Όταν ο Α. ξύπνησε κανένας δεν είχε αλλάξει θέση. Στέκοταν όλοι απαράλλαχτοι, γονατιστοί και τα κεφάλια ανάμεσα σε σουρωμένους ώμους. Δεν πρέπει να’ χε κοιμηθεί ούτε δέκα λεπτά. Ίσως πάλι και να’ χαν περάσει εικοσιτέσσερεις ώρες⋅ να’ χε ξημερώσει και βραδιάσει ξανά. Η χόβολη κάπνιζε. Ο αέρας είχε πέσει. Τον κοιτούσαν όλοι με μάτια γουρλωμένα. Ένιωθε πως κάτι έπρεπε να πει, αλλά ήταν το μυαλό του άδειο. Κόμπιασε ντροπιασμένος. Σφίχτηκε. Απάντησε ο εαυτός του αμέσως, «δεν φαίνονται ‘κείνα από ‘δω. Όσο κι αν στενεύεις τα βλέφαρα δε φαίνονται». Ο Α. δεν άκουσε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είχε ανάμεσα απ’ τα λόγια του ανάψει ένα ακόμα στριφτό και το ‘χε λαίμαργα ρουφήξει. Γλάρωναν τα μάτια του. Σιγά σιγά είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι όταν έφτασαν οι πρώτες ψιχάλες -είχε από ώρα αρχίσει να κλείνει ο ουρανός- τον νανούρισαν χτυπώντας τον στην πλάτη και στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πριν αποκοιμηθεί εντελώς άκουσε ξαφνικά φτερουγίσματα. Δεν έδωσε σημασία.
Σαν σήμερα, ή κάποια μέρα απ’ αυτές, θα έκλεινε τα τριάντα επτά. Κι αυτό βέβαια στο περίπου το μετρούσε, όπως και τις μέρες. Θα ‘ναι πέντε μήνες τώρα που ταξιδεύει. Κι αυτός κι άλλοι. Έχει ένα μικρό κομμάτι χαρτί στην τσέπη κι ένα μολύβι φαγωμένο στην μια άκρη με το σουγιά και στην άλλη με τα δόντια του. Τραβάει μια γραμμή για κάθε μέρα που ξυπνά. Σίγουρα θα ‘χει χάσει κάμποσες. Άλλες φορές κοιμάται μέρα και ταξιδεύει νύχτα, άλλες φορές τ’ ανάποδο. Άλλες πάλι δεν κοιμάται καθόλου. Δύσκολο να τραβήξει τις γραμμές του μ’ ακρίβεια έτσι. Ο Α. όμως, άθελά του, γιορτάζει απόψε, είναι δεν είναι η μέρα η σωστή. Κατσικάκι στη χόβολη. Τρυφερό. Μοσχοβολιστό. Ύστερα ένα τσιγάρο, να μουδιάσει λίγο κι αν προλάβει να κοιμηθεί μέχρι το πρώτο φως. Η χόβολη τονώνεται στο βοριαδάκι που σηκώνει η ερημιά⋅ το πορτοκαλί φως μακραίνει το πρόσωπό του σαν φλόγα σε κερί φτερουγισμένου ερημίτη. Το στριφτό τού κρέμεται απ’ τα χείλη κι ο καπνός τυλίγει κοιμισμένους και ξύπνιους, νεκρούς και ζωντανούς. Ξεφυσάει. Γέρνει λίγους πόντους μπροστά και ξαναρουφά απ’ τη μύτη ότι μόλις είχε διώξει απ’ το στόμα. Δυσκολεύεται να δει καλά, τα μάτια του τσούζουν και το κεφάλι είναι πιο βαρύ απ’ το -πρώτη φορά- γεμάτο στομάχι του. Κάποιοι έχουν πάρει κοτρώνια για προσκέφαλο, άλλοι έχουν χωθεί στην ψιλή άμμο, άλλοι σκεπάζονται ο ένας με το κορμί του διπλανού, μερικοί δεν κοιμούνται ακόμα. Στη μυρωδιά του κρέατος κάτι πουλιά φτεροκοπάνε πάνω απ’ τα κεφάλια τους και κάθονται δίπλα τους. Δειλά στην αρχή. Ύστερα θρασύτατα. Δεν τα διακρίνεις μες στο σκοτάδι, μόνο μάτια κόκκινα.
Απ’ το σινάφι του κανέναν δεν έχει φίλο. Πιο πολύ θα’ λεγες με το σκυλί κάνει παρέα παρά με τους ανθρώπους. Και με την κόρη του -φυσικά. Με τους υπόλοιπους λίγες κουβέντες και καλές. Γι’ αυτό όλοι τον έχουν περί πολλού, είναι κι ο μόνος που ξερει δυο λέξεις αγγλικά. Το στριφτό έχει σχεδόν σωθεί και η κάφτρα πυρώνει πολύ κοντά στα χείλη του. Η μικρή κοιμάται εδώ και ώρα πάνω στο σκύλο. Τα σκούρα μαλλιά της μπερδεύονται με το βρώμικο τρίχωμα του ζώου. Οι ανάσες τους συγχρονίζονται. Ο Α. στραγγίζει το παγούρι του από την τελευταία γουλιά νερό, το τινάζει στο ανοικτό του στόμα και σκουπίζει τα χείλια του στο μανίκι του. Ύστερα παίρνει αγκαλιά το σάκο του και κλείνει τα μάτια για δεύτερη φορά. Με τα μάτια κλειστά απλώνει το χέρι και ψάχνει την πλάτη του κοριτσιού. Σκεπάζει το παιδί μ’ ενα γαλάζιο κομμάτι νάυλον.
Στον ύπνο του είδε τον εαυτό του από ψηλά, να κάθεται στην αργιλένια άμμο της Καλανσία. Οι κορμοράνοι έρχονταν σε μεγάλα σμήνη απ’ το Αρ Αρ. Ορμούσαν με φόρα στο νερό, κολυμπούσαν φτιάχνοντας μαύρες κηλίδες στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο καθιστός εαυτός του σηκώθηκε. Κοίταξε, με το χέρι αντήλιο, προς τ’ ανοιχτά. Δίπλα του περπάταγε -με το νερό ως τη μέση- ένας ψαράς. Μελαψός, αξύριστος, με βλέμμα υποταχτικό, ίδιος ο Α. κι αυτός. Έσερνε τον καλαμένιο κιούρτο του κόντρα στο ρεύμα. Περνούσε ανάμεσα απ’ τους κορμοράνους πισωπατώντας. Εκείνοι ατάραχοι. Δεν κοίταγε στον κιούρτο να δει αν έπιασε τίποτα, παρά κράταγε σταθερά στραμμένο το βλέμμα στο πλάι πάνω απ’ τον ώμο του και πήγαινε. Η επόμενη στιγμή θα τον έβρισκε στ’ ανοιχτά, με πόδια ξυλοπόδαρα καρφωμένα στο μαύρο του βυθού, να σέρνει ακόμη τον άδειο κιούρτο του και ξαφνικά, να’ το, πιάνεται στο στόμα του καλαθιού μια μεγάλη φάλαινα με μελαγχολικά μάτια. Το κήτος χτύπησε την ουρά στο νερό με δύναμη, ν’ απελευθερωθεί. Οι κορμοράνοι ξεσηκώθηκαν με τρομαγμένες φωνές και φτερουγίσματα. Ο ψαράς τη χάιδεψε στη ράχη. Εκείνη ηρέμησε.
Μουσκεμένος μέχρι το μεδούλι στον ιδρώτα του. Το στόμα του κατάξερο, με μια στυφή γεύση από καπνό. Ακούει πόδια να σέρνονται στο χώμα και κάτι ν’ αλυχτά. Χοντρές στάλες παίζουν ταμπούρλο στις πορτοκαλιές τρίχες του κεφαλιού του. Κοιτά γύρω του φοβισμένα, με τα μάτια μισάνοιχτα στο σκοτάδι. Αρπάζει στο χέρι μια πέτρα.
«Αν σας πάρει το μάτι μου σκατόζωα, θα σας κάνω να στενάξετε», λέει με μισόκλειστο το στόμα.
Συνεχίζει να ψάχνει με το βλέμμα, ενώ ζυγίζει την πέτρα καλά καλά στην παλάμη του. Κοιτά το παιδί σκεπασμένο με το νάυλον. Αναστενάζει με ανακούφιση, σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του με την ανάστροφη της παλάμης του, σέρνεται με τον κώλο ως μια συστάδα από φρύγανα και ξύνει την πλάτη κόντρα στα κλαριά τους. Ξαναγυρνά εκεί που το κορμί του είχε αφήσει μια στεγνή στάμπα στο χώμα. Αποκοιμιέται. Συνέχισε να βρέχει για ώρα.
Ξημερώνει κι ούτε το καταλαβαίνεις από τη πηχτή πάχνη που καλύπτει τα πάντα. Εκείνος, ακόμη στην ίδια στάση, δεν μοιάζει να ενοχλείται ούτε από το μουσκεμένο στρωσίδι του, ούτε από τη λάσπη που ‘χει θάψει τα δάκτυλά του. Η χόβολη καπνίζει σαν σβηστό ηφαίστειο. Μια λιμνούλα έχει σχηματιστεί αριστερά της. Σηκώνεται και σπρώχνει το σκύλο από δίπλα του. Κυρτώνει την πλάτη του, την ανασηκώνει από το έδαφος και στηριζόμενος στο κεφάλι και τις φτέρνες τεντώνεται. Μετά αφήνεται να ξαναπέσει στο νοτισμένο χώμα, χώνει το χέρι στην τσέπη, ψαχουλεύει. Τίποτα. Σηκώνεται. Ξεσκονίζεται σε γόνατα κι αγκώνες. Η λάσπη γράφει λοξές γραμμές χαμηλά στο παντελόνι του. Από χθες δε τον νοιάζει να κοιτά πάνω απ’ τον ώμο του ή σκυφτός μέσα από το φύλλωμα ενός θάμνου ή από το στενό άνοιγμα κάποιας πόρτας. Όρθιος πια τινάζει την υγρή σκόνη από τα τριμμένα πέτα του σακακιού του. Είναι πια η σκόνη δέρμα του κι αυτός η ψυχή της. Κι όπως την τινάζει από τα πέτα του είναι σαν να διώχνει φίλο καρδιακό. Βλασφήμια κι ατιμία. Σαν το παιδί κλαίει, με κοφτά αναφιλητά. Γεμίζουν τα μάτια του ως απάνω με δάκρυα και ακουμπάει πίσω τα χέρια να στηριχτεί στα βράχια. Κλαίει και μαζί του κράζουν ρυθμικά κίσσες απ’ τα δέντρα στο βάθος. Νιώθει απ’ τις κόχες να βγαίνει σκόνη που του ‘γδερνε τα βλέφαρα από μέσα. Κάνει δυο αργά βήματα και περνά μετεωριζόμενος πάνω από το παιδί. Τραβά στοργικά το φτηνό δερμάτινο σάκο από κάτω απ’ το μελαχρινό κεφαλάκι της, ανοίγει την μπροστά θήκη, βάζει το χέρι μέσα βαθιά. Τραβά από μέσα ένα τόσο δα σακκουλάκι. Τσιμπάει ευλαβικά με δυο δάκτυλα μια τούφα πράσινο ξερό χόρτο, το περνά κάτω απ’ τη μύτη του και το τυλίγει σε ένα κακοσκισμένο χαρτί. Το μυρίζει. Προτείνει δειλα τη γλώσσα κι γλείφει την άκρη να κολλήσει.
Όταν το χέρι του ξαναβουτά και βγαίνει στο φως βαστά έναν αναπτήρα. Ξεμακραίνει πέντε-έξι βήματα, με τον άνεμο στην πλάτη. Βρίσκει απάνεμο σ’ ένα χορταριασμένο βράχο, κλείνει τον αναπτήρα στη χούφτα του και δοκιμάζει κάμποσες φορές μέχρι ν’ ανάψει. Παίρνει δυο γρήγορες τζούρες να ζωηρέψει η φλόγα κι ύστερα μια μακριά, βαθιά εισπνοή από το μυρωδάτο καπνό που του κρύβει το πρόσωπο. Τσούζουνε τα μάτια του. Σφίγγει τα βλέφαρα. Τα χείλη του χαμογελάνε στις άκρες. Θυμάται τη σβηστή χόβολη. Γυρνά με μια έκφραση βαριεστημένη πίσω και μαζεύει στο λινάρι όλα τα κομμάτια καρβουνιασμένου ξύλου που είχαν απομείνει. Οι υπόλοιποι ξυπνάνε. Διακρίνει τις θαμπές τους φιγούρες να τεντώνονται, ν’ ανασηκώνονται, να ξυπνά η μια την άλλη χτυπώντας την στην πλάτη⋅ ύστερα θαμπά μουρμουρητά. Το τσιγάρο ακροβατεί στην άκρη του κάτω χείλους του. Δένει το ύφασμα από τις τέσσερις γωνίες σ’ ένα πουρνάρι, βλαστημά που ‘ναι μούσκεμα, στίβει ανόρεκτα το κάτω μέρος, τρέχουν κάτι νερά. Τ’ αφήνει εκεί και στρώνεται ξανά στο απάγκιο του. Έχει πάρει το βράχο αγκαλιά με τα δυο χέρια και κάνει βαθιές τζούρες απ’ το στριφτό του. Κλειδώνει το βλέμμα του σε μια συστάδα φρύγανα που ξεφυτρώνουν από μια χαραμάδα. Τα κοιτά επίμονα. Η εικόνα τους θολώνει, καθαρίζει, ξαναθολώνει. Τα κοιτά και δεν τα βλέπει.
Γύρω του μαζεύεται και μια παρέα κίσσες, με κοντούς λαιμούς, λαμπερό μάυρο φτέρωμα κι άσπρες μακριές ουρές. Φτιάχνουν έναν κύκλο γύρω του. Κάνει κρύο. Τον ήλιο μόνο τον μαντεύεις. Δίπλωσαν λοιπόν τα φτερά τους σταυρωτά γύρω από το σώμα τους και τριβόντουσαν να ζεσταθούν. Ο Α. δεν έμοιαζε να κρυώνει κι ας κύλαγε ακόμη νερό από τη μπροστινή τούφα των μαλλιών του στο μέτωπό του. Μιμείται το πέταγμα πουλιού ανοίγοντας τα χέρια δεξιά κι αριστερά του και παλατζάροντας μπρος πίσω. Κάνει μια μικρή παύση στο παιχνίδι να αποτελειώσει με μια τζούρα το στριφτό και ξεφυσά λιγοστό καπνό. Ένιωθε το νησί να στροβιλίζεται. Το κεφάλι του ν’ ελαφρώνει. Όλα γύριζαν κι άλλαζαν χρώματα σαν λούνα πάρκ. Τον τάραξε κάπως ένα σύρσιμο στο χώμα κι αυτός ο ήχος⋅ σαν να ξέσκαβαν τη γη. Το φως λιγοστό. Άκουγε μόνο ράμφη ν’ ανοιγοκλείνουν και γλώσσες να πλαταγίζουν. Τα μάτια του δεν ξεχώριζαν σχεδόν τίποτα στο σκοτάδι. Ακούμπαγε εδώ κι εκεί προσεκτικά μη καεί. Οι ήχοι ήταν κοντινοί κι επέμεναν. Άκουσε κόκκαλα να σπάνε. Γύρισε ύστερα στο ένα πλάι, φάτσα στο πέλαγος. Δυο βήματα μπροστά του χαράσσονταν μια απόκρημνη ακτογραμμή από πορώδη βράχια. Έφερε το κεφάλι του πάνω από το κενό και μπρούμυτα όπως ήταν πια τραβήχτηκε όσο πιο έξω γινόταν. Μισός στο βράχο, μισός στον αέρα. Τον χτύπαγε καταπρόσωπο ο αέρας⋅ που και που του ‘ρχονταν μαζεμένες ριπές θαλασσινού νερού στα μούτρα. Ψαχούλεψε στη δεξιά του τσέπη και έβγαλε ένα νοτισμένο στριφτό. Απ’ την άκρη του τσιγάρου κρέμονταν κάτι πρασινάδες. Το κράτησε στο στόμα, παίζοντας τις πρασινάδες με τη γλώσσα του. Στο πρόσωπό του απλώθηκε μια παιδική γαλήνη. Έμεινε έτσι για ώρες.
ΥΓ. Τα τοπωνύμια αναφέρονται στο νησί της Σοκότρα, ανοικτά της Υεμένης.
5 σχόλια:
Από την Αφρική στα διεθνή ύδατα κι από την Οξφόρδη στη Σοκότρα... Δε λέω, είναι μεγάλος ο κόσμος.
Αν θέλετε ταξίδι με ιστιοφόρο, πείτε μας.
Καλά πας, πάντως.
ευχαριστώ, ευχαριστώ
στο επόμενο κείμενο θα εκδράμω προς τον 'άλλο κόσμο' ώστε να καλύψω όλα τα μήκη και πλάτη του μάταιου τούτου κόσμου - μέσα για το ιστιοφόρο, αλλά να πάρουμε κι ένα κανονικό σκίπερ, έτσι για τα μάτια του κόσμου...
Με κουφανε η φωτογραφία.
Αν δεν απατώμαι είναι Dracaena drago, δέντρο ιθαγενές των Καναρίων νήσων. Δεν είχα ιδέαν ότι φύεται και στην Υεμένη (αλλά απ' ό,τι διάβσα μόλις τώρα στον γούγλη, το έχουν εισάγει).
Μαγευτική εικόνα.
Με το μπαρδόν, Dracaena draco, όχι drago (drago είναι η κοινή ισπανική ονομασία, γι' αυτό μπερδεύτηκα).
spot on! περί αυτού του φυτού πρόκειται, και υπάρχει και μια ωραία μυθολογία για το πως δημιουργήθηκε...
Δημοσίευση σχολίου