Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

To Καρναβάλι Στις Υψικάμινους


ΝΤΥΘΗΚΑΜΕ ΚΙ ΑΠΟΨΕ. Όπως κάθε νύχτα. Πέφτει το σκοτάδι, βγαίνουν τα σκούρα ρούχα από μπαούλα και ντουλάπια, βγαίνει και το μέσα μας σκοτάδι. Ποτέ βέβαια δεν ετοιμαζόμασταν στο ίδιο μέρος, αλλά πάντα ετοιμαζόμασταν όλοι μαζί. Την Τρίτη σε μια αποθήκη στα Ντεπώ, το Σάββατο κάτω από μια γέφυρα του περιφερειακού, έξω, προς τη Θέρμη. Σήμερα, ήταν κι η μέρα τέτοια, σ’ ένα ξωκλήσι λίγο πριν το Ωραιόκαστρο, στον Αϊ-Γιώργη. Παστωθήκαμε δέκα άνθρωποι ανάμεσα σε μανουάλια, εικονίσματα και στασίδια. Σπρώχναμε ο ένας τον άλλον με τους ώμους για να βάλουμε τις μπότες και τις μαύρες κάπες. Βρίσκαν τα χέρια κι οι αγκώνες στα καντηλέρια όπως κάναμε να φορέσουμε καταπρόσωπα τις κουκούλες. Κι όταν η πλέξη τους κάλυπτε τη μύτη, γινόταν ακόμη δυσκολότερο ν’ ανασάνεις με τα λιβάνια και το θυμιάματα στο χαμηλοτάβανο οίκο του Θεού. Ζωστήκαμε τα πορφυρά μας ζωνάρια και κρύψαμε κάτω από τις κάπες σπαθιά, τσεκούρια, σφυριά. Ότι του’κανε κέφι του καθενός να κουβαλάει μαζί. Εγώ είχα μάλιστα το πιο παράξενο όπλο. Σε μια αλυσίδα είχα μ’ επιμέλεια κολλήσει έναν συμπαγή ατσάλινο κύβο. Δέκα σκουριασμένες ακμές και στην κάτω του πλευρά δυο ατσάλινες πρόκες. Στην άλλη άκρη της αλυσίδας είχα τυλίξει ταινία μονωτική. Την είχα φέρει πολλούς γύρους να φτιάξω ένα πιάσιμο καλό. Φούσκωνε κάτω από τη μαύρη κάπα μου. Μεταλλικό εξόγκωμα που βράζει.

Μια κουβέντα δεν είχαμε ν’ αλλάξουμε ποτέ. Όλοι για όλους, αλλά καθένας γι’ άλλους λόγους. Κι αν με ρωτήσει κανείς πότε, πού, πώς και γιατί βρήκα τούτη την αλλόκοτη παρέα, κουβέντα δε θα πω. Ακόμη και τώρα, που για τους περισσότερους θα μοιάζει ανεξήγητο. Κι ούτε που βλεπόμασταν ποτέ, εκτός των καρναβαλιών αυτών. Ποιός είσαι, ποιός είμαι, δεν υπήρχαν. Ούτε άλλα ζητούμενα. Μόνο μια συμφωνία. Όχι ψευτιές. Τα σπαθιά σας ακονισμένα, τα σφυριά σας βαριά, οι φωνές σας χαμηλές. Εμείς ντυμένοι φονιάδες, οι άλλοι ντυμένοι νεκροί. Και κανένα δισταγμό. Αυτό το καρναβάλι θα βαφτεί στο αίμα.

Κι εγώ την τηρούσα τη συμφωνία κι ας μη ήταν του χαρακτήρα μου να σφάζω. Εγώ είμαι συγγραφέας. Δεν έχω εκδόσει τίποτε στη ζωή μου, αλλά η ιδιότητά μου είναι αυτή, όπως ακριβώς τη λέω. Έχω μια αφηγηματική ευχέρεια, έχω ένα ναρκισσισμό, έχω εμμονές. Μόνον έτσι γίνεσαι συγγραφέας. Και κάποτε κάποιος φτασμένος, με τόσες χιλάδες αντίτυπα από επανεκδόσεις, τόσα βραβεία κι άλλες τόσες δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, μου είπε: Μαρτυρίες, να’ χεις μαρτυρίες, υλικό. Οι ανάσες των άλλων είναι οι λέξεις σου. Λαθρακρόαση και καταγραφή. Αυτά εγώ τα κατέγραψα κι είπα κάτι θα ξέρει.

Μόλις ντύθηκε κι ο τελευταίος βγήκαμε στο προαύλιο του ναού. Φορτωθήκαμε στο πίσω μέρος του μικρού φορτηγού. Ξεκινάμε. Απόψε το μακάβριο καρναβάλι μας θα στηνόταν στην αναστάσιμη ακολουθία ενός μικρού χωριού, μετά το Ωραιόκαστρο. Η κρυπτικότητα μας ταίριαζε. Κοίταξα γύρω μου τους ομοιόχρωμους καρναβαλιστές. Επιτρέπαμε στους εαυτούς μας μόνο μια μικρή προσωπική τσαχπινιά, στην κατά τ’ άλλα προκαθορισμένη έμφάνισή μας. Ο διπλανός μου είχε κολλήσει δυο κόκκινα διαβολοκέρατα στην κουκούλα του κι ο πίσω μου φοραγε ένα περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού στο δεξί μπράτσο. Ονόματα δε λέω, είπαμε. Όσο για μένα, πρώτα κρύβω στις ζωηρές πτυχές του ζωναριού μου ένα τόσο δα μαγνητοφωνάκι, μετά παίρνω τ’ όπλο μου κι ακολουθώ την πομπή.

Φτάνοντας στο μικρό χωριό, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, αυτό που αντικρύσαμε δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Φώτα σβηστά, η εκκλησία της πλατείας με σφαλιστή πόρτα, ψυχή στους δρόμους. Σταμάτησε τ’αμάξι στην αρχή του οικισμού. Κατεβήκαμε. Οι τρεις προπορευόμενοι μπούκαραν σ’ ένα σπίτι. Κανείς. Μετά σε δεύτερο. Τα ίδια. Σε τρίτο, σε τέταρτο. Ψυχή. Κι όταν οι συνεχόμενοι θόρυβοι ενόχλησαν τους μοναδικούς δυο κατοίκους του χωριού, εκείνοι έκαναν την εμφάνισή τους στο πλακόστρωτο. Με το κερί στο χέρι ο παππούς, ανάστατη η γιαγιά χωρίς μασέλα. «Τι τρέχει πουλάκι μου;», ρώτησαν τον πρώτο που τους πλησίασε. Εμένα η καρδιά μου κοπανούσε το στήθος. Ίδρωναν οι παλάμες. Έσφιγγα το αυτοσχέδιο όπλο στην αριστερή χούφτα. «Γιατί δε μιλάς γιε μου;», αναρωτήθηκαν οι γέροι. Μιλούσαν κι δυο μαζί. Μια φωνή, μια ζωή. «Τι μασκαραλίκια είναι αυτά, δεν είναι καρναβάλι μεγαλοσαββατιάτικα», είπε η γιαγιά πριν ένας από μας τη διαπεράσει με το ακονισμένο ξύλινο παλούκι του. Στα μουγγά την κάρφωσε, μουγγά σωριάστηκε η γιαγιά στο έδαφος. Δυο τρεις άλλοι στράφηκαν στο γέρο. Το κερί του’πεσε απ΄τα χέρια. Γονάτισε. Ίσως να ‘κλαιγε κιόλας. Πέσαν πάνω του σαν τις μύγες στο γλυκό. Με σφυριά και τσεκούρια τον αποτελείωσαν. Οι πιτσιλιές από το αίμα φτάσαν ως την ανοικτή πόρτα του σπιτιού του. Κάποιος άλλος είχε αρχίσει στις βουρδουλιές ένα περαστικό αδέσποτο. Εκείνο γρύλλιζε όπως του σκίζονταν η σάρκα. Ο τύπος με το πλατύ σπαθί του ‘κοψε το κεφάλι. Άλλος ζωντανός δεν υπήρχε. Τζίφος το σχέδιο, σκέφτηκα όπως στεκόμουν στο πίσω μέρος του σχηματισμού, κοντά στο φορτηγάκι. Τότε με βήμα συγχρονισμένο με κύκλωσαν οι σύντροφοί μου. Δε γυάλιζαν τα μάτια τους, δε συννενοήθηκαν στα κρυφά, δε μου απηύθυναν το λόγο. Κράδαιναν σπαθιά, τσεκούρια, σφυριά στα δυο τους χέρια. Πέσαν πάνω μου. Δε σήκωσα ούτε τα χέρια. Δεν έβγαλα κιχ. Έκλεισα τα μάτια να μη δω τον εαυτό μου να καίγεται στο καρναβάλι τους. Το τελευταίο πράγμα που κατάλαβα ήταν το δικό μου τ’ όπλο να συνθλίβει το ξέπνοο στήθος μου. Αυτοί ντυμένοι φονιάδες, εγώ ντυμένος νεκρός.

Κι ύστερα ποιός παράδεισος, ποιά κόλαση. Ρώτησα και με πληροφόρησαν επαρκώς. Όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, εδώ καταλήγουν. Κι ο Ροΐδης, κι ο Τζόυς, κι ο Εμπειρίκος, κι ο Ντοστογιέφσκι και όλοι οι άλλοι οι μεγάλοι και τρανοί. Ανάμεσά τους πια κι εγώ, σε τούτο το υπόγειο νησί με τις υψικάμινους. Όταν φτάνουν οι μεταστάντες εδώ βρίσκουν νύχτα, με τα φώτα από τα πανύψηλα καμίνια να λαμπυρίζουν και τις φλόγες να κάνουν μιαν έξοδο φαντασμαγορική από τα στόμια των καμινάδων. Τότε η μαύρη θάλασσα φωτίζεται λευκή και κίτρινη και πορτοκαλιά. Έφτασα χθες, φορούσα τα μαύρα μου, χωρίς όμως την κάπα. Μόνο το κόκκινο ζωνάρι κρατιόταν γύρω απ’ τη μέση. Δεν έκανε κρύο, ούτε τόση ζέστη. Κόσμος περιδιάβαινε τις μεταλλικές κατασκευές. Ακουμπούσαν διαφόροι στους σιδερένιους απαστράπτοντες σωλήνες. Συζητάγαν σε μικρά πηγαδάκια. Παράξενο μέρος. Και κάθε τόσο οι υψικάμινοι να φτύνουν φωτιές, να κουνάει λίγο το νησί απ’τη ρίζα. Έφερνα κι εγώ βόλτες, δε μίλαγα σε κανένα. Ήμουν ακέραιος. Ήμουν θυμωμένος. Ήμουν νεκρός; Στήθηκα τελικά κάτω από ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα που περιστοίχιζε μιαν αλουμινένια σκάλα. Κάθισα τον κώλο μου στο έδαφος. Ξέσφιξα το ζωνάρι. Δίπλα μου έπεσε το μαγνητογωνάκι. Το ‘χα ξεχάσει αυτό. Το μοναδικό μου κτέρισμα από τον προηγούμενο κόσμο. Πάτησα το play χωρίς σκέψη, σιωπή, λίγες φωνές γερασμένες στο βάθος κι ύστερα κλαγγές, σκισίματα, γδούποι, πνιχτός πόνος. Το πέταξα στον απέναντι τοίχο. Έσπασε στα δυο. Ήμουν νεκρός συγγραφέας. Σίγουρα. Κι αν τίποτα δεν κατάφερα στη ζωή, ιδού. Ευκαιρία πρώτης τάξης. Ρώτησα καναδυό διαβάτες πού τους έχουν. Αν υπάρχει κάποιος να ρωτήσω. Δε γνώριζαν. Περιπλανήθηκα για ώρες και δε συνάντησα κάποιον που η φάτσα του να μου θυμίζει κάτι, μα το νησί είναι μικρό. Έπρεπε τουλάχιστον να δω ένα νεκρό συγγενή, κάποιον αρχαίο, μια ιστορική φυσιογνωμία. Τίποτα. Κι όσο για τους μεγάλους μάγους της γραφής; Άφαντοι.

Αποφάσισα ν’ ανέβω ψηλά. Άλλη εποπτεία έχει κανείς από ‘κει. Σκαρφάλωσα ένα καγκελόφρακτο, έτρεξα στα μεταλλικά διάτρητα σκαλιά, πιάστηκα ν’ανεβαίνω το ψηλό καμίνι. Λίγα μέτρα πιο πάνω έκανε ένα πλάτωμα. Κάθησα. Κοίταγα από ψηλά αυτό το διαφορετικό καρναβάλι. Πολύχρωμο, μια ακατάληπτη βουή στον αέρα, μια μυρωδιά καμμένης σάρκας και φώτα. Τόσα φώτα. Άλλαζαν θέσεις που και που οι ντυμένοι νεκροί, φτιάχναν καινούριες παρέες ή απομονώνονταν, ξάπλωναν μπρούμυτα στο τσιμέντο να κρυφτούν από τα φώτα ή βλαστημούσαν το γραφτό τους. Κι όσο η ώρα περνούσε δεν ξημέρωνε. Μόνο κάποια στιγμή ησύχασε το σμάρι, σα να’ταν ώρα για κατάκλιση και τότε έφτανε ως τ’αυτιά μου ο παφλασμός της υπόγειας θάλασσας στα βράχια του νησιού μας. Θάλασσας σπαρμένης με λευκά κήτη, όλα βαλμένα ανάσκελα. Πελώριοι νεκροί αλμπίνοι. Ακόμη κι αν το νερό μου φτάνει ως τους αστραγάλους, που δε το νομίζω, δε θα τόλμαγα να περπατήσω ανάμεσά τους. Έτσι σκεφτόμουν όταν μου φάνηκε πως άκουσα: «Εδώ ψηλά κάνει πιο πολλή ζέστη, ε;» Όντως. Στην άλλη πλευρά του ατσάλινου μπαλκονιού είχε κουρνιάσει ένας κύριος γύρω στα πενήντα, κάπως παχουλός, αξύριστος, με λεπτό μουστάκι. Το παντελόνι του το’χε ακουμπήσει πιο δίπλα. Ήταν με το σώβρακο. Τα μπούτια του είχαν μουντζουρωθεί. Είχε ιδρώσει, από πάνω φορούσε μόνο ένα φανελάκι με ξεχειλωμένες τιράντες. Του συστήθηκα. Μου συστήθηκε. Ανταλλάξαμε ιστορίες θανάτου. Κι αν εγώ παραχάραξα τη δική μου, ήμασταν αδελφοί στο θάνατο. Δεν τον γνώρισα αμέσως, αλλά ήταν θύμα μιας εξόρμησής μας. Τσακώνονταν, θυμάμαι, αυτός κι ο εξ αίματος αδελφός του στη μέση του δρόμου, σε κάποιον οικισμό μετά την Πτολεμαΐδα, για κάτι περιουσιακά. Όταν τους ριχτήκαμε παρακάλαγαν για οίκτο αγκαλιασμένοι. Ίσως μάλιστα να ‘μουν εγώ που του κατάφερα το τελειωτικό χτύπημα. Αποσιώπησα τα πάντα. Ούτε και μετά την ύστατη στιγμή αθέτησα τον όρκο σιωπής. Ονόματα δε λέμε. Ξεδίπλωσα λοιπόν τις απορίες μου. Ήταν περισσότερο καιρό από μένα εδώ, κάτι παραπάνω θα’χε να πει.

«Αυτή η άλλη γη», μου εξιστορούσε, «είναι ακριβώς όπως κι η αποπάνω». «Οι όμοιοι πάνε με τους όμοιους. Αυτούς που ζητάς τους έχω δει, κλειστό πηγαδάκι στην πιο μακρινή υψικάμινο, πέρα κοντά στα βράχια της άλλης πλευράς». Έδειξε με το δάχτυλο. «Τους έχουν ακούσει να φλυαρούν συναμεταξύ τους με τις ώρες, όσοι απέμειναν τέλος πάντων. Μόνη διαφορά πως εδώ όλους, συγγραφείς και ποιητές και τσαγκάρηδες και πουτάνες και αγίους, κάποια στιγμή μας ταΐζουν στις υψικάμινους. Θες δε θες έρχεται η σειρά σου. Να τρέφεται η φλόγα, να ζεσταίνεται ο προηγούμενός μας κόσμος από το λίπος, από το κρέας και τα οστά μας», είπε. «Και το συναίσθημά μας», πρόσθεσα εγώ κι άρχισα να κατεβαίνω πάλι στα χαμηλά.

Όταν πάτησαν τα πόδια μου γη φώναξα δυο τρεις από γύρω να βάλουν ένα χεράκι. Όλοι μαζί ξηλώσαμε το σιδερένιο πλέγμα που περιέβαλε τη σκάλα. Τους ευχαρίστησα, μου ‘γνεψαν με το κεφάλι. Γύρισα με υπομονή μια μια τις σιδερένιες άκρες του σύρματος ώστε να εξέχουν προς τα μπρος κι έντυσα τα χέρια μου μ’αυτό. Έφτανε το τυλιγμένο σύρμα ως τους αγκώνες. Έβγαλα και το μακρύ σωλήνα, που κρατούσε το πλέγμα, από το έδαφος και τον έντυσα κι αυτόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γύρισα μέτωπο στην άλλη άκρη του νησιού και ξεκίνησα. Λίγα τα κεφάλια που στράφηκαν στη θέα του μεταμφιεσμένου. Εδώ η κρυπτικότητα δεν είχε αξία. Βάδισα ως την ψηλή υψικάμινο. Την περιστοίχιζαν οι υψηλοί προσκεκλημένοι του νησιού. Ξεχώρισα από μακριά ακόμη τον Πόε και τον Καζαντζάκη, ίσως τον Ελύτη, μπορεί τον Μπάροουζ. Δε μπήκα στον κόπο να τους συστηθώ. Έπεσα με ορμή στη λογοτεχνική τους συντροφιά. Με την αμφίεσή μου και το σωλήνα μου χτυπούσα αλύπητα. «Εγώ ντυμένος φονιάς, εσείς ντυμένοι νεκροί», μουρμούριζα πίσω απ’τα σφιγμένα δόντια. Δεν βρήκαν κάτι ευφάνταστο, βαθιά λογοτεχνικό να πουν ενώ τους διαμέλιζα το κορμί. Τους σύνθλιψα τα γεμάτα ιδέες κρανία, τους έσκισα τα ταλαντούχα χέρια, τους έβγαλα τα μάτια που τόσο προσεκτικά ακτινοσκοπούσαν τους ανθρώπους. Τους έβαψα όλους κόκκινους. Κοίταξα γύρω μου, σκουπίζοντας το ακριβό τους αίμα από το πρόσωπό μου. Μέτρησα μια ντουζίνα ποιήματα, νουβέλες και δοκίμια διαμελισμένα. Δεν ξέρω αν σκοτώνει κανείς τους νεκρούς. Διάλεξα μερικά από τα κομμάτια τους, όσα μπορούσα να κουβαλήσω καθώς ανέβαινα στο στόμιο της υψικάμινου δηλαδή, και τα’βαλα κάτω απ΄τη μασχάλη μου. Μπροστά στο φλογοβόλο άνοιγμα μ’έπαιρνε ένας λίβας στο πρόσωπο. Σ’ ετούτη τη φωτιά θέλω να ριχτώ. Αυτό μου πρέπει. Όπως αυτοί. Χωρίς αυτούς.