Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Εξίσωση με δύο αγνώστους




Χ: Στον ύπνο μου είδα πως πλήρωνα τα ψώνια μου στο μίνι-μάρκετ της γωνίας. Στεκόμουν στην άκρη του ταμείου, έπαιρνα τα πράγματα από τη μεταλλική επιφάνεια και τα παράχωνα σε πλαστικές σακούλες. Τότε το μάτι μου έμεινε στην αντανάκλαση του προσώπου μου. Κι όπως είχα χαθεί στην εικόνα του εαυτού μου, που μάλλον δεν αναγνώριζα, η αλουμινένια επιφάνεια έγινε ρευστή και δυο χέρια, που ξεφύτρωσαν από το πουθενά, πέταξαν χούφτες κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Ξύπνησα απότομα. Τα χέρια μου ήταν παγωμένα, κρύσταλλο.
Ψ: Και; Πώς ένιωσες;
Χ: Έχω να κοιμηθώ τρεις μέρες. Στη γλώσσα μου έχω ακόμα μια γεύση από μέταλλο.
Ψ: Νομίζεις πως έχουμε πει αρκετά πάνω σε αυτό;
Χ: Νομίζω αρκούν όσα αποφύγαμε να πούμε. Κι εγώ κι εσύ. Τελείωσε ο χρόνος μας;
Ψ: Έχεις συνεχώς αυτή την αγωνία.
Χ: Νιώθω ότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να πω όσα θέλω.
Ψ: Μήπως φοβάσαι ότι αν υπάρχει χρόνος θα υποχρεωθείς να πείς όσα δεν θες;
Χ: Μα—
Ψ: Πες λοιπόν. Ο χρόνος είναι όλος δικός σου.
Χ: Δικός σου είναι. Εγώ τον νοικιάζω.
Ψ: Έτσι νιώθεις;
Χ: Όχι. Συγγνώμη—
Ψ: Πώς νιώθεις;
Χ: Λες και δεν μπορώ να ξεκολλήσω το χταπόδι του χειμώνα από το στήθος μου.
Ψ: Κι αν δεν ξεκολλήσει ποτέ;
Χ: Τότε θα γίνω μια σωστή-ολόσωστη σκιά.

Κυριακή, Αυγούστου 26, 2012

Άμπωτη-πλημμυρίδα



Το ψιλόβροχο σταμάτησε καθ’ οδόν προς τη θάλασσα: βρεγμένο μαύρο πουκάμισο και σακάκι. Σε κανα-δυο σημεία άνοιξαν τα σύννεφα. Η γη στεγνά και νοτισμένα μπαλώματα εναλλάξ. Η γραβάτα κρεμόταν από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού μου. Ήδη ξεχώριζα την ακτογραμμή στην πρωινή ομίχλη. Έλυσα τα κορδόνια. Πήδηξα το χαμηλό φράχτη. Έβγαλα τα παπούτσια κι έχωσα τις κάλτσες μέσα. Δίπλωσα τα μπατζάκια δυο φορές. Η πρωινή άμπωτη αποκάλυπτε μια φαρδιά λωρίδα άμμου. Άρχισα να βαδίζω—χωρίς πατημασιές, χωρίς σκιά, χωρίς ίχνος εαυτού. Προσπέρασα συστάδες από ξεβρασμένα φύκια, ένα πολυβολείο, απομεινάρι του ’40, μισοχωμένο στην άμμο. Απομαγεμένο γκρίζο όσο έπιανε το μάτι. Έφτασα δίπλα στην προβλήτα. Το σακάκι ριγμένο στους ώμους: τυλιγμένη σε κοτετσόσυρμα κι ομίχλη και κάτι φιγούρες μυρμήγκιαζαν πλάι της. Χλωμά μπούτια και χέρια, μάζευαν απ’ την άμμο καρέκλες, σακούλες, μια πολύχρωμη ομπρέλα. Φορτώθηκαν, λουόμενοι του κρυπτού ήλιου και συμπράγκαλα, σε ένα MG με κατεβασμένη κουκούλα. Σε δευτερόλεπτα με προσπερνούσαν φλουταρισμένες φακίδες και πυρόξανθα μαλλιά. Δεν μπορείς να πεις αν συνέβη στ’ αλήθεια. Μπορεί και να ‘ταν οφθαλμαπάτη.
Ανέβηκα τα σκαλιά. Το Στενό κατέβαζε έναν κρύο αέρα που μ’ έπαιρνε στο πρόσωπο. Προχώρησα σέρνοντας τα πόδια στο νοτισμένοσ ξύλο. Γέμισαν ακίδες. Μια αληγορία της μοναξιάς σου; Ίσως απλά κακή τύχη. Έφτασα την άκρη. Υπήρχε μια πλαστική καρέκλα. Κάθισα κι έπιασα να βγάζω τις ακίδες από την ψίχα των πελμάτων μου. Ο άνεμος δυνάμωνε. Τυλίχτηκα στο σακάκι μου, κούμπωσα το πάνω-πάνω κουμπί απ’ το πουκάμισο, φόρεσα και τη γραβάτα και συνέχισα μ’ επίταση.
Σε μια στιγμή ξεκίνησα να μιλάω μόνος μου. Στην αρχή λέξεις αγγλικές—ορφανές. Μετά στα ελληνικά—αταβιστικά. Γιατί μιλάς μόνος σου; Μόνο τα μωρά μιλάνε μόνα τους. Στο τέλος, ελληνικά κι αγγλικά μαζί, μπερδεμένα. Δεν είσαι πια μωρό. Ο θάνατος είναι βίωμα ενηλικίωσης. Δεν χρειάζεται να επινοείς φανταστικούς ομοζυγωτικούς δίδυμους. Συνέχισα ν’ ανακατεύω κομμάτια από την ομιλία της Τρίτης στο King’s College, με τ’ αποχαιρετιστήρια λόγια του Σαββάτου. Ο αέρας έμπαινε με φόρα στο στόμα μου και μου ‘κοβε την ανάσα. Όταν δεν σε ακούει κανείς είναι επειδή δεν ακούγεσαι ή επειδή δεν θες ν’ ακουστείς;
Σταμάτησα. Σηκώθηκα όρθιος. Είχες μια επιθυμία να βουτήξεις, ν’ αφήσεις την παλίρροια να με βγάλει στ’ ανοιχτά. Ίσως έπρεπε να γυρίσω στο κρεματόριο. Η παλίρροια άλλαζε: πλημμυρίδα. Η βροχή με ξαναβρήκε στο δρόμο της επιστροφής. Ο αέρας στην πλάτη με βοηθούσε καθώς ανηφόριζα το λόφο. Η γραβάτα μου ανέμιζε δείχνοντας το βορρά. Με περίμεναν πλαδαρές χειραψίες και Κυριακάτικα βλέμματα συμπόνοιας.


(Πρώτη δημοσίευση: τ. 89/Καλοκαίρι 2010, περιοδικό Εντευκτήριο)

Σάββατο, Αυγούστου 25, 2012

Πληθυντικός αριθμός



are shadows words/ do words become games?― Eugen Gomringer


Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου 1999
Την είχα κρατήσει επίτηδες κενή την Τρίτη. Για εφορίες, τράπεζες, ψώνια, απρόοπτα. Έχω και το σπίτι. Μονήρης δε σημαίνει αυτεπάγγελτα παραιτημένος. Μου έχει όμως χαλάσει το μυαλό αυτή η συνεδρία. Ήταν πολύ πρωί, οπότε είπα «θα τη βολέψω». Στην ατζέντα μου ναι, στο κεφάλι μου όμως; Την άφησα να τραβήξει μια ολόκληρη ώρα. Στρογγυλή-στρογγυλή. Κατά παράβαση. Κι όταν ξεκινάς έτσι—
Την παρατηρούσα στο ντιβάνι: ξαπλωμένη, αλλά ούτε μια στιγμή χαλαρή, με το φως να διαχέεται ανάμεσα από τα στόρια και να την κόβει σε εγκάρσιες τομές—σαν έργο του Hirst. Ίσως είχα μια ελάχιστη ερωτική παραδρομή. Μια μικρή επανάσταση των βασικών μου ενστίκτων. Χωρίς να είμαι τυφλή ακόλουθος του φροϋδισμού, η λίμπιντό μου ήταν οδηγός στη συνεδρία. Την πήρα (μήπως την τράβηξα βίαια;) από το χέρι και την έφερα εκεί. Στα χνάρια μιας αναμνησιακής λίμπιντο.


Τρίτη, 1 Μαρτίου 1999
Φορές-φορές μου θυμίζει εμένα. (Ταύτιση εξ επαγωγής; Ελπίζω όχι.) Νομίζω πως αν παίξω τις ηχογραφήσεις με τον δικό μου ψυχαναλυτή, από τις συνεδρίες προ αμνημονεύτων στη Ρώμη, δεν θα χρειαστεί ν’ αρθρώσω λέξη. Βλέπω τί τη φέρνει εδώ. Η μητέρα της. Εκτός βέβαια του ότι όλοι κάνουν συνδερίες στη Λούκα—όλοι όσοι είναι κάποιοι δηλαδή.
Στέλνει την κόρη της σε συνεδρίες μαζί μου για να νιώθει η ίδια ψυχαναλυόμενη. Ικανοποιεί την ανάγκη της πληρώνοντας για κάποιον άλλο—αποφεύγεις τις βυθίσεις στα πηγάδια του εαυτού κατ’ αυτό τον τρόπο. Αν δεν ήταν αθέμιτο θα πρότεινα στην κόρη αποχή από τη δικηγορία και τη μητέρα συνεδρίες ολοταχώς. Τη φορτώνει με μια όψιμη αγάπη, μ’ ένα προσποιητό ενδιαφέρον κι εκείνη το καταπίνει μονορούφι μη τυχόν και τη στεναχωρήσει. Ανέκαθεν απούσα, εξ αιτίας της ανάγκης για κοινωνική εδραίωση, έγινε ανεπαρκής· κι όταν το συνειδητοποίησε, κληροδότησε την ενοχή στη θυγατέρα της. Τις ερινύες σας κι έξω απ’ το παιδικό δωμάτιο παρακαλώ! Εκεί μέσα τριγυρνούν πολύ μοχθηρότερα φαντάσματα.


Τρίτη, 8 Μαρτίου 1999
Είμαι απ’ το πρωί μ’ ένα ποτό στο χέρι. Έχω να πιώ πρωί απ’ όταν έκανα τις πρώτες μου συνεδρίες. Λίγη χημεία να αραιώσει το άγχος. Αλλά μου το προκαλεί αυτό η προσμονή. Τα έχει όλα στο κεφάλι της μπερδεμένα η μικρή: το άγχος της ικανοποίησης των άλλων, η πίεση της σχέσης της, η τεχνητή ανάγκη για χρήματα (κι άλλα χρήματα κι άλλα, κι άλλα…) σαν το μπαμπά της, η αδρεναλίνη του λάθους. Μια δίνη· κι ό,τι ρουφήξει.
            Σήμερα, μπήκε στο ιατρείο. Χαμογέλασε τυπικά. Χαμογέλασα. Ανταλλάξαμε καλημέρες στον πληθυντικό—αυτό το έχω κρατήσει (αν και μάλλον εν προκειμένω γεφυρώνει, παρά διαγράφει όρια). Ξεκίνησε μόνη της να μιλά. Μου αφηγήθηκε ένα όνειρο, όπου πλήρωσε διόδια σε ένα φαρδύ δρόμο και οδηγούσε μια μηχανή πηγαίνοντας σαν τρελή—μέχρι που ένιωσε το σώμα της να στεγνώνει, να συρρικνώνεται. Και ξύπνησε. Της πρότεινα να τα επαναπροσδιρίσει όλα αυτά με μια βόλτα με το ποδήλατο στα τείχη της πόλης. Ψυχραιμία αντί για φρενίτιδα, απόλαυση αντί για φλουταρισμένα τοπία, ησυχία αντί για βοή. Θα είναι υπέροχη πάνω σε ποδήλατο με καλάθι, φορώντας ένα κοντό φόρεμα και λευκά πέδιλα που δένουν ψηλά στους αστραγάλους. Το ποτό δε διώχνει τον ερεθισμό μου.


Τρίτη, 15 Μαρτίου 1999
Επί σαράντα οκτώ λεπτά μου αφηγούνταν τη βόλτα στα τείχη της Λούκα. Με δανεικό ποδήλατο, πάνω στο πλακόστρωτο μέχρι τη λίμνη. Κι εκεί, σ’ ένα παγκάκι στην ανατολική άκρη, με ανοικτά χέρια και πόδια στον ήλιο, με κλειστά μάτια «και τη ζέστη να φτάνει ως την ψυχή» σκεφτόταν πόσο «θα ‘θελε να ήταν γυμνή»—γυμνή από τα πάντα, της είπα για να μη χάσω τον ειρμό μου στις πιέτες του ξεκούμπωτου φουστανιού της. Μουρμούριζε «να καταλάβω, να καταλάβω· να καταλάβω. Να κα-τα-λά-βω».
Ξαφνικά σηκώθηκε, δυο λεπτά πριν τα πενήντα, πλησίασε το γραφείο  κι έσκυψε στ’ αυτί μου.
«Τι λες να γίνει;», με ρώτησε.
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο σήμερα», της είπα.
«Ψέμματα», είπε σιγά, «έχουμε ακόμα δύο λεπτά. Δύο ολόκληρα λεπτά. Και το ότι μου λες ψέμματα σημαίνει πολλά. Δεν ήταν το πρώτο-πρώτο πράγμα που μου είπες για τη σχέση μας εδώ μέσα;»
«Ήταν», της απάντησα. Είχα βρεθεί σε απολογητική θέση. Είχε χαθεί η απόσταση κι η ισορροπία. Ή μήπως είχε αποκατασταθεί; Ήταν ο πρώτος μας ενικός.
«Τώρα δεν έχουμε άλλο χρόνο», είπε. Κι έφυγε.


Τρίτη, 22 Μαρτίου 1999
Τίποτα. Σαν μην είπε ούτε κουβέντα επί πενήντα λεπτά. Μια συνεδρία νερόβραστη. Κλειστή, απόμακρη, σαν να ντρεπόταν. Δεν είχα κι εγώ τι να πω. Ήμουν σε άβολη θέση—ξανά ερεθισμένη. Απλά τίποτα. Ήμασταν μητέρα και κόρη, μπλεγμένες στο σύνδρομο της Ηλέκτρας. Κι ο ενικός ξεχασμένος, δήθεν.


Tρίτη, 29 Mαρτίου 1999
Σήμερα ήταν αλλιώς τα πενήντα μας λεπτά. Πίνω. Πενήντα λεπτά χωρίς ερωτοαποκρίσεις. Χωρίς όνειρα. Χωρίς εξομολογήσεις. Μια ώρα παρά δέκα λεπτά: ίχνη σάρκινα, σημάδια, ιδρώτας, πνιχτά ναι και όχι. Δεν το περίμενα έτσι. Να ανέβει στο γραφείο μπροστά μου και να μου μιλήσει για το τί θέλει—όχι εκείνη, το δέρμα της—, για το τί σημαίνει γδύνομαι, για, για, για. Ηδονική φλυαρία, απολαυστική. Χωρίς την παραμικρή ενοχή. Εγώ κι εκείνη. Το μόνο που έμεινε ίδιο ήταν ο χρόνος. Πενήντα λεπτά όλο πληθυντικοί. Απαρέκκλιτα.


Τετάρτη, 30 Μαρτίου 1999
Δεν υπάρχει κάτι ν’ αναλύσουμε πλέον. Ίσως μόνο τα σχήματα της φαντασίας. Εγώ δε χωράω στην καρέκλα του γραφείου μου, εκείνη δε χωρά στο ντιβάνι. Κανείς μας δεν αντέχει να κατηγορηθεί. Δύο άγνωστοι που γνώρισαν ο ένας τον άλλο δια της αφής. Δεν το επιδίωξε κανείς.

Πίνω πάλι. Τώρα από την αμηχανία της χαράς.


Πέμπτη, 31 Μαρτίου 1999
Μια υπόσχεση είναι μια υπόσχεση. Προς τον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα. Είπα δεν θα ξαναπιώ. Είπα δεν θα περιμένω για πάντα. Είπα δεν θα τηλεφωνήσω. Είπα δεν θα κάνω όσα θέλω. Είπα. Είπα. Είπα. Λέω. Λέω. Λέω. Λέω. Η ανατομία είναι ευτυχία, ή κάπως έτσι, έλεγε ο Φρόυντ. Τη φαντασιώνομαι διαρκώς να παίζει τις θηλές μου στο στόμα της.


Παρασκευή, 1 Απριλίου 1999
Μου φαίνεται σαν ψέμμα. Νομίζω πως ακόμα ακούω τις κοφτές της εκπνοές, καθώς φτάνει σε οργασμό, ν’ αντηχούν στους τοίχους του ιατρείου. Το δέρμα μου να μυρίζει απ’ τον ιδρώτα των μηρών της. Θα ορκιζόμουν πως—
            Άρνηση.
            Κατάθλιψη.
            Αποστασιοποίηση.
Πανικός.
Ενοχές.
(Αναπόδραστη διαδοχή πραγματικοτήτων.)
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχα κάποιον δικό μου (που να έχω ακουμπήσει με την ψίχα των δακτύλων μου) να γίνεται πρωτοσέλιδο. Στο σημείωμα που βρέθηκε στις γραμμές του τρένου οι λέξεις έτσι μαμά; απευθύνονται σε μένα ή στη βιολογική της μητέρα άραγε;

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2012

Hic et nunc


In short, everything about his life was different for him at the bottom of that well. (Raymond Carver)

And then the sky filled with hot-air balloons. He was in the library, gazing out the window, as one of them started plummeting. He followed it with his eyes until it crash-landed in the parks next to the Biological Chemistry Research building. Behind the trees he could make out the deflated balloon on its side, its colors matching the succession of those in a rainbow. His palms got sweaty at the thought of finding himself in such a thing (however improbable), and wondered whether there was a gene to blame passed on from his parents’ parents. On that thought he left the library to return to the lab, while everyone else was rushing outside to see the befallen angel up close. It was a few days before Christmas and he couldn’t help thinking this wasn’t a good sign.
            He returned to his flat later that evening, unlocked the door and pushed himself past the enormous cardboard box. It had been sitting there collecting dust, amongst plastic bags with old clothes, a deflated basketball, empty shoe boxes, a collection of records he had no way to listen to. It contained his bike, the very bike he used to ride in endless concentric circles as a teenager. He hadn’t even thought of opening it all this while—almost a year now. For some reason its presence made him uneasy. He was simply so different from his teenage self.
“Probably more of a coward,” he said thinking out loud.

*

On Boxing day, he woke up at sunrise and—still in his pajamas—got a pair of scissors from the kitchen drawer. He started cutting the plastic tape that held the packaging together, proceeding clockwise from the bottom left. Once done he rolled all the pieces of tape together in a big ball and returned the scissors to the kitchen. Back in the living room he tore the cardboard to evenly-sized pieces (in no particular order) to reveal the bike, the scars of time all over it: rusty frame, worn saddle and tires, wiggly handlebar. He sat down on the floor and brought it closer. He put the pedals back on using a spanner that was in the box. He sat up, held it next to him and adjusted the height of the saddle; climbed on and thought it had to be raised a bit more. Did that, climbed off, took the pump and started inflating the tires. He kept a steady pace, breathing contra tempo, thinking of that hot air balloon inflating again and taking off. He climbed on again, cycled the three feet to the window and sat there—on the bike, still in his pajamas—watching the morning mist wrap itself around people’s heads.

*

He didn’t ride the bike until after New Year’s, as if holding out for a fresh start. On the first Monday of January, under heavy rain, he wrapped himself in a piece of nylon that his sofa-bed had been delivered in, put plastic bags around his shoes, gloves and set out. He stopped at every red traffic light—as did everyone else. He signaled with his right or left hand before turning—as did everyone else. In the bike shed he left his bike unlocked—much unlike everyone else—, and swiped himself into the building.
            That afternoon he waited for the clouds to clear away and the roads to dry out before deciding to head back. During lunch he had given everyone in his lab a detailed description of his brave new cyclist self. He swiped himself out of the building and walked to the bike shed, the nylon wrap and Sainsbury’s bags in his backpack. He looked around; the bike had gone. He stood for a minute or two trying to find a word to describe what he was feeling; couldn’t. He binned the nylon wrap and plastic bags, put on his headphones, shoved his hands in his jacket pockets and started walking in the direction of his house. At the crossing he didn’t use his right or left hand to signal his sudden turn. A cyclist was coming from behind. He didn’t hear the bell and found himself flat on his face. His trousers now had a black tire-mark; his nose, lower lip and left eyebrow were smeared with blood. He made a gesture which meant my fault, stood up smiling and—with that same smile on his face and earphones in—walked the three miles to his house trying to name all the proteins working to make his blood coagulate in his wounds. His lower lip and left eyebrow stung a bit from the blows of cold air; the umbilical cord to his teenage self cut for good.

*

Today he’s sitting in front of three young men with bronze nametags, the acronym M.D. on each. The room smells of ethanol; it reminds him of the Biological Chemistry Research building.
“What do you like to do in your free time?” The question is asked in a clinical tone by the one with the blindingly white teeth.
“I play the guitar.”
“Ah, you're a musician.”
“No. I play the guitar.”
“What else?”
“I cycle.”
“An athlete!”
“No, I cycle; sometimes I take pictures.”
“A photographer?”
“I take pictures.”
At the age of thirty three, he is diagnosed with “adjustment fatigue to adulthood”. He has that in writing as well, laminated, put up on the kitchen wall (something his tenancy agreement strictly prohibits). Exiting the room he looks both ways before stepping out into the corridor.