Γράφοντας αποκαλύπτουμε τί θέλει να ειπωθεί. (Max Aub)
Ο νεροχύτης έχει σκουριάσει γύρω από το σιφώνι. Το νερό κομμένο. Στην κουζίνα υπάρχει μια καρέκλα μόνο. Το πίσω αριστερό πόδι της σπασμένο. Αν την κοιτάξεις από το πλάι μοιάζει σαν να επιχειρεί μια βαθιά υπόκλιση—στο χρόνο ή το βάρος μας. Οι πολυθρόνες του σαλονιού έχουν παλιώσει. Έχουν ξεφτίσει στα γαζιά. Τα σκελετά τους δεν αντέχουν άλλο—ούτε το χρόνο, ούτε το βάρος μας. Οι κουρτίνες σαν να έχουν βαρύνει, τραβούν και κυρτώνουν τα κουρτινόξυλα. Το ύφασμά τους είναι όμως σχεδόν διάφανο—από τον ήλιο και τα φιλοπερίεργα βλέμματά μας. Στην πλευρά που βλέπει στο δρόμο, τα παντζούρια μένουν πια μόνιμα κατεβασμένα. Στην πλευρά που βλέπει στον ακάλυπτο, τα τζάμια είναι μπογιατισμένα με λευκή λαδομπογιά—για τον ήλιο και τα φιλοπερίεργα βλέμματά μας. Το μωσαϊκό έχει γυαλίσει κάτω από τα βήματα μας που σέρνονται. Οι διακόπτες στους τοίχους έχουν ανάγλυφα τα αποτυπώματά των δακτύλων μας—τρεις κανονικοί και ένας αριστερόχειρας. Τα στρώματα στα τέσσερα κρεββάτια (η μητέρα και ο πατέρας είναι χρόνια που κοιμούνται χωριστά) έχουν από μια γούβα στη μέση, περιγεγραμμένη από το ίχνος του ιδρώτα μας. Η τραπεζαρία χωρίζεται από το χωλ με μια ξύλινη βιβλιοθήκη. Όλα μας τα βιβλία τα κάψαμε. Στην αρχή επειδή φοβηθήκαμε ότι θα κρυώναμε. Μετά ως παιχνίδι για να διασκεδάσουμε τη ανία μας. Στο τέλος από συνήθεια, μέχρι τελευταίας σελίδας. Το μόνο που έχει απομείνει στα ράφια είναι ένα ανθολόγιο της μητέρας από την πέμπτη τάξη του δημοτικού—όταν έφτασε η σειρά του τέλειωσαν τα σπίρτα. Κάποια στιγμή, αδύνατο να προσδιορίσω πότε ακριβώς, κάναμε την τηλεόραση κομμάτια χρησιμοποιώντας ένα σκαμπό, το οποίο επίσης διαλύθηκε. Μια επόμενη ημέρα ξεκοιλιάσαμε και το ραδιόφωνο. Τα εντόσθια του κατέληξαν στη λεκάνη της τουαλέτας. Άλλωστε, τόσο η τηλεόραση, όσο και το ραδιόφωνο ήταν πλέον άχρηστα. Μας είχαν κόψει το ρεύμα. Συνηθίζαμε, εν είδει παχνιδιού, να κρυβόμαστε στις άδειες ντουλάπες. Τα ρούχα μας τα έχουμε καταστρέψει, σκίζοντάς τα σε λωρίδες με το ψαλίδι. Με τα ρετάλια έχουμε μονώσει γύρω-γύρω τις μπαλκονόπορτες και την εξώθυρα. Καθώς και την καμινάδα του τζακιού. Το ψαλίδι στέκεται τώρα καρφωμένο στην κάσα της πόρτας του μπάνιου. Μόνη του χρήση πια: να ακονίζουμε τα νύχια μας. Έτσι τα βράδια φυλάμε σκοπιές. Καθένας από τέσσερεις ώρες. Το ρολόι έχει σταματήσει πολύ καιρό τώρα. Και το φως που δύσκολα βρίσκει το δρόμο για το εσωτερικό του σπιτιού δεν μας πληροφορεί με ακρίβεια για τη στιγμή της ημέρας. Έχουν, όμως, εκπαιδευτεί τα βιολογικά μας ρολόγια να χτυπάνε τη σωστή στιγμή. Δεν έχουμε χάσει καμιά αλλαγή από όσο μπορώ να θυμηθώ—η μνήμη δυσκολεύεται όταν τα γεγονότα επαναλαμβάνονται σε ομόκεντρους κύκλους. Ως τώρα δεν είχαμε κανέναν που να προσπάθησε να μπει στο σπίτι μας. Από τη μέρα που τα κλείσαμε όλα δεν ξανάδαμε άνθρωπο. Δε νομίζω να έχει καν ανέβει κάποιος το πλατύσκαλο της εξώθυρας. Κοιμόμαστε λίγο. Με τόσο σκοτάδι στο σπίτι—πάντα και παντού πάμε ψηλαφιστά—είναι βέβαια σαν να μην ξυπνάμε ποτέ τελείως. Τα μεσημέρια—έτσι ονομάζουμε τις ώρες που δεν υπάρχουν σκοπιές για να φυλάξουμε—καθόμαστε στο μωσαϊκό του σαλονιού και τρεφόμαστε με αφηγήσεις. Από πριν: πριν μας κόψουν νερό και ρεύμα. Πριν παλιώσουν τα έπιπλα και αρχίσει τις υποκλίσεις η καρέκλα στην κουζίνα. Πριν κάψουμε όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης—εκτός από το ανθολόγιο της πέμπτης τάξης του δημοτικού της μητέρας. Πριν κόψουμε σε λωρίδες όλα μας τα ρούχα. Πριν οι γούβες στα κρεββάτια μας γίνουν αρκετά βαθιές ώστε να μας χωράνε ολόκληρους. Δεν θυμάμαι τί μεσολάβησε και περάσαμε από το πριν στο τώρα. Στο τώρα των σκοπιών και των ομόκεντρων κύκλων. Στο τώρα τρεφόμαστε με αφηγήσεις και πίνουμε κόκκινο κρασί. Και οι τέσσερεις. Στο τώρα η μικρή δεν είναι τόσο μικρή ώστε να μην επιτρέπεται να πιεί κι εκείνη. Πίνουμε κόκκινο κρασί σε κολωνάτα ποτήρια—από την προίκα της μητέρας. Στην αρχή αφηγούνταν ο πατέρας. Εδώ και κάποιον καιρό τις αφηγήσεις τις αναλαμβάνει ο αριστερόχειρας: είναι που έχω την καλύτερη άρθρωση από τους τέσσερεις. Είναι, βέβαια, που είμαι και ο μόνος ζωντανός.