Ι.
“Πάνω κάτω, πάνω κάτω. Όχι κυκλικά. Βουρτσίζουμε δεν κοροϊδεύουμε την κοινωνία. Σαράντα φορές τα μπροστά, σαράντα τα πλαϊνά, σαράντα κι από μέσα. Παντού βουρτσίζουμε, παντού. Να φύγουν τα μικρόβια. Τι θέλεις να μεγαλώσεις και να μείνεις χωρίς δόντια;” Έτσι μου ‘λεγε η μάνα μου όταν ήμουνα μικράκι. Κι εγώ πάσχιζα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, με μίσος. Κούραζα το δεξί μου χέρι κι όταν αυτό απόκαμε έβαζα την οδοντόβουτρα στ’ αριστερό. Μέσα έξω, μπρος πίσω, πάνω κάτω. Και δώσ’ του βούρτσισμα. Τρεις φορές τη μέρα κι η κυρά Φανή πάνω απ’ το κεφάλι μου στητή. Ακάματος φανοστάτης, να φωτίζει τη συνέπεια και την ταγή μου στην καθαριότητα. Κι όταν κατά το πρωινό βούρτσισμα μάτωνε το ούλο μου, εδώ να, κι έτρεχε αίμα ως το χείλι μου εγώ το ‘φτυνα τρομαγμένος. Έρεε απ’ το παιδικό μου στοματάκι μια αφρισμένη πράσινη παχύρευστη ουσία μ’ ένα πορφυρό κύμα στη μέση. Έκλεινα τα μάτια μη δω να χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού μου στη δίνη του νιπτήρα. Τότε ήταν που λύγιζε ο φανοστάτης, μου σκούπιζε το στόμα με μια πετσέτα καθαρή που’ χε στην άκρη πλεκτή μπορντούρα και μου’ λεγε στοργικά: “Μη σε νοιάζει, αυτό είναι τρελό αίμα, πρέπει να φύγει, μη σε πιάσει και τρελαθείς αγόρι μου”. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε φοβόμουν. Φορτωνόμουν ξαλαφρωμένος τη σάκα μου κι έβγαινα στο δρόμο για το σχολείο.
Σαράντα φορές έκανα κι άλλα πράγματα. Το μάσημα για παράδειγμα. Μάσαγα κάθε μπουκιά σαράντα φορές σε κάθε πλευρά του στόματος. Δυο ώρες μου’ παιρνε το μεσημεριανό κι άλλες τόσες το βραδυνό. Ύστερα πλύσιμο τα χέρια σαράντα φορές η ράχη της παλάμης, σαράντα κι άλλη της πλευρά. Για τα δόντια τα ‘παμε. Η μάνα μου μάλιστα με ορμήνευε κάθε πρωί για τα παρακάτω: “Τώρα που θα πας στο σχολείο πρόσεξε καλά. Σε κάθε διάλειμμα πλένουμε τα χέρια μας με το σαπούνι που σου ‘χω στη σάκα. Το ίδιο ισχύει και για όταν χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα. Προς Θεού μην ακουμπήσεις το φαϊ στο κυλικείο, θα φας σπίτι μας μια και καλή, και όχι τουαλέτα στο σχολείο, θα πιάσεις κανά μικρόβιο. Κρατήσου. Σφίξου. Σπίτι μας πας στο μπάνιο όσο θες”. Βέβαια, όπως το θυμάμαι και το θυμάμαι πολύ καλά, ούτε εκεί με άφηνε να κάθομαι με τις ώρες. Ποτέ δε φώναζε, βέβαια, η κυρά Φανή, αλλά κοφτά κι αποφασιστικά με παρατηρούσε που καθόμουν μες τη βρώμα τόσην ώρα και που θα μουλιάζανε τα ρούχα μου στη μπόχα απ’ τα αφοδεύματά μου κι ύστερα δε θα με πλησίαζε κανείς άνθρωπος έτσι που θα’ μουν σαν γιός βόθρου. Σήκωνα κι εγώ τα παντελόνια κι έβγαινα χωρίς να τραβήξω το καζανάκι, αφού ο ολόφωτος φανός των νεανικών μου χρόνων έφεγγε το φως του στα αποκυήματα του παχέως εντέρου μου κι εξέταζε, έτσι έλεγε, την υγεία του οργανισμού μου.
Όσο περνούσαν τα χρόνια η συμπεριφορά της δε με τρόμαζε, απλά μ’ ενοχλούσε και μ’ αποσυντόνιζε. Στην τουαλέτα, στο βούρτσισμα των δοντιών, στο ντους. Ήμουν σχεδόν δεκάξι χρονών όταν την έπεισα, χωρίς φωνές -δεν πιάναν οι φωνές στη μάνα μου- πως δεν έπρεπε να στέκει μπάστακας μέσα στο μπάνιο όταν πλένομαι για να βεβαιώνεται για το σχολαστικό καθαρισμό κάθε γωνίας του κορμιού μου. Για να μην πω πως μέχρι τα έντεκα-δώδεκα αναλάμβανε εκείνη την προσωπική μου υγιεινή. Ήταν ένα συναίσθημα παράξενο, αλλά τ’ ομολογώ δε το’ νιωθα βασανιστήριο. Το κατάπιασμά της με το τρίψιμο ανάμεσα στα δάκτυλα χεριών και ποδιών, με το ενδελεχές πλύσιμο των αυτιών, έως και του πισινού μου μου απέδιδε μια ευχαρίστηση. Είχα την αμέριστη προσοχή και φροντίδα της. Ήμουν το επίκεντρο των εμμονών της. Κι αν πάντα έτσι ήταν η κυρά Φανή αλλά σε μένα δεν έφτανε έτσι πάντοτε. Κι αν στην εφηβεία την αρνήθηκα τη ζέση της ήταν γιατί μου είχε πια προκύψει μια άλλη, πιο ζεστή και κάπως πιο πικρή στη γεύση, μια άλλη που ανάβλυζε από ανάμεσα απ’ τα σκέλια μου.
ΙΙ.
Κατέβηκα χθες τ’ απόγεμα στο φαρμακείο. Περίμενα λίγο να πέσει ο ήλιος μη με βαρέσει στο δόξα πατρί. Στερέωσα λοιπόν το ψαθάκι μου στο κεφάλι και βγήκα. Κατέβηκα από τις σκάλες, για άσκηση. Πήγαινα με βήμα σταθερό από το πεζοδρόμιο και πρόσεχα πάντα να ακουμπά το παπούτσι μου μέσα στις πλάκες του πεζοδρομίου κι όχι στους αρμούς. Βάδιζα προσεκτικά για το λόγο τούτο και τσατίστηκα όταν ένα μηχανάκι αραγμένο στο πεζοδρόμιο μου χάλασε την ασχολία. Με τα πολλά έφτασα στο φαρμακείο. Στάνταρ προμήθειες. Οινόπνευμα, μπεταντίν, ασπιρίνες που κάνουν καλό στην καρδιά και γάζες αποστειρωμένες. Μ’ αυτές σκουπίζομαι στη τουαλέτα, γιατί τα χαρτιά υγείας ποιός ξέρει από πόσα χέρια έχουν περάσει. Πλήρωσα. Είπα ύστερα να βολτάρω λιγάκι. Είχε δροσιά. Περπάτησα προς την πλατεία της Κυψέλης. Στο ύψος της Αμοργού είχε σπάσει μια σωλήνα. Ανάβλυζε νερό στο δρόμο και είχαν σχηματιστεί δυο ρυάκια που πήγαιναν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Πήρα το ένα στο κατόπι. Κελάριζε το νερό κι εγώ ακροπατούσα δίπλα του, λες και φοβόμουν μη βραχώ. Θυμήθηκα το κτήμα στο Δημητρόπουλο, με τις λεμονιές και το ποτάμι που όταν φούσκωνε έκοβε πέντε-δέκα μέτρα απ’ τη γη μας. Θυμήθηκα που’ ταν σ’ ένα τρίστρατο βαλμένο και που πιάναμε τα τζιτζίκια απ’ τα δέντρα το καλοκαίρι. Τι ωραία που ήταν εκεί το καλοκαίρι! Είχε δροσιά απ’ το νερό, κι ας είχε μισοστερέψει το ποτάμι, είχε σκιά και μύριζε λεμόνι. Βέβαια, ο πατέρας τα’ πιανε τα τζιτζίκια γιατί κατουράνε τα χέρια και δεν ήτανε να λερωθώ. Μου τα’φερνε κοντά στη μούρη κι εκείνα ζουζούνιζαν μπας κι ελευθερωθούν κι εγώ τραβιόμουν πίσω σιχασιάρικα κι εκείνος τ’ άφηνε να φύγουν κι εκείνα χάνονταν κόντρα στο φως. Εις μνήμην της αναπόλησης σκάρωσα επιτόπου ένα ποιηματάκι, κάπως έτσι πήγαινε:
Τρεις στράτες,
πριν τέσσερεις μέρες,
μια κουβέντα γλυκή,
μια βόλτα μικρή
πλάι στο νερό σε πιάνει η ψύχρα,
χωρίς προορισμό,
με λάγνο δισταγμό πατάς εκεί,
μια μύγα έλιωσε
νεκρή,
του βόμβου έσβησε η φωνή.
Τρελός, σίγουρα όχι.
Ίσως πάλι ναι.
Το’ λεγα και το ξανάλεγα. Με κοιτούσαν οι περαστικοί να το απαγγέλω μεγαλόφωνα. Γύρισα σπίτι, άφησα τα παπούτσια στο χαλάκι της εισόδου, ακούμπησα το καβουράκι δίπλα στη μαγκούρα του μακαρίτη του πατέρα. Πήρα ένα λεμόνι απ’ το ψυγείο, ξαπλώθηκα στο καναπέ και το’ βαλα κάτω απ’ την μύτη μου.
ΙΙΙ.
Ο πατέρας μου ζήταγε τον καφέ σερβιρισμένο με λουκούμι τριαντάφυλλο και νερό με παγάκια στη βεράντα κάθε απόγεμα μετά το μεσημεριανό του ύπνο. Κι ήταν ιερός ο ύπνος του αυτός. Τόσο που η βαφτιστήρα του πατέρα συχνά περνούσε τις ώρες αυτές αγκαλιά με το κόκκορα μέσα στο κοτέτσι. Είχε αποσυντονιστεί ο δόλιος και κακάριζε μέρα μεσημέρι. Η παράδοξη συντροφιά της Μαρίτσας του ‘δινε μια σύντομη παράταση ζωής. Φυσικά, τηλεόραση από τις δυόμιση μέχρι τις πέντε δεν είχε. Και για παιχνίδι ούτε λόγος. Εγώ κι αδερφή μου, μωρό ακόμη, δίναμε όρκο σιωπής μην ξυπνήσουμε τον πατέρα. Κι η κυρά Φανή περιπολούσε το διάδρομο, από την τραπεζαρία έξω απ’ το υπνοδωμάτιο μέχρι το σαλόνι που στεκόμασταν εμείς. Δυο ώρες ακίνητα σα μπιμπελό στο σύνθετο. Ακόμη και το μωρό συναισθανόταν τη σοβαρότητα της κατάστασης κι έμενε στήλη άλατος, άντε να’ ριχνε κανά ακαταλαβίστικο μουρμουρητό που και που. Ήταν τόσο συμπαθητικό το αδερφάκι μου. Τόσο που κόντεψα να πεθάνω για χάρη του. Η κοιλιά της μάνας μου μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε κι η θανατερή μου διάθεση.
Γύρναγε ο πατέρας από τη Χαρτοποιεία το μεσημέρι, έβρισκε ζεστό φαΐ και καλοσιδερωμένο τραπεζομάντηλο, ζήταγε να φάει με το γιο του που ‘χε και τ’ όνομα και τα μάτια του δικού του πατέρα. Μα εγώ είχα ώρα πριν μπει κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας κι έβλεπα αηδιασμένος. Το πρώτο που’ κανε ήταν να χαϊδέψει την κοιλιά της μάνας μου κι ύστερα άφηνε το κορμί του να πέσει στην καρέκλα. Μα εγώ το ‘χα βάλει σκοπό να τους εκδικηθώ και τους δυο. Αν βάλεις κι εκείνο που ήταν στο δρόμο, τότε και τους τρεις. Δεν έκοψα το φαΐ, αλλά έκοψα την τουαλέτα. Κάθε που μ’ έπιανε η ανάγκη κρυβόμουν γονατιστός κάτω απ’ το τραπέζι κι έσπρωχνα τα γεννήματα του πισινού μου πάλι μέσα με τη φτέρνα μου. Ζοριζόμουν, κοκκίνιζα, έσπρωχνα κι ο πόνος κάποτε περνούσε. Το ξέραν κι οι δυο τους πως ήμουν εκεί κάτω κι η φωνή μου, που έβγαινε κομπιαστικά καθώς προσπαθούσα να πιάσω αδιάφορη συζήτηση, με πρόδινε. Αλλά είχα το σχέδιό μου. Το ζόρι κράταγε έξι μήνες και παράλληλα στο σχολείο μασούλαγα τις άκρες από τα μολύβια και τα βιβλία. Όπως τα υπολογίζω πρέπει να’ θελα δυο με τρία μολύβια και τουλάχιστον σαράντα άκρες από σελίδες σχολικών βιβλίων και τετραδίων τη βδομάδα.
Κι αν κάτι απέδωσε το ζόρι μου ήταν που μαζί πήγαμε στο νοσοκομείο της Πάτρας με τη μάνα μου. Δίπλα δίπλα στ’ αυτοκίνητο, εκείνη να ζαλίζεται απ’ τον τοκετό κι εγώ να λιγοθυμάω από το δηλητήριο των εμετών μου. Της κράταγα το χέρι, ο πατέρας βλαστήμαγε την τύχη του, η κόρνα προμήνυε τα παρακάτω. Από τη μάνα μου βγάλανε ένα κούτσικο μωρό, ένα σάρκινο κουφέτο. Από την άκρη του εντέρου μου έβγαλαν αρκετά γραμμάρια συμπυκνωμένων κοπρόλιθων κι απ’ το στομάχι μου ένα συφερτό μολυβιού και κυτταρίνης. Σε δυο μέρες πήγαν οι τρεις τους σπίτι στα Σελιανήτικα κι εμένα άρχισε να επισκέπτεται μια συμπαθητική ξανθιά. Γλυκομίλητη, συγκαταβατική και γεμάτη απορίες. Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τι τα’ θελε όλα αυτά που με ρώταγε. Όμως το ένστικτο του ένοχου με κρατούσε στα ψέμματα. Της αράδιαζα πως δε μου δίνανε λεφτά οι δικοί μου να φάω στο σχολείο κι έτσι έτρωγα τα μη βρώσιμα, πως στην τουαλέτα δεν πήγαινα αφού η μάνα μου δεν την καθάριζε και βρωμοκοπούσε κι άλλα τέτοια. Ανάμεσα σ’ αυτά μ’ έβαζε να της ζωγραφίζω, ότι μου’ ρχόταν έλεγε, κι εμένα το χέρι μου έπιανε σε κάτι τέτοια καλλιτεχνικά κι ας μην καταπιάστηκα τελικά ποτέ μαζί τους. Σκάρωνα κι εγώ λιβάδια ολάνθιστα και ήλιους λαμπερούς και σπίτια πολύχρωμα και φίλιους ανθρώπους γελαστούς κι εκείνη απορούσε με την τόση ευτυχία, αλλά δε μου’ λεγε λέξη. Μόνο μια φορά, εκεί προς το τέλος, της ξέφυγε ένα: “Τρελό αίμα τρέχει στις φλέβες σου παιδί μου”, αλλά δεν του ‘δωσα σημασία. Παντζάρια γίναν οι δικοί μου όταν τους μετέφερε τα καθέκαστα η απορημένη γιατρέσσα και με πήραν άρον άρον σπίτι. Έτσι βρέθηκα τελικά να μοιράζομαι το δωμάτιο με το θηλυκό ανθρωπάκι, να κάνουμε μαζί ησυχία τα μεσημέρια, να έχουμε και την κυρά Φανή μισή μισή.
IV.
Από το πρωί καίει ο τόπος. Έχει σαραντατρείς βαθμούς κι όπως έβγαζα το κεφάλι στο άνοιγμα του παραθύρου ν’ ανασάνω λίγο μ’ έπαιρνε ο λίβας στα ρουθούνια και μου κοβόταν η ζωή. Σκατά. Το κλιματιστικό ήταν του διπλανού. Για δικό μου ούτε λόγος. Ένα ενοχλητικό ζουζούνισμα εκεί ακριβώς στο όριο της βεράντας μου. Κάθε μισή ώρα κοβόταν και το ρεύμα. Μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Να μην μπορείς να βάλεις στη διαπασών τη μουσική να του τη σπάσεις λίγο του διπλανού που δροσίζεται κι εμένα καψώνει ο πισινός μου. Ναι. Να του βάλεις εκείνες τις όπερες με τις στριγγλιές και τα στεντόρια ανεβοκατεβάσματα της φωνής που μου ‘βαζε η μάνα για να κοιμηθώ. Αυτά σπάνε τζάμια μου είχε πει μια φορά που με πέτυχε στ’ ασανσέρ. Σε τόνο δασκαλίστικο. Και το μυξιάρικο απέναντι στολισμένο σα πεταλουδίτσα. Το κωλοπαιδάκι. Κουκλί με τις αστραφτερές κεραιΐτσες στερεωμένες στο κεφάλι, με τα διάφανα χρωματιστά φτεράκια στην πλάτη, πασαλειμένο απ’ την κορφή ως τα νύχια με κραγιόνια και με ένα χαμόγελο απόλυτης ευτυχίας. Ούτε ζέστη, ούτε λίβας, ούτε πυρκαγιές, ούτε κάψες.
Απ’ τ’ άλλο πλάι του σπιτιού σηκώνουν μια πολυκατοικία. Δε σ’ αφήνει να κλείσεις μάτι. Απ’ τις εφτά το πρωί γκράκα-γκρούκα. Ζω σε σύννεφο λευκής σκόνης πια. Λευκή σκόνη στα ηχεία του στερεοφωνικού, στο τραπεζάκι του καθιστικού. Λευκή σκόνη στα σώβρακά μου. Σα λερωμένο παραμύθι στην ομίχλη. Είμαι ολημερίς με ένα βρεγμένο πανί και μαζεύω τη σκόνη. Τώρα έκατσε κι ο καύσωνας κι απόγινε. Σαν να έλιωσε απ’ τη ζέστη η λευκή σκόνη μέσα στο κεφάλι μου κι έκανε μια κρούστα γύρω απ’ το μυαλό σου. Μου πιέζει τη σκέψη. Μου τη χαλάει. Και δώστου τρυπάνια βζζζτ και δώστου σφυριά νταπ-ντουπ και δώστου φωνές. Πέφτουν οι χριστοπαναγίες σύννεφο. Καταβρέχει η μάνα του μωρού απέναντι τα ντουβάρια με το λάστιχο. Αυτά δροσίζονται και δακρύζουν μέχρι το μωσαϊκό της βεράντας. Εκείνη ξαναμπαίνει μέσα στα δροσερά και το πεταλουδάκι στο λιοπύρι, στη λιμνούλα του, αγέρωχο να βγάζει κάτι πνιχτές κραυγούλες. Εγώ κοιτάζω και σφουγγίζω τον ιδρώτα με αρωματισμένα πανάκια.
V.
Τρεις μέρες κολλημένο το θερμόμετρο στους σαράντα. Ποτάμι ο ιδρώτας σου πατέρα στον καναπέ. Να μουσκεύει η πλάτη κι ο κώλος. Σηκωνόσουν να πάς μόνο μέχρι το ψυγείο. Γύρναγες με μια μπύρα στο χέρι και ξανά στο ίδιο σημείο. Κέντραρες τη στάμπα του ιδρώτα στο καναπεδάκι και άφηνες το κορμί σου να πέσει πάνω της. Δυο γουλιές. Μια τζούρα απ’ το άφιλτρο. Θυμάσαι τη Σουηδία πατέρα; Δεν γνώρισες λίβα εκεί. Κρύο, βροχή, κρύο, βροχή. Μόνο αν έριχνε κανά χιόνι σου θύμιζε τους χειμώνες στο ποτάμι στο χωριό. Έτρεχες έξω απ’ το κουτί σου κι απλωνόσουν στο παγωμένο νερό. Τριβόσουν σαν λευκή αρκούδα που’ χε μόλις γυρίσει απ’ τους τροπικούς. Έτριβες τη θύμιση στο ξένο χώμα κι ετσι λίγο φίλιωνες με την ιδέα της ξενιτιάς. Η Χαρτοποιεία έκλεισε εκεί που δεν το περίμενες. Η κόρη ήρθε εκεί που δεν το περίμενες. Η Σουηδία σε περίμενε. Κορόνες στο φάκελο. Το κεφάλι του Νομπέλ στην πάνω γωνία, Sotiropoulos Tasos, Stockholm, Sweden με τα γράμματα αλλουνού πιο κάτω. Παρ αβιόν. Αυτό έβλεπε η κυρά-Φανή από σένα όταν η μικρή έγινε πέντε χρονώ. Αυτό λάμβανε μέχρι να φτάσει τα επτά. Κι ύστερα ανέβηκαν στο αεροπλάνο να’ ρθουν στη Στοκχόλμη. Τρίφτηκαν οι μνήμες στους στο χιόνι. Στις ιταλικές Άλπεις. Χάθηκαν. Θάφτηκαν. Πάγωσαν. Ξεχάστηκαν. Έσβησαν. Πάλιωσαν. Απολίθωμα οι μνήμες τους. Κι εσύ γύρισες στο χωριό. Καύσωνας ή χιόνι εσύ εκεί. Έσφαξες και τον κόκκορα που σε ξύπναγε τα μεσημέρια με τα κρωξίματά του. Και πια ψυγείο-μπύρα-καναπεδάκι. Θυμάσαι τη Σουηδία πατέρα; Θυμάσαι τις Άλπεις; Θυμάσαι το γιό σου πατέρα;
VI.
Απ’ το πρωί έχει παρκάρει κάποιος μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ένα μαύρο τρίθυρο αυτοκινητάκι με μοχθηρά μάτια. Μισό πάνω στο πεζοδρόμιο, μισό στην άσφαλτο. Κοίτα θράσος. Έχω κατέβει τρεις φορές κάτω. Έχει πάει μεσημέρι κι ο οδηγός άφαντος. Να μην μπορείς να βαδίσεις στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι σου. Δεν είμαστε καλά. Τόσο δα. Δυο πιθαμές από το κεφαλόσκαλο της εισόδου. Δυο θρασύτατα μοχθηρά πλαστικά μάτια μπροστά στην πόρτα μας. Δεν κλείνεις κύριε ένα σπίτι. Κλείνεις τόσα. Δώδεκα. Κλείνεις τα σπίτια μας. Κλωτσάω με τη μύτη απ’ τα παπούτσια μου τα λάστιχα. Το κάνω επιφυλακτικά μη τα σκονίσω. Δείχνουν τόσο όμορφα έτσι καλογυαλισμένα που τα ‘χω. Αλλά πόση υπομονή να κάνεις; Πόση; Στο διάτανο και το γυάλισμα. Το κλωτσάω με όση δύναμη έχω. Το κλωτσάω και βλαστημάω. Στη μαμά δεν άρεσε να βλαστημάω. Ούτε στον πατέρα, αλλά όταν με βάζανε οι συμμαθητές μου στο σχολείο να βλαστημάω εκείνος δε μ’ άκουγε. Στη Στοκχόλμη δε φτάναν οι βλαστήμιες. Το κλοτσάω με μανία. Αφιονίζομαι. Αφιονίζονται και τα ματάκια του. Αναβοσβήνουν και όλο το σασί πάλλεται. Δονείται στους ήχους μιας στριγγής σειρήνας. Ίου ίου ίου ίου. Πήραν φωτιά τ’ αυτιά μου. Έβρασε το αίμα στις φλέβες μου. Η φασαρία έφερε και τον υπαίτιο κοντά στο μοχθηρό αμαξάκι με το μαύρο χρώμα και τις τρεις θύρες. Μου είπε κάτι σαν τι έγινε εδώ ρε μπάρμπα. Δεν άκουγα. Χτυπάγαν οι παλμοί σα σφυριά στ’ αυτιά μου. Το ‘νιωθα καψωμένο το πρόσωπό μου. Μόλις έφτασε μπροστά στο πλατύσκαλο του χίμηξα. Χωρίς σκέψη. Βούτηξα στο μέρος του και άνοιξα διάπλατα τις σιαγόνες μου. Ήθελα να του καρφώσω τα ψεύτικα δόντια μου στο λαιμό. Εκείνος ξαφνιασμενος έκανε ένα αργό βηματάκι όπισθεν. Βρέθηκα για μια σύντομη στιγμή να αιωρούμαι στο κενό και μετά έσκασα σαν καρπούζι στις πλάκες του πεζοδρομίου. Το κεφάλι μου έξυσε το φτερό από το μαύρο αυτοκίνητο. Το αίμα μου αναβλυζε ασθενικά δίπλα στο βρόμικο λάστιχο. Ο νεαρός έκανε να με σηκώσει. Ρώτησε αν είμαι καλά. “Μη φοβάσαι είναι τρελό αίμα. Έπρεπε να φύγει. Μη με πιάσει. Σε πιάνει το τρελό αίμα στο κεφάλι.” Έτσι του ‘πα.