναι το νυσταλγός, ακόμη και για ιάπωνες. Άλλωστε είσαι έλληνας κι επιπλέον γράφεις ελληνικά. Όχι απλώς μια χαρά, υπέροχο είναι, μην το πειράξεις καθόλου!

θα τα εκδώσεις όλ' αυτά κάποτε?