Τα μάτια της ίσα που έβλεπαν μέσα από την ξανθιά της φράντζα, έτσι όπως έπεφτε διαγώνια στο μέτωπό της, ενώ με το ζόρι χώραγε στην πλεκτή κόκκινη κάλτσα -αυτή με το άσπρο γουνάκι και τον κεντητό Αη-Βασίλη. Το κεφάλι της εξείχε από τη μύτη κι απάνω. Μόλις πέντε λεπτά πριν είχε καθίσει στον καναπέ, απέναντι από το τζάκι που ακόμα έκαιγε, τον παππού, τη γιαγιά και τη μαμά, ενώ ο Τασούλης, ο μικρός της αδερφός, ήταν από ώρα μέσα στη ντουλάπα καλυμμένος με τρεις και τέσσερεις κουβέρτες και το λουλουδιαστό πάπλωμα της μαμάς. Δεν αφήνει τα μάτια της από την πόρτα, αλλά κανονικά τον περίμενε να μπει από την καμινάδα, εξάλλου γι’ αυτό ακριβώς είχε ανάψει τη φωτιά -«να δούμε πως θα μπει με τις φλόγες ως εκεί πάνω». Η πόρτα τρίζει ελαφρά, ο μπαμπάς μπαίνει και κρατάει δυο κουτιά φαρδιά όσο μια αγκαλιά και ψηλά σαν εκείνη τη σκουριασμένη ξιφολόγχη του παππού, τ’ αυτιά τους είχε πάρει με το Γράμμο και το Βίτσι και τη συντρόφισσά του την ξιφολόγχη που της χρωστάει τη ζωή του και που στην -πάλαι ποτέ- κοφτερή της μύτη καρφώθηκαν τόσοι Ελασίτες, τα κουτιά, με τον μπαμπά να ακολουθεί, στο μεταξύ έχουν πλησιάσει το δέντρο που αναβόσβηνε σαν τρελό και τραγουδούσε την Άγια Νύχτα, αλλά ξαφνικά σωριάστηκαν στο πάτωμα όταν συνειδητοποίησε ο ψεύτικος Αη-Βασίλης, δεν είχε καν την ευθιξία να φορέσει μια λευκή γενειάδα και μια ψεύτικη φουσκωμένη κοιλιά, ότι όλη η οικογένεια περίμενε ακίνητη στον καναπέ, εκτός από τη μικρή που παραφύλαγε στη μεγάλη κάλτσα και τον Τασούλη που ‘ταν στη ντουλάπα, τότε όμως ήρθε η ώρα να εμφανιστεί, η μικρή όχι ο Τασούλης ο οποίος θα’ πρεπε εκτός από το βουνό των σκεπασμάτων να βρει ένα τρόπο να λύσει τα χέρια και τα πόδια του, πήδηξε έξω από την κάλτσα, αν ο μπαμπάς κράταγε ακόμη τα κουτιά σίγουρα θα του ‘χαν πέσει τώρα, για λίγο έμπλεξε η σκουριασμένη ξιφολόγχη στις ραφές της, ισορρόπησε κραδαίνοντάς την, ο μπαμπάς γούρλωσε τα μάτια, ο παππούς, η γιαγιά κι η μαμά τα ‘χαν ήδη γουρλωμένα με τις κόρες τόσο δα μικρές, η μικρή έσπρωξε με φόρα την ξιφολόγχη, όταν βρήκε αντίσταση στο στομάχι του έσπρωξε λίγο ακόμα, κι άλλο λίγο, κι άλλο, τα στομωμένα μαχαίρια πονάνε πιο πολύ έλεγε ο παππούς, κι άλλο, ένας πίδακας από σκούρο αίμα πιτσίλησε την ξανθιά της τούφα, «ώστε υπάρχει Αη-Βασίλης, ε;», τράβηξε το μέταλλο και το σκούπισε στην ολόχρυση κορδέλα του δώρου της.