όπως αναρτάται στην ιστοσελίδα του Μ. Φάις, στο Εντευκτήριο του Hotel Memory
Τη ζηλεύω την πουτάνα (άρα την αγαπάω), ζει για το πάθος της, έτσι είναι, πουλιέται στον ένα και τον άλλον, το αναπνέει μ’ όλο της το δέρμα, για τους δυο μήνες που χτυπάνε οι φλέβες της, άντρας-γυναίκα δεν κάνει διαφορά, μόνο ο πυρετός της ένωσής τους, η εξάρτηση, μόνο αυτό μετράει, σμίγει το αίμα τους, όλα -τάχα μου- για το γέννημά της, μπερδεύονται ο ιδρώτας, οι βλέννες των κορμιών τους (σιχαμερά καβλωτικό), το οξυγόνο που εισπνέουν, την ακολουθώ με το βλέμμα πίσω απ’ τη σίτα: σουφρώνει-προτάσσει χείλη, μπήγει δόντια κι απομυζεί, γεύεται, ύστερα ανυψώνεται, αιωρείται, ανατριχιάζει, κι εγώ; εγώ ουρά της, τσιμπάω τα ψίχουλα των συμπτωματικών συνευρέσεών της, ενώ εκείνη φτερουγίζει αδιάφορα, χορτασμένα, περνάει δίπλα μου σκίζοντας τη σίτα, στροβιλίζεται, γελά ένα γέλιο γάργαρο (σεισμός στα σπλάχνα μου), όσο να χαθεί στην υγρασία της αυλής ζητιανεύω τα χνάρια απ’ το αίμα που χύθηκε στο πεδίο της μάχης, τον ιδρώτα και τη βλέννα των στιγμιαίων εραστών της, γλείφω τ’ απομεινάρια της σε σβέρκους, πλάτες, μπράτσα και στήθη, με κυνηγάνε λόγια, δάκτυλα, μάτια, παλάμες, ματώνω, πονάω, ερεθίζομαι, πεινάω, τραντάζομαι, χύνω, κλαίω, τρεκλίζω, αιωρούμαι, γελάω, είναι ανώφελο, σαν κι αυτή, κι εγώ διαφορετικός, λιγότερος, άλλη δίψα, άλλοι έρωτες, στιγμές-στιγμές προσεύχομαι (σε τί; σε ποιόν;) να ήταν Μάντις, να μου δινότανε για μια -μόνη- φορά με τόσο πάθος, και στο τέλος, στην κορύφωση, στη συγκοπή του οργασμού μου, να μου έκοβε το κεφάλι, χράαακ, με μια χαψιά, αφού πρώτα με κοιτάξει στα μάτια, βαθιά, αφού πρώτα μου δώσει σημασία, πριν την τελευταία έξοδο, μικρός και μεγάλος θάνατος μαζί· τελικά τί μένει; εγώ, ένα κουνούπι στην πλάτη της, ανώφελος έρωτας, δυσάρεστο βάρος, χρήσιμο (στιγμιαία) όσο κι αδιάφορο (διαχρονικά).
(Ας δώσουμε μια υπόσχεση, ας μη μιλήσουμε ξανά για έρωτες, εντάξει; ποτέ ξανά, πες το κι εσύ, τελειώσαμε με τους έρωτες, εντάξει;)