AΞΙΟΤΙΜΕ ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ, θα έρθω, σχεδόν, απευθείας στο ζητούμενο. Λέω σχεδόν καθώς μια συνοπτική αναδρομή στην προσωπική μου ιστορία θα ξεκαθαρίσει επαρκώς τα πράγματα. Έχουμε και λέμε: η ζωή του καθενός μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί κι ο γράφων αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού. Υπήρξα ένα ευτραφές με διόλου ευκαταφρόνητη σωματική ρώμη. Ήμουν δε, επί σειράν ετών, επικεφαλής οποιασδήποτε δραστηριότητας σε σχολείο και γειτονιά. Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε έναν, έναν οποιονδήποτε, ο οποίος να μη μου φερόταν με ευγένεια, να μην επιδίωκε να είναι φίλος μου. Σχεδόν από τα χρόνια του δημοτικού μου ήταν πρόδηλο πως ούτε η πληθωρική προσωπικότητα, ούτε οι εκλεπτυσμένοι τρόποι, ούτε καν το κοφτερό μυαλό θα ευδοκιμούσαν ως μέσα για την αύξηση της δημοτικότητάς μου. Θα πρέπει να ομολογήσω πως, δυστυχώς, ήταν ηλίου φαεινότερος ο λόγος της δημοφιλίας μου Άγιε γέροντα. Ήμουν ο φόβος και ο τρόμος οποιουδήποτε συμμαθητή μου. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν ο άλλος ήταν μαθητής μικρότερης ή μεγαλύτερης τάξης, ούτε φυσικά το κατά πόσον είχε υπάρξει φιλικός μαζί μου στο παρελθόν. Ακόμη και να μου είχε σώσει τη ζωή την προηγούμενη μέρα, τρόπος του λέγειν φυσικά καθώς επουδενί είχα ανάγκη σωτήρων, μπορούσα να είμαι αμείλικτος μαζί του. Κι αυτά προκειμένου να διαφυλάξω το πολυτιμότερο προσόν μου: το φόβο που απέπνεα. Αυτό μέχρι το Πάσχα της έκτης Γυμνασίου.
Τώρα, βέβαια, Άγιέ μου όταν λαμβάνεις ένα γράμμα από κάποιον για πρώτη φορά στα εικοσιτρία του χρόνια, φαντάζομαι είσαι ελαφρώς αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντί του. Επιπλέον είμαι εκ των προτέρων σίγουρος πως Σε ξενίζει πρωτίστως ο επίσημος λόγος που χρησιμοποιώ. Για να μη μιλήσω για τα αψεγάδιαστα καλλιγραφικά μου. Μην εκπλήσσεσαι φιλεύσπλαχνε γέροντα. Σου εφιστώ δε την προσοχή στο εξής: η απόλυτη δύναμη και η πρωτοκαθεδρία σε οποιοδήποτε πόστο σημαίνει πρωτίστως μοναξιά. Ενδεχομένως να το γνωρίζεις εξ ιδίων άλλωστε. Στη δική μου περίπτωση, αποκλειστική ασχολία αποτελούσε επί σειρά ετών η διατήρηση του κλίματος τρόμου που απέπνεα στους γύρω μου, βρισκόμουν συνεπώς μονίμως χωρίς φίλους και με ατελείωτο ελεύθερο χρόνο. Όμως μη νομίσεις πως είμαι κανένας ξιπασμένος από την εξουσία, την οποία άλλωστε μάλλον η τύχη μου πρόσφερε. Τουναντίον, θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ιδιαιτέρως συνετό. Χωρίς διάθεση για κομπασμούς. Γέμιζα τις ώρες μου με διάβασμα και το κάνω ακόμη. Δεν κάνω διακρίσεις στο αντικείμενο. Είτε πρόκειται για φιλοσοφία, είτε για ολοκληρώματα και απειροστικό λογισμό, είμαι εξίσου πρόθυμος να πέσω αρειμανίως στη μελέτη. Βέβαια όπως καταλαβαίνεις πολύ καλά, όλα μου τα προσόντα για τα οποία καυχιέμαι σ’ Εσένα τη στιγμή ετούτη δεν τα έχω κοινωνήσει στο ευρύ κοινό. Που ξανακούστηκε άλλωστε ο φόβος και ο τρόμος της Αιγιαλείας να είναι εξίσου μορφωμένος με τα μυξιάρικα που ταλαιπωρεί; Για προσωπική του ευχαρίστηση μάλιστα. Με συγχωρείς Άγιέ μου για αυτή τη μακρά παραδρομή, είναι όμως η αλήθεια. Για να τελειώνω λοιπόν. Μη νομίσεις πως ποτέ με ένοιαζε αυτό, το κρυπτόν των ταλέντων μου δηλαδή, κάθε άλλο. Στο προκείμενο, καθώς φαντάζομαι πως έχεις μυριάδες άλλα γράμματα να διαβάσεις: όλη αυτή η φόρμα στην οποία είχα μάθει να ζω κατέρρευσε τον Απρίλιο του ‘79. Εγώ ήμουν καθ’ όλα βολεμένος με τον τρόπο που κυλούσαν τα πράγματα, έως ευτυχής θα έλεγα, αλλά.
Στο σημείο αυτό επέτρεψέ μου μια ακόμη μικρή παραβολή, αλλιώς δυστυχώς δεν θα είσαι σε θέση να αντιληφθείς τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Αν και ήμουν εξίσου εύρωστης διάπλασης ακόμη και ως παιδάκι, με στοίχιωνε ένας φόβος. Όχι αόριστος κι αδιόρατος. Είχε σάρκα και οστά, ή καλύτερα σκαρί και λαμαρίνα. Είχε θέση στο χώρο και στο χρόνο. Σε ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος, σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή. Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία στον Ταξιάρχη -βοήθειά μας, ο παππούς μου ο Νικόλας με έπαιρνε απο το χέρι και με οδηγούσε για βόλτα στο λιμάνι του Αιγίου. Σταθμάρχης Αιγίου, θρήσκος έως το μεδούλι και επιφορτισμένος με τις κυριακάτικες βόλτες του εγγονού. Ακολουθούσε απαρεκκλίτως το πρόγραμμά του, το οποίο εκείνος σχεδίαζε, εκτελούσε και εξήρε. Νομίζω πως του οφείλω τη γενετική καταγωγή της διάπλασής μου, ήταν ψηλός και γεροδεμένος ο παππούς, όσο και τη μονοκρατορική φοβία μου. Εγώ, ατρόμητο μειράκιον, επιδιδόμουν σε σειρά θαραλλέων και αλλοπρόσαλων ακροβατικών στο λιμάνι, μέχρι τη στιγμή που πλησιάζαμε το μακρινό άκρο της προβλήτας. Εκεί ήταν αραγμένο, όσα χρόνια μπορώ και θυμάμαι και ως τα σήμερα, ένα παλιό πλοίο. Παρατημένο κουφάρι. Σκουριασμένο ως τα ίσαλα, ημιθανές, συγκρατούμενο μετά βίας από κάτι χιλιοτριμμένους κάβους, με απίστευτα ψηλή πλώρη. Κάτι η μακριά σκιά του, κάτι το μικρό του αναστήματός μου επέτειναν την επιβλητική εικόνα του. Όνομα αδυνατώ ν’ αναφέρω. Η ανάγνωση στη πλώρη ήταν εγχείρημα πέραν των δυνάμεών μου, καθώς επέβαλε η ματιά μου να σταθεί κάθετα στο πανύψηλο σκαρί, η δε πρύμνη στεκόταν ακόμη πιο πέρα στην προβλήτα. Συνεπώς ούτε λόγος. Αυτό το πλοίο, για να το θέσω επιεικώς, μου προκαλούσε δέος. Φοβόμουν να το πλησιάσω σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων. Κάθε Κυριακή βράδυ ξύπναγα τρεις, κατ’ελάχιστον, φορές στον ύπνο μου γιατί έβλεπα τον εαυτό μου να πέφτει στα σκούρα νερά του λιμανιού, ακριβώς διπλα στο άθλιο γκαζάδικο. Βέβαια από την ηλικία των έντεκα, οπότε και ο παππούς έφυγε από κοντά μας -θεός σ’γχωρέστον, έπαψα να περνάω ακόμη και από τον παραλιακό δρόμο που συναντά στο τέρμα του το λιμάνι. Συν το χρόνω, οι εικόνες του προσωπικού μου μαρτυρίου θάφτηκαν με το χρόνο στο βάθος του μυαλού μου και η απολαυστική μου εφηβεία έδιωξε τη φοβία μου, αν εξαιρέσεις μια-δυο βραδιές το μήνα που με ξύπναγαν κάθιδρο άσχημα όνειρα.
Επανέρχομαι στον Απρίλιο του ’79. Το Αίγιο, πρωτεύουσα επαρχίας Αιγειαλείας γαρ, ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, με ζωή. Παρόλα αυτά όλοι γνωρίζονταν με όλους και τα φλέγοντα ζητήματα λύνονταν συνήθως στο κεντρικό καφενείο της πλατείας. Την αλησμόνητη εκείνη άνοιξη γινόταν μέγας θόρυβος γύρω από τη λειτουργία του φάρου στο άνοιγμα του λιμανιού. Κάτι λίγα μέτρα δηλαδή πιο πέρα από το νέο αγκυροβόλιο του παιδικού μου εφιάλτη, όπως λίαν συντόμως έμελλε να ανακαλύψω. Ο παλιός φύλακας, ο κυρ-Αναστάσης, απεβίωσε. Κανείς δε δεχόταν να τον αναπληρώσει, υπήρχε βλέπετε ένας ολόκληρος μύθος για το φάρο, τη θάλασσα, τις δυσκολίες της ολονύκτιας βάρδιας. Ο πατέρας μου, καλή του ώρα εκεί που είναι κι αυτός, πρότεινε εμένα για νέο φαροφύλακα καθώς έβλεπε πως με τα γράμματα οι σχέσεις μου δεν ήταν και τόσο καλές. Ακόμη και στα μάτια των γονέων μου καλλιεργούσα την ίδια έξωθεν εικόνα, του ατρόμητου νεαρού. Τα όποια αναγνώσματά μου φρόντιζα μάλιστα να τα καίω και να εξαφανίζω τις στάχτες επιμελώς. Για να αποφύγω τις μακρυγορίες: οι συντοπίτες μας, ποτισμένοι και οι ίδιοι με την ίδια λάθρα εντύπωση περί της ανδρείας και του ατρόμητου χαρακτήρα μου, συνηγόρησαν ομοφώνως στην ανάθεση του καθήκοντος αυτού απευθείας στην Αυτού Γενναιότητά μου. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά της ώρας επιπλέον προκειμένου να πεισθεί και ο Δήμαρχος για τον άμεσο διορισμό μου.
Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή καλόβλεπα τη θέση του δημοτικού υπαλλήλου, έστω και των τόσο περιορισμένων νυκτερινών καθηκόντων. Θα μου παρείχε χρόνο για μελέτη, κρυσφύγετο για τα βιβλία μου και μια μικρή οικονομική ελευθερία. Εξάλλου δεν είχα και ιδιαίτερες άλλες απαιτήσεις. Φόβος για τη συναναστροφή μου με τη θάλασσα δεν υπήρχε άλλωστε. Υπήρξα, παιδιώθεν, δεινός κολυμβητής και ο παιδικός μου εφιάλτης βρισκόταν στην εντελώς αντίθετη πλευρά του λιμανιού, τουλάχιστον εξακόσια μέτρα μακριά. Ήταν στα μάτια μου μια βάρκα ανήμπορη, παροπλισμένη, άκακη σαν πασχαλιάτικο ερίφιο.
Το πρώτο βράδυ βάρδιας έφτασε. Μεγάλη Τρίτη ήταν, το θυμάμαι σαν να’ναι τώρα. Έφτασα στο φάρο με τα πόδια περίπου μισή ώρα πριν τη δύση του ηλίου. Ξεκλείδωσα την πόρτα με τα κλειδιά που μου’ δωσε ο Λιμενάρχης, πλέον δικά μου κλειδιά. Έβγαλα από την τσέπη μου τη Βάρδια του Καββαδία -εντελώς ταιριαστό με την περίσταση δε νομίζεις Άγιέ μου;- και ένα καλοδιπλωμένο φύλλο χαρτί. Απόθεσα το βιβλίο στο μεταλλικό τραπέζι στο κέντρο του ισογείου του φάρου και κόλλησα το χαρτί πίσω από την πόρτα. Αναφέρονταν σε αυτό η σειρά των βημάτων που έπρεπε να ακολουθήσω προκειμένου να ανάψω το φως του φάρου, καθώς και το τηλέφωνο του λιμεναρχείου, για περίπτωση ανάγκης. Η ώρα κυλούσε χωρίς απρόοπτα. Ο φάρος λειτουργούσε ρολόι και αργά τη νύχτα, θα’ταν τρεις το πρωί, βγήκα στο μπαλκονάκι που έφερνε το γύρο της μεγάλης λάμπας να αγναντέψω λίγο θάλασσα. Έστηνα σκηνικό για την ανάγνωσή μου. Κάθισα στο νοτισμένο τσιμέντο, ακούμπησα την πλάτη στο γυάλινο πέτασμα που περιέβαλλε τη λάμπα και κάρφωσα τα μάτια μου στο σκουριασμένο γκαζάδικο. Ήταν μικρό, όσο που χώραγε στην παλάμη μου, μια φαινόταν και μια όχι, ανάλογα με το αν το που ήταν κάθε στιγμή στραμμένο το φως του φάρου. Χαμογέλασα γεμάτος αυτοπεποίθηση, ένιωθα να το’χω νικήσει. Απόστρεψα το βλέμμα μου. Με τη ματιά μου ευθεία στην απέναντι στεριά άρχισα να νιώθω κάτι να μου γαργαλά τον αυχένα. Ένα μυρμήγκιασμα ανέβαινε τη σπονδυλική μου στήλη. Ήθελα να ψάξω τριγύρω μα κάτι δε μ’άφηνε, ένας φόβος κράταγε το βλέμμα μου στον ορίζοντα, ίσα πέρα. Το μαύρο να συναντά μαύρο Θυμάμαι τη βραδιά τόσο ήσυχη. Μόλις μετά βίας άκουγες τον παφλασμό των κυμάτων στην προκυμαία. Κι όμως, με τον άνεμο να μην έχει δυναμώσει διόλου, στα αυτιά μου έφτανε ένας έντονος ήχος. Λες και κάτι αναστάτωνε τα νερά του λιμανιού. Έσφιξα τις ιδρωμένες γροθιές μου και γύρισα απότομα μετά από κάμποσες στιγμές δισταγμού. Ασύλληπτο. Το ημιθανές γκαζάδικο είχε διασχίσει απ’άκρη σ’άκρη το άνοιγμα του λιμανιού. Τώρα στέκονταν υπερήφανο μπροστά στο φάρο. Ολοζώντανο. Μόλις λίγα εκατοστά από τη μύτη μου έφτανε η σκουριασμένη του πλώρη και ήταν ψηλότερο από ποτέ. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να σκέπτομαι, πριν λιγοθυμίσω, ήταν πως η αλαζονεία μου το τράβηξε κοντά. Ο φόβος μου το έθρεψε. Αυτό ανέστησε το θεριό που αντίκρυζα. Ξημερώματα Μεγάλης Τετάρτης.
Μεγάλη Πέμπτη πρωί ξύπνησα στο Κέντρο Υγείας του Αιγίου. Έξω από το θάλαμο που νοσηλευόμουν, περίμεναν ο πατέρας κι η μάνα μου μαζί με πλήθος γνωστών και συγγενών. Προσπαθώντας να αναστηλώσω την εικόνα του επιβλητικού μου χαρακτήρος πήδηξα από το κρεββάτι, βγήκα στο διάδρομο και πρότεινα το φουσκωμένο, από μια βαθιά ανάσα, στήθος μου. Όλος αυτός ο κόπος μόνο και μόνο για να αντικρύσω πρόσωπα χλευαστικά, μισοκρυμμένα χαμόγελα. Εκείνο της μάνας μου, όμως, ήταν γεμάτο ντροπή. Μάτια χαμηλά και σκοτεινά. Ενώ το μειδίαμα του πλήθους μου προξενούσε απορία και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, ένας παλιός συμμαθητής μου, κατ’επανάληψη θύμα της αγριότητός μου, μου αποκάλυψε όλη την αλήθεια σε μια κουβέντα. Κοιτάξτε ένα θαραλλέο άντρα, είπε, που λιγοθύμισε στη θέα ενός καραβιού που δεν υπάρχει εδώ και μια δεκαετία!
Το άθλιο σκίαχτρο του παιδικού μου εφιάλτη είχε καταστραφεί καθώς φαίνεται εδώ και χρόνια. Παλιοσίδερα σε κάποιο καρνάγιο του Κορινθιακού, Για μένα όμως ήταν ακόμη εκεί. Και είναι εκεί κάθε φορά που κοιτάζω έξω από το μικρό παράθυρο του δωματίου μου, εδώ στην κλινική. Η μάνα πέθανε λίγους μήνες μετά, από ντροπή. Ο πατέρας ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα. Όσο για μένα το βλέπω στ’αλήθεια το γκαζάδικο. Αφουγκράζομαι τον ισχνό παλμό απ’ το σκαρί του. Από Εσένα λοιπόν Άγιέ μου θέλω ένα μόνο δώρο φέτος τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων: τη φήμη που παιδιώθεν κατείχα. Θέλω πίσω το φόβο. Όχι το δικό μου φόβο, που δε μ’εγκατέλειψε ποτέ, όχι. Το φόβο που μοίραζα στους άλλους. Θέλω πίσω το φόβο μου! Εκλιπαρώ.
Με εκτίμηση
Α.