Τώρα που μοιαζει να κατάκατσε ο κουρνιαχτός, και με την (απολύτως μετρήσιμη) απόσταση που χωρίζει τον γράφοντα από τα δρώμενα - θεατρικά ή «θεατρικά», αναρτώ το παρόν κείμενο με αφετηρία την ταραχή και σημείο άφιξης την απορία, σε μια προσπάθεια να αφηγηθώ λογοτεχνικά τα μη λογοτεχνίζοντα⋅ κίτρινο το χρώμα του μίσους;
Στον τσαμπουκά δεν πήρα μέρος. Γιαλαντζί τσαμπουκάς βέβαια, ένας κοντός μεσήλικας που βρώμαγε σαπούνι, κανά δυο αδιάφοροι κουλτουριάρηδες, οι παρφουμαρισμένοι θεατρώνηδες, ένας που το ‘παιζε δικηγόρος και μερικές ευωδιαστές γκόμενες με φουλάρια. Δεν φτουράγαν. Δεν πήρα μέρος στον τσαμπουκά, αλλά με είχαν ντυμένο οι δικοί μου. Δεν είναι ότι γνωριζόμαστε καιρό, δηλαδή τους ξέρω δυο μέρες σκάρτες, αλλά ήμουν απόλυτα ταιριαστός. Καταλαβαίνεις, δυο τρία κεράσματα, που ‘χα να βάλω μπουκιά στο στόμα από το κάποτε, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, δεν θέλω πολλά, και ντύθηκα στα γούστα τους. Μου βγάλανε και παρατσούκλι, η διαφορά στη γλώσσα βλέπεις δεν με βοηθά να τους πω Βλάντιμιρ με λένε, αφού πρώτα το συζητήσανε και το ξανασυζητήσανε και το ξανασυζητήσανε: Ντουρρούτι. Αρχικά βέβαια, δημοκρατικά και ομόφωνα, αποφασίστηκε να με φωνάζουν Μπουεναβεντούρα – κι εγώ, φαντάζομαι στο πνεύμα υπακοής στην πλειοψηφία, να ακούω στο παρατσούκλι αυτό. Αλλά, μετά, ένας φίλος είπε ότι μπορεί και να παραήταν μεγάλο, τόσες συλλαβές, και δεν θα το έπιανα εύκολα. Αυτό το τελευταίο, σχετικά με την ικανότητα αντίληψής μου, δεν πέρασε από ψηφοφορία, έγινε άμεσα και καθολικά αποδεκτό. Δεν είπα τίποτα, φαγητό να βρίσκεται και παριστάνω και τον κουφό. Τελοσπάντων, καταλήξαμε στο Ντουρρούτι. Ντουρρούτι, οκέι. Την επομένη ήταν που με μπογιατίσανε. Από μύτη μέχρι ουρά. Κίτρινο, κίτρινο! Φωνάζανε κι ο καθενας έβαζε την πινελιά του, συλλογική εργασία. Βέβαια, εγώ χρώματα δεν καταλαβαίνω, αχρωματοψία, όλα γκρίζα ή μαύρα, αλλά μύριζε παράξενα το μίγμα τους – κάποιος καυχήθηκε πως ήταν οικολογικό. Δεν ξέρω. Το χαρτόκουτο της βαφής, πάντως, κατέληξε σε κάδο ανακύκλωσης. Το ‘δα με τα μάτια μου. Όσο κράτησε το ρετούς κάποιος με χάιδευε πίσω απ’ τ’ αυτιά. Είχα χαλαρώσει, έφαγα κι ένα μισοκόμματο, χαλάλι. Το βραδάκι μαζευτήκαμε, αρματώθηκαν οι δικοί μου – κι άλλες μπογιές και σπρέι και χαρτιά, στυλώθηκα κι εγώ με δυο μπισκότα που άρπαξα και πήραμε να κατηφορίζουμε. Στη Μπενακη ένα στένσιλ του Στάλιν έξω από ένα δισκάδικο με κοίταξε, θα ορκιζόμουν μόνο εμένα. Πήρα τέτοια χαρά. Έτσι το ‘χαμε στα μέρη μας. Μην κοιτάς που ξενιτεύτηκα στα γεράματα. Τελοσπάντων. Φτάνουμε έξω από το μέρος. Μύριζε θέατρο. Το σανίδι βλέπεις, η κυρά μου στο Λόβετς ήταν θεατρίνα και τα πιάνω αυτά. Πιάνουν δυο δικοί μας να γράφουν στους τοίχους, η τέχνη σας βρωμάει θάνατο, καλό! Αρχίζουν να πετάνε στον αέρα τα φέιγ βολάν, αρχίζουν τα συνθήματα κι εγώ να κρατώ το ρυθμό αλυχτώντας. Μετά μπουκάρανε και στα μέσα, το μαγαρίσανε το θεατράκι, κρίμα, το λυπήθηκα, η κυρά μου έβγαζε ψωμί από δαύτο, κρίμα, αλλά ητανε για καλό σκοπό. Αν τους άκουγες φούσκωνες από περηφάνια, τα λένε καλά γαμώτο τους, ο κάθε κωλοαστός που μυρίζεται λεφτά, πείτε τα! Τότε συνέβη το παράξενο: με πιάνει ένας δικός μου και με πετά μπροστά. Σιγά! Στην ηλικία μου δεν είμαι γι’ ακροβατικά. Παραπατώ μέχρι την είσοδο, βρίσκω ισορροπία ανάμεσα στο μεσήλικα και στο δικηγόρο, έχετε δει ποτέ κίτρινο σκυλί ψευτοκουλτουριάρηδες; Ρωτάνε και με δείχνουν. Γαβγίζω. Έχετε δει ποτέ κίτρινο σκυλί που το λένε Βλαντιμίρ και το φωνάζουν Ντουρρούτι, ε; Χοροπηδάω στα πίσω πόδια. Έχετε δει κίτρινο σκυλί με τέτοια δόντια; Γρυλίζω. Δαγκώνει το κίτρινο σκυλί; Σκέφτομαι και χιμάω ν’ αρπάξω την ουρά μου. Δαγκώνει; Τα σκάγια από μια βόμβα μπογιάς με πηρανε στο πλευρό. Υπάρχει πια κίτρινο σκυλί; Ξάπλωσα στην άσφαλτο κι έπιασα να γλείφω τις πληγές μου.