Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Aίγιον, τότε, τώρα, πάντοτε, ποτέ




AΞΙΟΤΙΜΕ ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ, θα έρθω, σχεδόν, απευθείας στο ζητούμενο. Λέω σχεδόν καθώς μια συνοπτική αναδρομή στην προσωπική μου ιστορία θα ξεκαθαρίσει επαρκώς τα πράγματα. Έχουμε και λέμε: η ζωή του καθενός μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί κι ο γράφων αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού. Υπήρξα ένα ευτραφές με διόλου ευκαταφρόνητη σωματική ρώμη. Ήμουν δε, επί σειράν ετών, επικεφαλής οποιασδήποτε δραστηριότητας σε σχολείο και γειτονιά. Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε έναν, έναν οποιονδήποτε, ο οποίος να μη μου φερόταν με ευγένεια, να μην επιδίωκε να είναι φίλος μου. Σχεδόν από τα χρόνια του δημοτικού μου ήταν πρόδηλο πως ούτε η πληθωρική προσωπικότητα, ούτε οι εκλεπτυσμένοι τρόποι, ούτε καν το κοφτερό μυαλό θα ευδοκιμούσαν ως μέσα για την αύξηση της δημοτικότητάς μου. Θα πρέπει να ομολογήσω πως, δυστυχώς, ήταν ηλίου φαεινότερος ο λόγος της δημοφιλίας μου Άγιε γέροντα. Ήμουν ο φόβος και ο τρόμος οποιουδήποτε συμμαθητή μου. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν ο άλλος ήταν μαθητής μικρότερης ή μεγαλύτερης τάξης, ούτε φυσικά το κατά πόσον είχε υπάρξει φιλικός μαζί μου στο παρελθόν. Ακόμη και να μου είχε σώσει τη ζωή την προηγούμενη μέρα, τρόπος του λέγειν φυσικά καθώς επουδενί είχα ανάγκη σωτήρων, μπορούσα να είμαι αμείλικτος μαζί του. Κι αυτά προκειμένου να διαφυλάξω το πολυτιμότερο προσόν μου: το φόβο που απέπνεα. Αυτό μέχρι το Πάσχα της έκτης Γυμνασίου.

 

Τώρα, βέβαια, Άγιέ μου όταν λαμβάνεις ένα γράμμα από κάποιον για πρώτη φορά στα εικοσιτρία του χρόνια, φαντάζομαι είσαι ελαφρώς αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντί του. Επιπλέον είμαι εκ των προτέρων σίγουρος πως Σε ξενίζει πρωτίστως ο επίσημος λόγος που χρησιμοποιώ. Για να μη μιλήσω για τα αψεγάδιαστα καλλιγραφικά μου. Μην εκπλήσσεσαι φιλεύσπλαχνε γέροντα. Σου εφιστώ δε την προσοχή στο εξής: η απόλυτη δύναμη και η πρωτοκαθεδρία σε οποιοδήποτε πόστο σημαίνει πρωτίστως μοναξιά. Ενδεχομένως να το γνωρίζεις εξ ιδίων άλλωστε. Στη δική μου περίπτωση, αποκλειστική ασχολία αποτελούσε επί σειρά ετών η διατήρηση του κλίματος τρόμου που απέπνεα στους γύρω μου, βρισκόμουν συνεπώς μονίμως χωρίς φίλους και με ατελείωτο ελεύθερο χρόνο. Όμως μη νομίσεις πως είμαι κανένας ξιπασμένος από την εξουσία, την οποία άλλωστε μάλλον η τύχη μου πρόσφερε. Τουναντίον, θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ιδιαιτέρως συνετό. Χωρίς διάθεση για κομπασμούς. Γέμιζα τις ώρες μου με διάβασμα και το κάνω ακόμη. Δεν κάνω διακρίσεις στο αντικείμενο. Είτε πρόκειται για φιλοσοφία, είτε για ολοκληρώματα και απειροστικό λογισμό, είμαι εξίσου πρόθυμος να πέσω αρειμανίως στη μελέτη. Βέβαια όπως καταλαβαίνεις πολύ καλά, όλα μου τα προσόντα για τα οποία καυχιέμαι σ’ Εσένα τη στιγμή ετούτη δεν τα έχω κοινωνήσει στο ευρύ κοινό. Που ξανακούστηκε άλλωστε ο φόβος και ο τρόμος της Αιγιαλείας να είναι εξίσου μορφωμένος με τα μυξιάρικα που ταλαιπωρεί; Για προσωπική του ευχαρίστηση μάλιστα. Με συγχωρείς Άγιέ μου για αυτή τη μακρά παραδρομή, είναι όμως η αλήθεια. Για να τελειώνω λοιπόν. Μη νομίσεις πως ποτέ με ένοιαζε αυτό, το κρυπτόν των ταλέντων μου δηλαδή, κάθε άλλο. Στο προκείμενο, καθώς φαντάζομαι πως έχεις μυριάδες άλλα γράμματα να διαβάσεις: όλη αυτή η φόρμα στην οποία είχα μάθει να ζω κατέρρευσε τον Απρίλιο του ‘79. Εγώ ήμουν καθ’ όλα βολεμένος με τον τρόπο που κυλούσαν τα πράγματα, έως ευτυχής θα έλεγα, αλλά.

 

Στο σημείο αυτό επέτρεψέ μου μια ακόμη μικρή παραβολή, αλλιώς δυστυχώς δεν θα είσαι σε θέση να αντιληφθείς τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Αν και ήμουν εξίσου εύρωστης διάπλασης ακόμη και ως παιδάκι, με στοίχιωνε ένας φόβος. Όχι αόριστος κι αδιόρατος. Είχε σάρκα και οστά, ή καλύτερα σκαρί και λαμαρίνα. Είχε θέση στο χώρο και στο χρόνο. Σε ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος, σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή. Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία στον Ταξιάρχη -βοήθειά μας, ο παππούς μου ο Νικόλας με έπαιρνε απο το χέρι και με οδηγούσε για βόλτα στο λιμάνι του Αιγίου. Σταθμάρχης Αιγίου, θρήσκος έως το μεδούλι και επιφορτισμένος με τις κυριακάτικες βόλτες του εγγονού. Ακολουθούσε απαρεκκλίτως το πρόγραμμά του, το οποίο εκείνος σχεδίαζε, εκτελούσε και εξήρε. Νομίζω πως του οφείλω τη γενετική καταγωγή της διάπλασής μου, ήταν ψηλός και γεροδεμένος ο παππούς, όσο και τη μονοκρατορική φοβία μου. Εγώ, ατρόμητο μειράκιον, επιδιδόμουν σε σειρά θαραλλέων και αλλοπρόσαλων ακροβατικών στο λιμάνι, μέχρι τη στιγμή που πλησιάζαμε το μακρινό άκρο της προβλήτας. Εκεί ήταν αραγμένο, όσα χρόνια μπορώ και θυμάμαι και ως τα σήμερα, ένα παλιό πλοίο. Παρατημένο κουφάρι. Σκουριασμένο ως τα ίσαλα, ημιθανές, συγκρατούμενο μετά βίας από κάτι χιλιοτριμμένους κάβους, με απίστευτα ψηλή πλώρη. Κάτι η μακριά σκιά του, κάτι το μικρό του αναστήματός μου επέτειναν την επιβλητική εικόνα του. Όνομα αδυνατώ ν’ αναφέρω. Η ανάγνωση στη πλώρη ήταν εγχείρημα πέραν των δυνάμεών μου, καθώς επέβαλε η ματιά μου να σταθεί κάθετα στο πανύψηλο σκαρί, η δε πρύμνη στεκόταν ακόμη πιο πέρα στην προβλήτα. Συνεπώς ούτε λόγος. Αυτό το πλοίο, για να το θέσω επιεικώς, μου προκαλούσε δέος. Φοβόμουν να το πλησιάσω σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων. Κάθε Κυριακή βράδυ ξύπναγα τρεις, κατ’ελάχιστον, φορές στον ύπνο μου γιατί έβλεπα τον εαυτό μου να πέφτει στα σκούρα νερά του λιμανιού, ακριβώς διπλα στο άθλιο γκαζάδικο. Βέβαια από την ηλικία των έντεκα, οπότε και ο παππούς έφυγε από κοντά μας -θεός σ’γχωρέστον, έπαψα να περνάω ακόμη και από τον παραλιακό δρόμο που συναντά στο τέρμα του το λιμάνι. Συν το χρόνω, οι εικόνες του προσωπικού μου μαρτυρίου θάφτηκαν με το χρόνο στο βάθος του μυαλού μου και η απολαυστική μου εφηβεία έδιωξε τη φοβία μου, αν εξαιρέσεις μια-δυο βραδιές το μήνα που με ξύπναγαν κάθιδρο άσχημα όνειρα.

 

Επανέρχομαι στον Απρίλιο του ’79. Το Αίγιο, πρωτεύουσα επαρχίας Αιγειαλείας γαρ, ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, με ζωή. Παρόλα αυτά όλοι γνωρίζονταν με όλους και τα φλέγοντα ζητήματα λύνονταν συνήθως στο κεντρικό καφενείο της πλατείας. Την αλησμόνητη εκείνη άνοιξη γινόταν μέγας θόρυβος γύρω από τη λειτουργία του φάρου στο άνοιγμα του λιμανιού. Κάτι λίγα μέτρα δηλαδή πιο πέρα από το νέο αγκυροβόλιο του παιδικού μου εφιάλτη, όπως λίαν συντόμως έμελλε να ανακαλύψω. Ο παλιός φύλακας, ο κυρ-Αναστάσης, απεβίωσε. Κανείς δε δεχόταν να τον αναπληρώσει, υπήρχε βλέπετε ένας ολόκληρος μύθος για το φάρο, τη θάλασσα, τις δυσκολίες της ολονύκτιας βάρδιας. Ο πατέρας μου, καλή του ώρα εκεί που είναι κι αυτός, πρότεινε εμένα για νέο φαροφύλακα καθώς έβλεπε πως με τα γράμματα οι σχέσεις μου δεν ήταν και τόσο καλές. Ακόμη και στα μάτια των γονέων μου καλλιεργούσα την ίδια έξωθεν εικόνα, του ατρόμητου νεαρού. Τα όποια αναγνώσματά μου φρόντιζα μάλιστα να τα καίω και να εξαφανίζω τις στάχτες επιμελώς. Για να αποφύγω τις μακρυγορίες: οι συντοπίτες μας, ποτισμένοι και οι ίδιοι με την ίδια λάθρα εντύπωση περί της ανδρείας και του ατρόμητου χαρακτήρα μου, συνηγόρησαν ομοφώνως στην ανάθεση του καθήκοντος αυτού απευθείας στην Αυτού Γενναιότητά μου. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά της ώρας επιπλέον προκειμένου να πεισθεί και ο Δήμαρχος για τον άμεσο διορισμό μου.

 

Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή καλόβλεπα τη θέση του δημοτικού υπαλλήλου, έστω και των τόσο περιορισμένων νυκτερινών καθηκόντων. Θα μου παρείχε χρόνο για μελέτη, κρυσφύγετο για τα βιβλία μου και μια μικρή οικονομική ελευθερία. Εξάλλου δεν είχα και ιδιαίτερες άλλες απαιτήσεις. Φόβος για τη συναναστροφή μου με τη θάλασσα δεν υπήρχε άλλωστε. Υπήρξα, παιδιώθεν, δεινός κολυμβητής και ο παιδικός μου εφιάλτης βρισκόταν στην εντελώς αντίθετη πλευρά του λιμανιού, τουλάχιστον εξακόσια μέτρα μακριά. Ήταν στα μάτια μου μια βάρκα ανήμπορη, παροπλισμένη, άκακη σαν πασχαλιάτικο ερίφιο.

 

Το πρώτο βράδυ βάρδιας έφτασε. Μεγάλη Τρίτη ήταν, το θυμάμαι σαν να’ναι τώρα. Έφτασα στο φάρο με τα πόδια περίπου μισή ώρα πριν τη δύση του ηλίου. Ξεκλείδωσα την πόρτα με τα κλειδιά που μου’ δωσε ο Λιμενάρχης, πλέον δικά μου κλειδιά. Έβγαλα από την τσέπη μου τη Βάρδια του Καββαδία -εντελώς ταιριαστό με την περίσταση δε νομίζεις Άγιέ μου;- και ένα καλοδιπλωμένο φύλλο χαρτί. Απόθεσα το βιβλίο στο μεταλλικό τραπέζι στο κέντρο του ισογείου του φάρου και κόλλησα το χαρτί πίσω από την πόρτα. Αναφέρονταν σε αυτό η σειρά των βημάτων που έπρεπε να ακολουθήσω προκειμένου να ανάψω το φως του φάρου, καθώς και το τηλέφωνο του λιμεναρχείου, για περίπτωση ανάγκης. Η ώρα κυλούσε χωρίς απρόοπτα. Ο φάρος λειτουργούσε ρολόι και αργά τη νύχτα, θα’ταν τρεις το πρωί, βγήκα στο μπαλκονάκι που έφερνε το γύρο της μεγάλης λάμπας να αγναντέψω λίγο θάλασσα. Έστηνα σκηνικό για την ανάγνωσή μου. Κάθισα στο νοτισμένο τσιμέντο, ακούμπησα την πλάτη στο γυάλινο πέτασμα που περιέβαλλε τη λάμπα και κάρφωσα τα μάτια μου στο σκουριασμένο γκαζάδικο. Ήταν μικρό, όσο που χώραγε στην παλάμη μου, μια φαινόταν και μια όχι, ανάλογα με το αν το που ήταν κάθε στιγμή στραμμένο το φως του φάρου. Χαμογέλασα γεμάτος αυτοπεποίθηση, ένιωθα να το’χω νικήσει. Απόστρεψα το βλέμμα μου. Με τη ματιά μου ευθεία στην απέναντι στεριά άρχισα να νιώθω κάτι να μου γαργαλά τον αυχένα. Ένα μυρμήγκιασμα ανέβαινε τη σπονδυλική μου στήλη. Ήθελα να ψάξω τριγύρω μα κάτι δε μ’άφηνε, ένας φόβος κράταγε το βλέμμα μου στον ορίζοντα, ίσα πέρα. Το μαύρο να συναντά μαύρο Θυμάμαι τη βραδιά τόσο ήσυχη. Μόλις μετά βίας άκουγες τον παφλασμό των κυμάτων στην προκυμαία. Κι όμως, με τον άνεμο να μην έχει δυναμώσει διόλου, στα αυτιά μου έφτανε ένας έντονος ήχος. Λες και κάτι αναστάτωνε τα νερά του λιμανιού. Έσφιξα τις ιδρωμένες γροθιές μου και γύρισα απότομα μετά από κάμποσες στιγμές δισταγμού. Ασύλληπτο. Το ημιθανές γκαζάδικο είχε διασχίσει απ’άκρη σ’άκρη το άνοιγμα του λιμανιού. Τώρα στέκονταν υπερήφανο μπροστά στο φάρο. Ολοζώντανο. Μόλις λίγα εκατοστά από τη μύτη μου έφτανε η σκουριασμένη του πλώρη και ήταν ψηλότερο από ποτέ. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να σκέπτομαι, πριν λιγοθυμίσω, ήταν πως η αλαζονεία μου το τράβηξε κοντά. Ο φόβος μου το έθρεψε. Αυτό ανέστησε το θεριό που αντίκρυζα. Ξημερώματα Μεγάλης Τετάρτης.

 

Μεγάλη Πέμπτη πρωί ξύπνησα στο Κέντρο Υγείας του Αιγίου. Έξω από το θάλαμο που νοσηλευόμουν, περίμεναν ο πατέρας κι η μάνα μου μαζί με πλήθος γνωστών και συγγενών. Προσπαθώντας να αναστηλώσω την εικόνα του επιβλητικού μου χαρακτήρος πήδηξα από το κρεββάτι, βγήκα στο διάδρομο και πρότεινα το φουσκωμένο, από μια βαθιά ανάσα, στήθος μου. Όλος αυτός ο κόπος μόνο και μόνο για να αντικρύσω πρόσωπα χλευαστικά, μισοκρυμμένα χαμόγελα. Εκείνο της μάνας μου, όμως, ήταν γεμάτο ντροπή. Μάτια χαμηλά και σκοτεινά. Ενώ το μειδίαμα του πλήθους μου προξενούσε απορία και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, ένας παλιός συμμαθητής μου,  κατ’επανάληψη θύμα της αγριότητός μου, μου αποκάλυψε όλη την αλήθεια σε μια κουβέντα. Κοιτάξτε ένα θαραλλέο άντρα, είπε, που λιγοθύμισε στη θέα ενός καραβιού που δεν υπάρχει εδώ και μια δεκαετία!

Το άθλιο σκίαχτρο του παιδικού μου εφιάλτη είχε καταστραφεί καθώς φαίνεται εδώ και χρόνια. Παλιοσίδερα σε κάποιο καρνάγιο του Κορινθιακού, Για μένα όμως ήταν ακόμη εκεί. Και είναι εκεί κάθε φορά που κοιτάζω έξω από το μικρό παράθυρο του δωματίου μου, εδώ στην κλινική. Η μάνα πέθανε λίγους μήνες μετά, από ντροπή. Ο πατέρας ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα. Όσο για μένα το βλέπω στ’αλήθεια το γκαζάδικο. Αφουγκράζομαι τον ισχνό παλμό απ’ το σκαρί του. Από Εσένα λοιπόν Άγιέ μου θέλω ένα μόνο δώρο φέτος τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων: τη φήμη που παιδιώθεν κατείχα. Θέλω πίσω το φόβο. Όχι το δικό μου φόβο, που δε μ’εγκατέλειψε ποτέ, όχι. Το φόβο που μοίραζα στους άλλους. Θέλω πίσω το φόβο μου! Εκλιπαρώ.

Με εκτίμηση

Α. 

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Αργά




του Βασίλη Μπότσιου, ορμώμενου εκ Πρεβέζης και τον ευχαριστώ για τους ωραίους στίχους του

Είσαι ο ήλιος μεσημεριού χειμώνα,η ευφορία μετά τη νάρκωση.

Είσαι οι δυο παλάμες 
που παλεύουν να σβήσουν
στο στήθος μου τον κεραυνό,

δυο χείλη 
που χαράσσουν στο δέρμα μου
τον δικό τους Φλεβάρη

Ευφορία ο ήλιος. 
Ευλογία τα χείλη σου.
Τον Φλεβάρη – άραγε – γιατί τον είπανε κουτσό;

To Καρναβάλι Στις Υψικάμινους


ΝΤΥΘΗΚΑΜΕ ΚΙ ΑΠΟΨΕ. Όπως κάθε νύχτα. Πέφτει το σκοτάδι, βγαίνουν τα σκούρα ρούχα από μπαούλα και ντουλάπια, βγαίνει και το μέσα μας σκοτάδι. Ποτέ βέβαια δεν ετοιμαζόμασταν στο ίδιο μέρος, αλλά πάντα ετοιμαζόμασταν όλοι μαζί. Την Τρίτη σε μια αποθήκη στα Ντεπώ, το Σάββατο κάτω από μια γέφυρα του περιφερειακού, έξω, προς τη Θέρμη. Σήμερα, ήταν κι η μέρα τέτοια, σ’ ένα ξωκλήσι λίγο πριν το Ωραιόκαστρο, στον Αϊ-Γιώργη. Παστωθήκαμε δέκα άνθρωποι ανάμεσα σε μανουάλια, εικονίσματα και στασίδια. Σπρώχναμε ο ένας τον άλλον με τους ώμους για να βάλουμε τις μπότες και τις μαύρες κάπες. Βρίσκαν τα χέρια κι οι αγκώνες στα καντηλέρια όπως κάναμε να φορέσουμε καταπρόσωπα τις κουκούλες. Κι όταν η πλέξη τους κάλυπτε τη μύτη, γινόταν ακόμη δυσκολότερο ν’ ανασάνεις με τα λιβάνια και το θυμιάματα στο χαμηλοτάβανο οίκο του Θεού. Ζωστήκαμε τα πορφυρά μας ζωνάρια και κρύψαμε κάτω από τις κάπες σπαθιά, τσεκούρια, σφυριά. Ότι του’κανε κέφι του καθενός να κουβαλάει μαζί. Εγώ είχα μάλιστα το πιο παράξενο όπλο. Σε μια αλυσίδα είχα μ’ επιμέλεια κολλήσει έναν συμπαγή ατσάλινο κύβο. Δέκα σκουριασμένες ακμές και στην κάτω του πλευρά δυο ατσάλινες πρόκες. Στην άλλη άκρη της αλυσίδας είχα τυλίξει ταινία μονωτική. Την είχα φέρει πολλούς γύρους να φτιάξω ένα πιάσιμο καλό. Φούσκωνε κάτω από τη μαύρη κάπα μου. Μεταλλικό εξόγκωμα που βράζει.

Μια κουβέντα δεν είχαμε ν’ αλλάξουμε ποτέ. Όλοι για όλους, αλλά καθένας γι’ άλλους λόγους. Κι αν με ρωτήσει κανείς πότε, πού, πώς και γιατί βρήκα τούτη την αλλόκοτη παρέα, κουβέντα δε θα πω. Ακόμη και τώρα, που για τους περισσότερους θα μοιάζει ανεξήγητο. Κι ούτε που βλεπόμασταν ποτέ, εκτός των καρναβαλιών αυτών. Ποιός είσαι, ποιός είμαι, δεν υπήρχαν. Ούτε άλλα ζητούμενα. Μόνο μια συμφωνία. Όχι ψευτιές. Τα σπαθιά σας ακονισμένα, τα σφυριά σας βαριά, οι φωνές σας χαμηλές. Εμείς ντυμένοι φονιάδες, οι άλλοι ντυμένοι νεκροί. Και κανένα δισταγμό. Αυτό το καρναβάλι θα βαφτεί στο αίμα.

Κι εγώ την τηρούσα τη συμφωνία κι ας μη ήταν του χαρακτήρα μου να σφάζω. Εγώ είμαι συγγραφέας. Δεν έχω εκδόσει τίποτε στη ζωή μου, αλλά η ιδιότητά μου είναι αυτή, όπως ακριβώς τη λέω. Έχω μια αφηγηματική ευχέρεια, έχω ένα ναρκισσισμό, έχω εμμονές. Μόνον έτσι γίνεσαι συγγραφέας. Και κάποτε κάποιος φτασμένος, με τόσες χιλάδες αντίτυπα από επανεκδόσεις, τόσα βραβεία κι άλλες τόσες δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, μου είπε: Μαρτυρίες, να’ χεις μαρτυρίες, υλικό. Οι ανάσες των άλλων είναι οι λέξεις σου. Λαθρακρόαση και καταγραφή. Αυτά εγώ τα κατέγραψα κι είπα κάτι θα ξέρει.

Μόλις ντύθηκε κι ο τελευταίος βγήκαμε στο προαύλιο του ναού. Φορτωθήκαμε στο πίσω μέρος του μικρού φορτηγού. Ξεκινάμε. Απόψε το μακάβριο καρναβάλι μας θα στηνόταν στην αναστάσιμη ακολουθία ενός μικρού χωριού, μετά το Ωραιόκαστρο. Η κρυπτικότητα μας ταίριαζε. Κοίταξα γύρω μου τους ομοιόχρωμους καρναβαλιστές. Επιτρέπαμε στους εαυτούς μας μόνο μια μικρή προσωπική τσαχπινιά, στην κατά τ’ άλλα προκαθορισμένη έμφάνισή μας. Ο διπλανός μου είχε κολλήσει δυο κόκκινα διαβολοκέρατα στην κουκούλα του κι ο πίσω μου φοραγε ένα περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού στο δεξί μπράτσο. Ονόματα δε λέω, είπαμε. Όσο για μένα, πρώτα κρύβω στις ζωηρές πτυχές του ζωναριού μου ένα τόσο δα μαγνητοφωνάκι, μετά παίρνω τ’ όπλο μου κι ακολουθώ την πομπή.

Φτάνοντας στο μικρό χωριό, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, αυτό που αντικρύσαμε δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Φώτα σβηστά, η εκκλησία της πλατείας με σφαλιστή πόρτα, ψυχή στους δρόμους. Σταμάτησε τ’αμάξι στην αρχή του οικισμού. Κατεβήκαμε. Οι τρεις προπορευόμενοι μπούκαραν σ’ ένα σπίτι. Κανείς. Μετά σε δεύτερο. Τα ίδια. Σε τρίτο, σε τέταρτο. Ψυχή. Κι όταν οι συνεχόμενοι θόρυβοι ενόχλησαν τους μοναδικούς δυο κατοίκους του χωριού, εκείνοι έκαναν την εμφάνισή τους στο πλακόστρωτο. Με το κερί στο χέρι ο παππούς, ανάστατη η γιαγιά χωρίς μασέλα. «Τι τρέχει πουλάκι μου;», ρώτησαν τον πρώτο που τους πλησίασε. Εμένα η καρδιά μου κοπανούσε το στήθος. Ίδρωναν οι παλάμες. Έσφιγγα το αυτοσχέδιο όπλο στην αριστερή χούφτα. «Γιατί δε μιλάς γιε μου;», αναρωτήθηκαν οι γέροι. Μιλούσαν κι δυο μαζί. Μια φωνή, μια ζωή. «Τι μασκαραλίκια είναι αυτά, δεν είναι καρναβάλι μεγαλοσαββατιάτικα», είπε η γιαγιά πριν ένας από μας τη διαπεράσει με το ακονισμένο ξύλινο παλούκι του. Στα μουγγά την κάρφωσε, μουγγά σωριάστηκε η γιαγιά στο έδαφος. Δυο τρεις άλλοι στράφηκαν στο γέρο. Το κερί του’πεσε απ΄τα χέρια. Γονάτισε. Ίσως να ‘κλαιγε κιόλας. Πέσαν πάνω του σαν τις μύγες στο γλυκό. Με σφυριά και τσεκούρια τον αποτελείωσαν. Οι πιτσιλιές από το αίμα φτάσαν ως την ανοικτή πόρτα του σπιτιού του. Κάποιος άλλος είχε αρχίσει στις βουρδουλιές ένα περαστικό αδέσποτο. Εκείνο γρύλλιζε όπως του σκίζονταν η σάρκα. Ο τύπος με το πλατύ σπαθί του ‘κοψε το κεφάλι. Άλλος ζωντανός δεν υπήρχε. Τζίφος το σχέδιο, σκέφτηκα όπως στεκόμουν στο πίσω μέρος του σχηματισμού, κοντά στο φορτηγάκι. Τότε με βήμα συγχρονισμένο με κύκλωσαν οι σύντροφοί μου. Δε γυάλιζαν τα μάτια τους, δε συννενοήθηκαν στα κρυφά, δε μου απηύθυναν το λόγο. Κράδαιναν σπαθιά, τσεκούρια, σφυριά στα δυο τους χέρια. Πέσαν πάνω μου. Δε σήκωσα ούτε τα χέρια. Δεν έβγαλα κιχ. Έκλεισα τα μάτια να μη δω τον εαυτό μου να καίγεται στο καρναβάλι τους. Το τελευταίο πράγμα που κατάλαβα ήταν το δικό μου τ’ όπλο να συνθλίβει το ξέπνοο στήθος μου. Αυτοί ντυμένοι φονιάδες, εγώ ντυμένος νεκρός.

Κι ύστερα ποιός παράδεισος, ποιά κόλαση. Ρώτησα και με πληροφόρησαν επαρκώς. Όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, εδώ καταλήγουν. Κι ο Ροΐδης, κι ο Τζόυς, κι ο Εμπειρίκος, κι ο Ντοστογιέφσκι και όλοι οι άλλοι οι μεγάλοι και τρανοί. Ανάμεσά τους πια κι εγώ, σε τούτο το υπόγειο νησί με τις υψικάμινους. Όταν φτάνουν οι μεταστάντες εδώ βρίσκουν νύχτα, με τα φώτα από τα πανύψηλα καμίνια να λαμπυρίζουν και τις φλόγες να κάνουν μιαν έξοδο φαντασμαγορική από τα στόμια των καμινάδων. Τότε η μαύρη θάλασσα φωτίζεται λευκή και κίτρινη και πορτοκαλιά. Έφτασα χθες, φορούσα τα μαύρα μου, χωρίς όμως την κάπα. Μόνο το κόκκινο ζωνάρι κρατιόταν γύρω απ’ τη μέση. Δεν έκανε κρύο, ούτε τόση ζέστη. Κόσμος περιδιάβαινε τις μεταλλικές κατασκευές. Ακουμπούσαν διαφόροι στους σιδερένιους απαστράπτοντες σωλήνες. Συζητάγαν σε μικρά πηγαδάκια. Παράξενο μέρος. Και κάθε τόσο οι υψικάμινοι να φτύνουν φωτιές, να κουνάει λίγο το νησί απ’τη ρίζα. Έφερνα κι εγώ βόλτες, δε μίλαγα σε κανένα. Ήμουν ακέραιος. Ήμουν θυμωμένος. Ήμουν νεκρός; Στήθηκα τελικά κάτω από ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα που περιστοίχιζε μιαν αλουμινένια σκάλα. Κάθισα τον κώλο μου στο έδαφος. Ξέσφιξα το ζωνάρι. Δίπλα μου έπεσε το μαγνητογωνάκι. Το ‘χα ξεχάσει αυτό. Το μοναδικό μου κτέρισμα από τον προηγούμενο κόσμο. Πάτησα το play χωρίς σκέψη, σιωπή, λίγες φωνές γερασμένες στο βάθος κι ύστερα κλαγγές, σκισίματα, γδούποι, πνιχτός πόνος. Το πέταξα στον απέναντι τοίχο. Έσπασε στα δυο. Ήμουν νεκρός συγγραφέας. Σίγουρα. Κι αν τίποτα δεν κατάφερα στη ζωή, ιδού. Ευκαιρία πρώτης τάξης. Ρώτησα καναδυό διαβάτες πού τους έχουν. Αν υπάρχει κάποιος να ρωτήσω. Δε γνώριζαν. Περιπλανήθηκα για ώρες και δε συνάντησα κάποιον που η φάτσα του να μου θυμίζει κάτι, μα το νησί είναι μικρό. Έπρεπε τουλάχιστον να δω ένα νεκρό συγγενή, κάποιον αρχαίο, μια ιστορική φυσιογνωμία. Τίποτα. Κι όσο για τους μεγάλους μάγους της γραφής; Άφαντοι.

Αποφάσισα ν’ ανέβω ψηλά. Άλλη εποπτεία έχει κανείς από ‘κει. Σκαρφάλωσα ένα καγκελόφρακτο, έτρεξα στα μεταλλικά διάτρητα σκαλιά, πιάστηκα ν’ανεβαίνω το ψηλό καμίνι. Λίγα μέτρα πιο πάνω έκανε ένα πλάτωμα. Κάθησα. Κοίταγα από ψηλά αυτό το διαφορετικό καρναβάλι. Πολύχρωμο, μια ακατάληπτη βουή στον αέρα, μια μυρωδιά καμμένης σάρκας και φώτα. Τόσα φώτα. Άλλαζαν θέσεις που και που οι ντυμένοι νεκροί, φτιάχναν καινούριες παρέες ή απομονώνονταν, ξάπλωναν μπρούμυτα στο τσιμέντο να κρυφτούν από τα φώτα ή βλαστημούσαν το γραφτό τους. Κι όσο η ώρα περνούσε δεν ξημέρωνε. Μόνο κάποια στιγμή ησύχασε το σμάρι, σα να’ταν ώρα για κατάκλιση και τότε έφτανε ως τ’αυτιά μου ο παφλασμός της υπόγειας θάλασσας στα βράχια του νησιού μας. Θάλασσας σπαρμένης με λευκά κήτη, όλα βαλμένα ανάσκελα. Πελώριοι νεκροί αλμπίνοι. Ακόμη κι αν το νερό μου φτάνει ως τους αστραγάλους, που δε το νομίζω, δε θα τόλμαγα να περπατήσω ανάμεσά τους. Έτσι σκεφτόμουν όταν μου φάνηκε πως άκουσα: «Εδώ ψηλά κάνει πιο πολλή ζέστη, ε;» Όντως. Στην άλλη πλευρά του ατσάλινου μπαλκονιού είχε κουρνιάσει ένας κύριος γύρω στα πενήντα, κάπως παχουλός, αξύριστος, με λεπτό μουστάκι. Το παντελόνι του το’χε ακουμπήσει πιο δίπλα. Ήταν με το σώβρακο. Τα μπούτια του είχαν μουντζουρωθεί. Είχε ιδρώσει, από πάνω φορούσε μόνο ένα φανελάκι με ξεχειλωμένες τιράντες. Του συστήθηκα. Μου συστήθηκε. Ανταλλάξαμε ιστορίες θανάτου. Κι αν εγώ παραχάραξα τη δική μου, ήμασταν αδελφοί στο θάνατο. Δεν τον γνώρισα αμέσως, αλλά ήταν θύμα μιας εξόρμησής μας. Τσακώνονταν, θυμάμαι, αυτός κι ο εξ αίματος αδελφός του στη μέση του δρόμου, σε κάποιον οικισμό μετά την Πτολεμαΐδα, για κάτι περιουσιακά. Όταν τους ριχτήκαμε παρακάλαγαν για οίκτο αγκαλιασμένοι. Ίσως μάλιστα να ‘μουν εγώ που του κατάφερα το τελειωτικό χτύπημα. Αποσιώπησα τα πάντα. Ούτε και μετά την ύστατη στιγμή αθέτησα τον όρκο σιωπής. Ονόματα δε λέμε. Ξεδίπλωσα λοιπόν τις απορίες μου. Ήταν περισσότερο καιρό από μένα εδώ, κάτι παραπάνω θα’χε να πει.

«Αυτή η άλλη γη», μου εξιστορούσε, «είναι ακριβώς όπως κι η αποπάνω». «Οι όμοιοι πάνε με τους όμοιους. Αυτούς που ζητάς τους έχω δει, κλειστό πηγαδάκι στην πιο μακρινή υψικάμινο, πέρα κοντά στα βράχια της άλλης πλευράς». Έδειξε με το δάχτυλο. «Τους έχουν ακούσει να φλυαρούν συναμεταξύ τους με τις ώρες, όσοι απέμειναν τέλος πάντων. Μόνη διαφορά πως εδώ όλους, συγγραφείς και ποιητές και τσαγκάρηδες και πουτάνες και αγίους, κάποια στιγμή μας ταΐζουν στις υψικάμινους. Θες δε θες έρχεται η σειρά σου. Να τρέφεται η φλόγα, να ζεσταίνεται ο προηγούμενός μας κόσμος από το λίπος, από το κρέας και τα οστά μας», είπε. «Και το συναίσθημά μας», πρόσθεσα εγώ κι άρχισα να κατεβαίνω πάλι στα χαμηλά.

Όταν πάτησαν τα πόδια μου γη φώναξα δυο τρεις από γύρω να βάλουν ένα χεράκι. Όλοι μαζί ξηλώσαμε το σιδερένιο πλέγμα που περιέβαλε τη σκάλα. Τους ευχαρίστησα, μου ‘γνεψαν με το κεφάλι. Γύρισα με υπομονή μια μια τις σιδερένιες άκρες του σύρματος ώστε να εξέχουν προς τα μπρος κι έντυσα τα χέρια μου μ’αυτό. Έφτανε το τυλιγμένο σύρμα ως τους αγκώνες. Έβγαλα και το μακρύ σωλήνα, που κρατούσε το πλέγμα, από το έδαφος και τον έντυσα κι αυτόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γύρισα μέτωπο στην άλλη άκρη του νησιού και ξεκίνησα. Λίγα τα κεφάλια που στράφηκαν στη θέα του μεταμφιεσμένου. Εδώ η κρυπτικότητα δεν είχε αξία. Βάδισα ως την ψηλή υψικάμινο. Την περιστοίχιζαν οι υψηλοί προσκεκλημένοι του νησιού. Ξεχώρισα από μακριά ακόμη τον Πόε και τον Καζαντζάκη, ίσως τον Ελύτη, μπορεί τον Μπάροουζ. Δε μπήκα στον κόπο να τους συστηθώ. Έπεσα με ορμή στη λογοτεχνική τους συντροφιά. Με την αμφίεσή μου και το σωλήνα μου χτυπούσα αλύπητα. «Εγώ ντυμένος φονιάς, εσείς ντυμένοι νεκροί», μουρμούριζα πίσω απ’τα σφιγμένα δόντια. Δεν βρήκαν κάτι ευφάνταστο, βαθιά λογοτεχνικό να πουν ενώ τους διαμέλιζα το κορμί. Τους σύνθλιψα τα γεμάτα ιδέες κρανία, τους έσκισα τα ταλαντούχα χέρια, τους έβγαλα τα μάτια που τόσο προσεκτικά ακτινοσκοπούσαν τους ανθρώπους. Τους έβαψα όλους κόκκινους. Κοίταξα γύρω μου, σκουπίζοντας το ακριβό τους αίμα από το πρόσωπό μου. Μέτρησα μια ντουζίνα ποιήματα, νουβέλες και δοκίμια διαμελισμένα. Δεν ξέρω αν σκοτώνει κανείς τους νεκρούς. Διάλεξα μερικά από τα κομμάτια τους, όσα μπορούσα να κουβαλήσω καθώς ανέβαινα στο στόμιο της υψικάμινου δηλαδή, και τα’βαλα κάτω απ΄τη μασχάλη μου. Μπροστά στο φλογοβόλο άνοιγμα μ’έπαιρνε ένας λίβας στο πρόσωπο. Σ’ ετούτη τη φωτιά θέλω να ριχτώ. Αυτό μου πρέπει. Όπως αυτοί. Χωρίς αυτούς.