Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2009

Ετών δώδεκα σε σχολική εορτή


Ο τοίχος μούσκεμα. Ο σβέρκος μου μούσκεμα. Το κάδρο με τη μάνα μου, ετών δώδεκα σε σχολική εορτή, αντιφεγγίζει στο μεσημεριανό ήλιο. Τα μάτια μου τζούζουν, η μάνα μου δεν φαίνεται. Όλα μου τα πράγματα βαλμένα σε κούτες, το κινητό μου πάνω στο μαξιλάρι. Όλες μου οι σκέψεις σε κουτάκια: οι φτερουγισμένοι με τους φτερουγισμένους, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι ξεχασμένοι στην πρώτη γραμμή της μνήμης, οι παρόντες κάτω από τόνους σκόνης. Όλο το βράδυ κρύωνα. Ένα ρίγος ανεβοκατέβαινε από τον άτλαντα στον κόκκυγα. Το κινητό μου δεν χτυπάει. Όλο το βράδυ έβλεπα τα χέρια μου να φυτεύουν μικρούς λευκούς σταυρούς στις ζαρντινιέρες της βεράντας στο πατρικό μου. Κοιτάζω τα νύχια των χεριών μου και ρουφάω μικρές γουλιές κοκα-κόλα από το κουτάκι. Κατουριέμαι, αλλά βαριέμαι να πάω ως το μπάνιο. Το κινητό μου δεν χτυπάει. Κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι την πιθανότητα εγκατάστασης ερ-κοντίσιον σ’ αυτήν την τρύπα. Περιμένω× σκέφτομαι μαλακίες: αν ο θάνατος είναι ο μεγάλος ύπνος κι ο οργασμός είναι ο μικρός θάνατος, τί είναι ο βαθύς ύπνος; Όπως είμαι οκλαδόν στον καναπέ ανασηκώνομαι όσο να φτάσω το σι-ντι πλέιερ. Αρχίζει να παίζει μια τρομπέτα το κονσέρτο D’ Aranjuez. Το βάζω σε χαμηλή ένταση, αν χτυπήσει το κινητό να τ’ ακούσω. Πια μετρώ το χρόνο όπως τα λουλούδια, μέρα-νύχτα. Τέρμα οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Μόνο μέρα και νύχτα. Σκέφτομαι ότι πρέπει να φάω. Το ψυγείο το έβγαλα χθες από τη μπρίζα, όταν σηκώθηκα έφαγα το τελευταίο κρακεράκι, το μαγαζάκι στη γωνία έχει κλείσει για τον Αύγουστο. Το να φάω απαιτεί περισσότερη προσπάθεια απ’ όση μπορώ να επενδύσω. Αποφασίζω ότι δεν χρειάζεται να φάω. Χρειάζεται απλά να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο. Δίπλα στο κάδρο με τη μάνα μου, ετών δώδεκα σε σχολική εορτή, υπήρχε μια φωτογραφία του παππού στις εργατικές πολυκατοικίες στη Δραπετσώνα, να κρέμεται από τον έκτο καθώς καρφώνει στον τοίχο. Τώρα μένει το αποτύπωμά της στη φθορά του χρώματος. Μπορώ να το κοιτάζω ώρα. Κι όπως ζαβλακώνω, κάποιο βραχυκύκλωμα της μνήμης την βγάζει από την κούτα και την ξανακρεμά στο ίδιο καρφί. Έτσι μπορώ να σας επαναφέρω όλους, πάλι μαλακίες. Δίπλα στην πόρτα υπάρχουν τρεις κούτες από πατατάκια Τσακίρης, παραγεμισμένες και κλεισμένες με ταινία. Από πάνω το άδειο κλουβί απ’ τα δυο κανάρια του παππού, όπως τα ‘χε στο μαγαζί – προ αμνημονεύτων – μάλλον με την ίδια εφημερίδα στον πάτο: 22 Δεκεμβρίου 1999. Το ‘χαμε φυλάξει για να φυλακίζουμε ρεσό, θυμάσαι; Το τηλέφωνο συνεχίζει όπως ξύπνησε: βουβό. Το σι-ντι πέρασε στο επόμενο κομμάτι. Δεν ξέρω τον τίτλο του. Σηκώνομαι. Ανοίγω παντζούρια και παράθυρα, σηκώνω την τέντα στο μπαλκονάκι, ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς στο μέσο του δωματίου και το φως μου καίει τα βλέφαρα. Με το δεξί χέρι, το καλό, ψηλαφίζω να βρω το κινητό. Πατάω στην τύχη ένα κουμπί. Ο ήχος με βεβαιώνει ότι δεν έχει μείνει από μπαταρία. Ξαναξαπλώνω, αυτή τη φορά χέρια ανοιχτά, σαν σε σταύρωση. Μετράω εισπνοές, μετά μετράω τις τάβλες ραμποτέ στο ταβάνι, μετά τους ρόζους σε μια τάβλα, τους δακτύλιους ενός ρόζου, τους δακτύλιους από χρώματα πίσω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα. Σσσσσσσσς! Στ’ αριστερά μου είναι η ντουλάπα. Άδεια. Από το ένα φύλλο της πόρτας κρέμεται η κρεμάστρα με τα μαύρα μου: σακάκι-παντελόνι-πουκάμισο-γραβάτα-ζώνη. Τα παπούτσια μου στο πάτωμα σκονισμένα γύρω-γύρω. Γυρνάω μπρούμυτα. Βάζω το κινητό στο πάτωμα μπροστά μου. Δεν χτυπάει. Σταυρώνω τα χέρια για ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου. Δεν χτυπάει. Από την Τετάρτη μέχρι σήμερα, Σάββατο, έχω επισκεφτεί τρία νεκροταφεία: Καλαμάκι, Ελληνικό, Ηλιούπολη. Το κοστούμι τα ‘βγαλε τα λεφτά του. Σε ένα τριήμερο. Κατά σειρά: παππούς, νονά, μητέρα. Τα παπούτσια τα ‘χω χρόνια. Χθες το βράδυ πέρασα – το αμάξι δανεικό – από το μανάβικο της παλιάς μου γειτονιάς και από κανά δύο σούπερ-μάρκετ και μάζεψα χαρτόκουτα. Πατατάκια, γάλατα, φρούτα, ρύζια ή ζάχαρες. Όλο το βράδυ πακέταρα. Πριν το πρώτο φως με πήρε ο ύπνος. Δεν πρόλαβα να ξεκρεμάσω αυτό το κάδρο με την φωτογραφία της μάνας μου, ετών δώδεκα σε σχολική εορτή. Δεν έχω πια τίποτα σ’ αυτές τις γειτονιές. Οι ρίζες μου εκεί όπου ανήκουν. Στο χώμα. Οι μνήμες εκεί όπου καρπίζουν× στο μπροστά μέρος του μυαλού μου. Τα μαζεύω και φεύγω. Ότι δεν μπήκε σε κούτα θα μείνει εδώ: το κοστούμι και τα παπούτσια, το κλουβί απ’ τα κανάρια, το κάδρο με τη φωτογραφία της μάνας μου, ετών δώδεκα σε σχολική εορτή. Όλα τα άλλα έχουν τη θέση τους, το κουτάκι τους. Η ζέστη είναι τώρα πιο έντονη. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει. Ο τοίχος ιδρώνει ασταμάτητα. Κι ο σβέρκος μου. Στο φως διακρίνω τα σωματίδια της σκόνης καθώς αιωρούνται. Αν δεν χτυπήσει μέχρι το τέλους του επόμενου τραγουδιού, O Pastor των Madredeus, θα το κλείσω. Φαντάζομαι πως δεν θα χτυπήσει, δεν απόμεινε κανείς να συνοδέψω μέχρι την άκρη της σκαμμένης στη γη τρύπας. Δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα. Το κινητό δεν έχει κουτάκι. Μάλλον θα πρέπει να μείνει κι αυτό εδώ. Στην αριστερή τσέπη από τη βερμούδα μου έχω μια φωτογραφία μου, ετών δώδεκα να λέω ποίημα σε κάποια σχολική εορτή. Η μάνα μού κρατά το χέρι χωρίς να φαίνεται ολόκληρη. Κλείνω το κινητό και το βάζω μέσα στο κλουβί.