Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

The sense of an ending



O Frank Kermode είχε γράψει: «[...] το τικ-τακ του ρολογιού είναι, θεωρώ, ένα μοντέλο αυτού που αποκαλούμε πλοκή, μια οργάνωση που εξανθρωπίζει το χρόνο δίνοντάς του μορφή. Το διάστημα ανάμεσα στο τικ και το τακ αντιπροσωπεύει τον απόλυτα συνεχή, αποδιοργανωμένο χρόνο που χρειάζεται να εξανθρωπίσουμε». 

    Στα χνάρια των λέξεων του κ. Kermode, και στην προσπάθεια να ανασυστήσει τον «αποδιοργανωμένο χρόνο», το παρόν ιστολόγιο κλείνει εδώ τον κύκλο του (ο οποίος εκκίνησε το καλοκαίρι του 2007), ευχαριστεί θερμά όσους αφιέρωσαν χρόνο να το διαβάσουν και μεταμορφώνεται μετακομίζοντας: 


    Όσοι πιστοί

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

Polaroid 10.0 (τελευταία)

[Φωτό: Α.Π., Parks Road, 2013]

Όλοι τους, μαζί κι εγώ, τρέχουν να κρυφτούν από τον ήλιο. Είναι που η σκιά τους, κι η δική μου, μακραίνει καθώς ο χρόνος της μέρας συρρικνώνεται· το μέλι κι η στάχτη του ποτέ


Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2013

Polaroid 9.0


[Φωτό: Γλυφάδα, 2008.]

Ο (συνονόματος) παππούς σου δε χόρευε βαλς. 
Ο εγγονός του ομοίως. 
Δυο ζερβά πόδια ή η αλήθεια των γονιδίων.

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2013

Polaroid 8.0


     [Φωτό: Queens, Ν.Υ., 2007]

Here we aren't, so quickly. — J. S. Foer

Εκείνος αναρωτιέται διαρκώς τί υπάρχει μετά το τέλος, τί είναι η βαρύτητα, γιατί ονόμασαν την ανατολή ανατολή και τη δύση δύση, γιατί να είναι αλλεργικός στο τυρί και τις γάτες, από ποιά κακή συγκυρία γνωρίστηκαν ο παππούς και η γιαγιά του (από την πλευρά του πατέρα του), τί χρώμα είναι το μέσα μέρος από το δέρμα του αφού δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Μασάει κάθε μπουκιά από το φαγητό του τριαντατρείς φορές, δε βλέπει ντοκυμαντέρ με τη θάλασσα γιατί τον τρομάζει το σκούρο μπλε, φοράει πάντα σκουρόχρωμες κάλτσες και βάζει το ρολόι του πέντε λεπτά μπροστά στην προσπάθειά του να είναι συνεπής στα ραντεβού του· μερικές φορές διαβάζει στο τρένο, αλλά συνήθως ζαλίζεται. 
     Εκείνη δεν την απασχολούν ζητήματα όπως ο θάνατος, το Big Bang, οι Κόκκινοι Γίγαντες και οι Λευκοί Νάνοι, μετράει κάθε φορά τα φύλλα στα τριαντάφυλλα που της χαρίζουν σαν να μην έχει πίστη στη φύση, λατρεύει τον πατέρα της (και γι’ αυτό δεν του μιλά ποτέ) και δεν αντέχει τη μητέρα της (γι’ αυτό της εξομολογείται τα πιο μύχια μυστικά της). Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, φοράει ρούχα που δεν την κολακεύουν, πίνει θολά ποτά μέχρι που γίνεται λιώμα, δεν είναι ποτέ στην ώρα της από κόντρα με το χρόνο που δε φυλακίζεται (αλλά φυλακίζει), αρνείται να κυκλοφορεί υπό ήλιο τα καλοκαίρια ή μετά τη δύση του ηλίου τους χειμώνες, οδηγεί σαν μανιακή και συλλέγει κλήσεις· κρύβει σαπουνάκια διαφόρων αρωμάτων ανάμεσα στις πετσέτες και τα σεντόνια της. 
    Οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν Δεκέμβρη στο Μανχάταν: εκείνος επειδή λατρεύει τον τρόπο που ο πάγος εξαχνώνεται από τα κλαδιά των δέντρων κι εκείνη επειδή σιχαίνεται τις γιορτές στο εξοχικό των δικών της στο Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ. Εκείνος της διηγήθηκε πως μικρός, τους χειμώνες, κλειδωνόταν μέσα στο αμάξι του θείου του, σαν μέσα σε ολόδικό του ψυγείο που πάγωνε το χρόνο. Εκείνη του είπε πως «αυτό ακούγεται εντελώς χαζό». Εκείνος κατάλαβε ότι ήταν καμουφλαρισμένο φλερτ. Εκείνη του ζήτησε να ξαναβρεθούν. Εκείνος την πήγε βραδινή βόλτα, υπό χιόνι, στο Σεντραλ Παρκ. Εκείνη τον ρώτησε αν τη βρίσκει όμορφη. Εκείνος της είπε «έχει σημασία;». Εκείνη απάντησε «όχι». Ύστερα τα ίχνη τους χάθηκαν.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Τσέλο κάτω από τη γέφυρα


[Φωτό: Α.Π., Νεκρή Φύση, Ιανουάριος 2013]



Tην ημέρα περιδιαβάζει το πάρκο. Είναι ψηλός—σχεδόν δυο μέτρα—με πολύ μακριά άκρα. Περπατά με το στόμα ραμμένο, σκυφτός, τα χέρια του κρέμονται δεξιά κι αριστερά του. Το βλέμμα του γυρνάει σαν επικονιαστικό έντομο από τα κλαδιά των δέντρων στα παγκάκια, από τους ώμους των περαστικών στις γεμάτες νερό λακούβες. Από τις μύτες των παπουτσιών του στην πέτρινη γέφυρα. Εκεί όπου περνά τις νύχτες του άγρυπνος, αφού κάτι όνειρα τον κρατούν ξύπνιο μέσα στο όνειρό του.
Η γέφυρα εκτείνεται πάνω από τη λίμνη του πάρκου. Μια λίμνη μικρή, της οποίας το γύρο μπορεί κανείς να κάνει σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Δε μοιάζει να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό η ύπαρξη της γέφυρας. Εκτός ίσως από το να προσφέρει καταφύγιο σε ανθρώπους σαν κι αυτόν. Έτσι κι εκείνος—σαν από αιώνιο χρέος στην τύχη—περνά κάθε βράδυ απ’ όσα μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του εκεί, κάτω απ’ τη γέφυρα, μέσα σε μια ξεχαρβαλωμένη θήκη τσέλου. Αν τον ρωτήσεις δεν έχει ιδέα πώς ηχεί ένα τσέλο.
Τα βράδια κόσμος κάνει περίπατο στο πάρκο. Κάποιες φορές περνούν μπροστά του. Τότε εκείνος σηκώνει το κεφάλι και—χωρίς ποτέ να σηκωθεί όρθιος—τους μιλά. Για την προσδόκητη κακοκαιρία ή καλοκαιρία—ανάλογα την εποχή. Για τα χρώματα της αυγής και του δειλινού. Για τον εγωισμό της φύσης. Για βιβλία που δεν έχει διαβάσει. Για τις προθέσεις των ανθρώπων. Για την ανυπαρξία προθέσεων των ανθρώπων. Για την έλλειψη φαγητού και ύπνου. Για τις αλήθειες και τα ψέμματα που έχει πει. Για τα μονοπάτια του πάρκου που προτιμά—ανάλογα την εποχή. Για ταξίδια που ποτέ δεν έκανε. Για ανθρώπους που τον ερωτεύτηκαν αλλά τον ξέχασαν. Για ανθρώπους που δεν τον συνάντησαν ποτέ αλλά τον μισούν. Όλες αυτές οι συναναστροφές ομιλίας-ακοής έχουν κάτι από την αμήχανη αναστάτωση της πρώτης γνωριμίας δύο αγνώστων. Έτσι, μπροστά σε μια τέτοια αναστάτωση, όλο και κάποιος χαλαλίζει λίγα ψιλά ή δυο λέξεις παρηγοριάς για χάρη του. Πιο σπάνια, στη θέα του, ένα δάκρυ ξεφεύγει από το μάτι κάποιου κοριτσιού. Τότε—και ποτέ άλλοτε—εκείνος σηκώνεται όρθιος και λέει πάντα το ίδιο: «η ζωή είναι μια διαρκής άσκηση αναπνοών. Εισπνοές εποχών, αναμνήσεων, θορύβων, εκπνοές εξομολογήσεων, αναμνήσεων, ξοφλημένων ελπίδων και αποχαιρετιστήριων φιλιών. Όλα προσωρινά. Εγώ μια μέρα, την ώρα του απογευματινού τσαγιού, έχασα την αίσθηση του χρόνου». Και κάθε φορά αυτά του τα λόγια διώχνουν το άγνωστο κορίτσι μακριά, με τα μάτια στεγνά από δάκρυα και τα χέρια στις τσέπες, να σιγουρεύεται καθώς τρέχει ότι δε λείπει κάτι από μέσα.


[πρώτη δημοσίευση: (δε)κατα, τ. 26, Καλοκαίρι 2011]

Τρίτη, Ιανουαρίου 01, 2013

Polaroid 7.0


[Φωτό: Α.Π., Βράχοι/Θάλασσα - Δυτική Ελλάδα] 

Τhey lived, and loved, and laughed, and left. (James Joyce)

Την πρώτη φορά που έκανες διακοπές στο χωριό ερωτεύτηκες. Ήσουν δεν ήσουν επτά ετών. Εκείνη δυο χρόνια μεγαλύτερη. Ψηλή, μελαχροινή. Υπέροχη. Στα μισά του καλοκαιριού ο πατέρας της έφερε πάνω σε τρέιλερ ένα φουσκωτό—στα μάτια σου υπερωκεάνιο. Την άλλη μέρα σάλπαρε για το Λόγγο. Φορούσε μπλε σκούρο μαγιό. Την έλεγαν Ξένια. Από το «φιλοξενία» ήλπιζες, τελικά μάλλον απ' το «ξένη». Δεν την ξανάδες. Κι έτσι, όπως όλοι οι έρωτες που απάντησες από 'κει και πέρα, έμεινε τατουάζ στο υπογάστριο της μνήμη σου.