Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2012

Αφηγήσεις, varia


[φωτό: Turl Str, Οξφόρδη]

Toute la vie n’est peut-être qu’un songe continuel.
Peut-être que le moment de la mort sera un réveil
soudain, où l’on découvrira l’ illusion de tout ce
que l’on cru de plus réel, comme un homme qui
s’éveille voit disparaître tous les fantômes qu’il
croyait voir et toucher pendant ses songes.

—Fr. FénelonDialogues des morts


Στη μητέρα σου διάβαζες φωναχτά συνταγές μαγειρικής, καθώς της παρίστανες το σεφ· την ίδια ώρα της ετοίμαζες, όπως κάθε μέρα, τον ίδιο νερόβραστο φιδέ. Στον πατέρα σου το Βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο του Βαλτινού—σε άκουγε με άδεια μάτια και χέρια που έτρεμαν, στο κρεβάτι του γηροκομείου. Στην αδερφή σου, καθισμένος άκρη-άκρη στο μνήμα της λες και φοβόσουν μην το λερώσεις, τη Σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου—το μοναδικό ποίημα που μπορούσες να απαγγείλεις και από στήθους. Στη γυναίκα σου διάβαζες νουάρ ιστορίες τους χειμώνες, Μολταλμπάν τα καλοκαίρια—πάντοτε τρεις με τέσσερεις σελίδες τα βράδυα πριν κοιμηθείτε. Στους γιούς σου παραμύθια του Όλιβερ Τζέφερς, με αργή εκφορά. Στην ερωμένη σου τα σονέτα του Λόρκα, ψιθυριστά.
Μόνο όταν όλοι τους, ένας-ένας, βγήκαν από τη ζωή σου—μικροί και μεγάλοι, απρόσμενοι ή αναπόδραστοι αποχωρισμοί—κατάλαβες πως: θα ήθελες να διαβάζεις συνταγές μαγειρικής στον πατέρα σου, μήπως και μαγειρέψετε μαζί το φίλτρο της στοργής· το Βαθύ μπλε, σχεδόν μαύρο στη μητέρα σου, μήπως και θυμηθεί πως να είναι ο εαυτός της· ν’ απαγγέλεις τη Σονάτα του σεληνόφωτος στη γυναίκα σου και τα παραμύθια του Τζέφερς στη φτερουγισμένη αδερφή σου, μήπως σε συγχωρέσει η πρώτη και σηκωθεί να σε φιλήσει η δεύτερη· στους γιούς σου νουάρ ιστορίες ή Μολταλμπάν εναλλάξ τα βράδυα πριν κοιμηθούν, για να υποψιαστούν τί σημαίνει σκοτάδι και τί φως.
Το μόνο που δεν θ’ άλλαζες είναι τα σονέτα που ψιθύριζες στην ερωμένη σου. Και το γεγονός πως για σένα τον ίδιο δεν κράτησες ποτέ καμιά αφήγηση ή απαγγελία, παρά ίσως αυτήν εδώ· και κάτι ψευτο-ποιήματα γραμμένα από αριστερό χέρι.


Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2012

Lux negra



[ Φωτογραφία: Α.Π., Τάμεσης Νυκτερινό· Χαϊκού: LGW-ATH, xi ]

Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012

O Tίμοθι χορεύει τζάιβ



Ο μπάτλερ του κολλεγίου Έξετερ ήταν ένας μικροσκοπικός πενηντάρης, με φαρδιές πλάτες. Είχε ένα σχεδόν αόρατο μουστάκι και έστρωνε τα άσπρα μαλλιά του με μπριγιαντίνη. Τον γνώριζα ως τον ευθυτενή κύριο—τόσο που πίστευα στ’ αληθεια πως απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού κρεμόταν ένα νήμα της στάθμης—με το καπιτονέ μπορντώ σακάκι. Χαιρετούσε τους πάντες με μια υπόκλιση των ώμων και του κεφαλιού, συνοδευόμενη απαρέγκλιττα από τον χαρακτηρισμό «σερ». Κινούνταν πολύ και αθόρυβα. Τα σκαρπίνια του έλαμπαν εκτυφλωτικά και οι δυο θηλιές των κορδονιών του ήταν απολύτως ισομήκεις—λες και τις ρύθμιζε με τη βοήθεια μικρόμετρου. Δούλευε σχεδόν κάθε μέρα. Από το μεσημεριανό μέχρι το δείπνο. Ο Κοσμήτορας του Έξετερ έλεγε γι’ αυτόν πως ήταν το πιο πολυτιμο μέλος του κολλεγίου. Ο πάστορας πως είχε το χαμόγελο της Τζοκόντα. Οι άνθρωποι που δούλευαν στο θυρωρείο πως το βαπτιστικό του πρέπει να ήταν όντως Μπάτλερ.
Δεν τον είχα δει ποτέ εκτός κολλεγίου, παρά μόνο τη χρονιά που πήρε σύνταξη. Πρωτοστάτησε στο δείπνο που δόθηκε προς τιμήν του, υποδέχτηκε με χαμηλωμένο βλέμμα—μα, προς Θεού, πάντα ευθυτενής—την τοποθετηση του πορταίτου του στη μεγάλη τραπεζαρία—τιμή πρωτόγνωρη για μη ακαδημαϊκό—, κι ύστερα έφυγε αθόρυβα από την πλαϊνή πόρτα. Αμέσως πριν είχε αφήσει τα κλειδιά του γραφείου του—ένα δωμάτιο δηλαδή τρία επί τρία, με ένα μικρό γραφείο, μια συσκευή τηλεφώνου του Δευτέρου Παγκοσμίου και μια μικρή ντουλάπα—στο νέο μπάτλερ, ο οποίος δεν του έμοιαζε στο παραμικρό. Από τύχη τον είδα καθώς έβγαινα να πάρω το ποδήλατό μου. Φορούσε δερμάτινο μπουφάν, όπως εκείνα του Τζέημς Ντην, απομακρυνόταν σκυφτός κι είχε ανάψει τσιγάρο. Το κρατούσε με ένα τρόπο που μου θύμιζε ένα μακρινό θείο, που μπάρκαρε στα δεκάξι του και δεν ξεμπάρκαρε παρά μόνο για να τον θάψουμε κάτω από δυο κυβικά χώμα. Με το τσιγάρο και χωρίς το καπιτονέ σακάκι έμοιαζε σχεδόν σάρκινος. Έμαθα πως τον έλεγαν Τίμοθι. Ήταν ανύπαντρος και στον ελεύθερό χρόνο του χόρευε τζάιβ.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012

Θερμοκήπιο


[Φωτό: Βοτανικός Κήπος, Οξφόρδη 2012]

Το ζήτημα είναι, τελικά, πως προσπαθούμε να ζήσουμε στο μικρόκοσμό μας―που πεισματικά και μ' επιμονή χρυσωρύχου διακοσμούμε―αλλά μας προλαβαίνουν κάθε φορά οι εαυτοί μας και η Ιστορία.

Κι έτσι κι αυτή η αφήγηση μένει κουτσή.

Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2012

Περί αφέλειας


 

[Φωτό: Βοτανικός Κήπος Οξφόρδης, Οκτ. 2012]




“Μου μένει πάντα λίγη αφέλεια. Αυτή με προστατεύει.”


[Αντόνιο Πόρτσια, Επιλογή από τις Voces, Μτφ. Ε.Χ. Γονατάς, Στιγμή (1992)]