Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012

Κλοπιμαία ΙΙ




Curiosity is insubordination in its purest form—Vl. Nabokov

Η Φωτεινή Κ. γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1909. Η Φωτεινή Κ. πέθανε στις 22 Δεκέμβρη του 1998. Έζησε 89 συναπτά έτη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: εν κρυπτώ. Έκρυβε τον εαυτό της—με σειρά εμφάνισης και εξαφάνισης—από το πρώτο φως της ζωής (η μαμή έλεγε πως γεννήθηκε με τα δυο χέρια να καλύπτουν τα ματάκια της)· από τον αδερφό της (τρία χρόνια μεγαλύτερος, από τη ζήλεια του δοκίμασε να τη βράσει σ’ ένα κατσαρόλι)· από τρεις πολέμους (Βαλκανικός, Α’ και Β’ Παγκόσμιος) κι έναν εμφύλιο (ο πατέρας της έφυγε για το βουνό, για να μη γυρίσει ποτέ)· ξανά από τον αδερφό της (όταν του είπε ότι θα πάει στην Αθήνα με το Στέλιο)· από γνωστούς και φίλους (όταν τελικά πήγε στην Αθήνα με το Στέλιο)· από καθετί γένους θηλυκού (μόλις ένιωσε ανήμπορη να αντισταθεί στη γυμνή σάρκα μιας φίλης) και το φαλλό του Στέλιου (για τον ίδιο ακριβώς λόγο)· από τον εαυτό της (κόβοντας με το στανιό το συνήθειο να συνδιαλέγεται με το είδωλό της στον καθρέφτη), τους ανθρώπους (υιοθετώντας δέκα γάτες όταν το Στέλιο πρόδωσε η καρδιά του) και το φως της μέρας (μονώνοντας ένα-ένα τα τζαμιλίκια του διαμερίσματός της με φωτογραφίες φτερουγισμένων συγγενών)· από την πραγματικότητα (βουτώντας με τα μούτρα στα φωτορομάντζα που της είχε ακουσίως κληροδοτήσει η προηγούμενη νοικάρισσα)· από τη—μονότονη εν προκειμένω—μουσική του ζειν (όταν έχασε την ακοή της μετά από έκρηξη φιάλης υγραερίου)· από το Θεό (πράγμα που ξεκίνησε όταν πούλησε το βαφτιστικό της σταυρό σ’ έναν ενεχυροδανειστή για κάτι ψιλά κι ολοκληρώθηκε όταν ο παπάς της ενορίας της ζήτησε να γράψει «κανά χωραφάκι στο χωριό» στην Εκκλησία)· από τη μνήμη (λόγω Αλτσχάιμερ)—κι ας ήρθε αυτό ως ευλογία· από το θάνατο ακόμη (στο μνήμα, δίπλα στο Στέλιο, κατεβάσανε άδειο φέρετρο). Η Φωτεινή Κ. είχε γράψει μια ντουζίνα συλλογές ποιημάτων που δεν είδε ποτέ άνθρωπος. Στην τελευταία, με ημερομηνία 1998, ανοίγει το πρώτο-πρώτο ποίημα με το στίχο: «στο ξέφωτο/ που μου άφησες προικώο/ δε θα βγω ποτέ».


(σ.σ. ποδοπατώντας σκόρπιες λέξεις του Μ. Φάις)

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2012

Κλοπιμαία Ι



17 Νοεμβρίου. Πένθος: φρικτός τόπος, όπου πια δε φοβάμαι. (Roland Barthes, 'Ημερολόγιο Πένθους') 

Άκου, εγώ έτσι τα θυμάμαι: εσύ μου έμαθες πως πρέπει να λερώνομαι όταν παίζω. Εσύ πώς ν' ανεβαίνω την τσουλήθρα ανάποδα· «κόντρα στην κωλοβαρύτητα». Εσύ πώς να κάνω όρθια κούνια, πώς να φωνάζω με κλειστά μάτια για να ξεγελάω το φόβο μου καθώς επιταχύνει το γύρω-γύρω όλοι, να σπρώχνω με δύναμη τη γη όταν κάνουμε τραμπάλα, να γελάω ασταμάτητα όταν πέφτω και σκίζω τα γόνατά μου. Και τώρα μου λες «θα 'ρχόταν, μάτια μου, η στιγμή που θα 'πρεπε να κάνουμε ησυχία». Λες, έτσι το θυμάμαι εγώ, ότι θα είναι σαν να ισορροπεί η τραμπάλα μας στον αέρα. Σαν να μην έχει βάρος κανείς από τους δυο μας. Σαν, σαν, σαν, σαν. Εμένα όμως μου άρεσε αυτός ο σαματάς. Αυτό το βίαιο πάνω-κάτω. Δε θέλω καμιά σιωπή. Αν η τραμπάλα ισορροπήσει, απαλλαγμένη από το βάρος μας, εσύ δεν θα 'σαι πια εσύ κι εγώ δεν θα 'μαι πια εγώ. Κι όλο αυτό δεν θα μπορώ να το θυμάμαι σαν παιχνίδι. 


(Θέλω να μου πεις πως τα θυμάμαι λαθος. Κόψε αυτό το αστείο με τη σιωπή. Δες τις πληγές στα γόνατά μου: έκλεισαν. Δε με φοβίζει η βαρύτητα που τραβάει τα κορμιά μας σου λέω.) 




σσ. αφήγηση πάνω σε λέξεις κλεμμένες από το tumblr 'To photograph is to forget'.