Πέμπτη, Ιουλίου 31, 2008

Χωρίς τίτλο




Δεν άφησε πίσω τίποτα. Τα μάζεψε, όλα. Ένα προς ένα. Έκανε ένα τελευταίο γύρο στο σπίτι μην τυχόν και κάτι του ‘χε ξεφύγει. Συρτάρια, κουτιά, ντουλάπες, κάτω απ’ το κρεββάτι, πίσω από το ψυγείο. Τίποτα. Στο αεροδρόμιο τον πήγαν συνοδεία. Ολόκληρη κουστωδία και εκείνος τους χαμογέλαγε, τους τσίγκλαγε με χαζά αστεία όσο κλαψούριζαν. Μόνο η αδερφή του έλειπε. Είχαν τσακωθεί για λίγο χώμα, όσο είχε μείνει σ’ εκείνο το περιβόλι του παππού και της γιαγιάς. Βιάστηκε -διακριτικά- να κάνει τσέκ ιν. Πέρασε στην αίθουσα αναχωρήσεων κουνώντας το χέρι μπροστά απ’ την πλάτη του. Έβαλε το κινητό στο αθόρυβο αμέσως μόλις έστριψε και δεν μπορούσαν πια να τον δουν. Το άφησε έτσι για τέσσερα ακριβώς χρόνια.

Στο Μάντισον έφτασε δεκατέσσερεις ώρες μετά. Νοίκιασε το πρώτο σπίτι που βρήκε, το κουτί μου. Ένα ημιυπόγειο -εννιακόσια δολάρια το μήνα. Τους χειμώνες, που κρατούσαν σχεδόν επτά μήνες το χρόνο, το χιόνι σκέπαζε τους φεγγίτες ως επάνω. Κουτί δικό μου. Δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε ψυγείο. Ούτε κι αγόρασε ποτέ. Το φουρνάκι που ‘χε αφήσει ο προηγούμενος ένοικος το είχε βάλει για κομοδίνο. Ακούμπαγε τις νύχτες τα γυαλιά του κι ένα πλαστικό ποτήρι με νερό. Στο χωλ, ακριβώς εκεί που άνοιγε η εξώπορτα, είχε όλα τα πράγματά του, σε μαύρες σακούλες. Όπως ακριβώς είχαν φτάσει με τη φορτωτική. Βιβλία ανάκατα, δίσκοι και κασσέτες που δεν είχε πού να τα παίξει. Στο σαλόνι ούτε ένα αντικείμενο, εδώ θα μπει ένα γραφείο -βέβαια, εκτός από ένα πορτατίφ ξαπλωμένο στο πάτωμα. Τη μοκέτα την είχε σκουπίσει διακόσιες φορές κι όταν μετά έσκιζε τη χάρτινη σακούλα της σκούπας κι έψαχνε ανάμεσα στα χνούδια και τη σκόνη ακόμα ξετρύπωνε τρίχες και νύχια του προηγούμενου. Τα φύλαγε σ’ ένα βαζάκι μαρμελάδας στο περβάζι του φεγγίτη. Ίσως να έπεφτε πάνω του στο δρόμο και να του τα ‘δινε. Δικά του πράγματα, μπορεί να του λείπουνε. Στην κρεββατοκάμαρα το στρώμα, το μαξιλάρι, οι δυο πετσέτες απλωμένες στο καλοριφέρ, τα ρούχα του ατάκτως ερριμμένα πάνω στις βαλίτσες. Κάνα χρόνο αργότερα του πρότειναν να μετακομίσει. Καλύτερο σπίτι, μικρότερο ενοίκιο, έλληνας συγκάτοικος, με ψυγείο. Αρνήθηκε χωρίς σκέψη, έχω το κουτί μου.

Κάποια βράδια που δεν τον έπιανε ύπνος, άφηνε το κορμί του να γλιστρήσει στο πάτωμα, σερνόταν μέχρι το διάδρομο κι έβαζε τα γυαλιά του. Με την πλάτη στον τοίχο παρατηρούσε το πίνακα του ηλεκτρικού που έβγαζε σπίθες κάθε τόσο.

Πού και πού σκεφτόταν τους γονείς του. Συνήθως όταν πήγαινε στο πλυντήριο. Έβαζε ένα κέρμα στη σχισμή κι ύστερα περίμενε. Και σκεφτόταν. Οι δυο τους είχαν βρει μια ισορροπία. Ο πατέρας του που πάντα κάτι έβρισκε ν’ ασχολείται. Κάρφωνε, έτριβε, βίδωνε -πέθανε το ‘97. Δεν γύρισε για την κηδεία του. Η μάνα του που μαγείρευε ασταμάτητα. Ούτε για το μνημόσυνό του. Σοφιζόταν διαρκώς δικαιολογίες για τη βίζα και τα εισιτήρια και τη δουλειά. Για τρεις εβδομάδες, κάθε βράδυ, έπαιρνε τη μάνα του στο τηλέφωνο και την άκουγε να κλαίει. Μόνο ένα γειά της έλεγε, στην αρχή. Το κατέβαζε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής άκουγε μια μεγάλη παύση ή κατά λάθος, αν είχε προλάβει να τον νανουρίσει το κλάμα της. Στον ύπνο του έβλεπε το νεκρό να τριγυρνά το σπίτι φορώντας ρούχα του γιού του ευτυχισμένος.

Στα σαράντα, η μάνα του ‘στειλε ένα γλαστράκι. Ήταν μια τόση δα νερατζιά σε λίγο χώμα. Καρποφόρο για καλή τύχη και λίγο χώμα του πατέρα σου, του ‘γραφε, στο μνημόσυνο είχαν έρθει πανω από διακόσιοι άνθρωποι, σε ζητάγανε. Έβαλε το φυτό στο περβάζι δίπλα στο βάζο της μαρμελάδας. Το πότιζε μ’ ότι έβρισκε κάθε φορά, νερό ή κόκα-κόλα ή γάλα.

Ψώνιζε τα βασικά από ένα Λιβανέζο, ακριβώς στη γωνία απέναντι από το σπίτι του. Ήταν πολύ τακτικός πελάτης. Αγόραζε κάτι ντόνατς που ‘βαζε στο στόμα του το πρωί πριν το γραφείο, κόκα-κόλα λάιτ τα απογεύματα, κανά σάντουιτς και τσιγάρα. Πάντα τσιγάρα. Ο Λιβανέζος του υποσχέθηκε να του φέρνει ελληνική εφημερίδα. Δεν του έφερε ποτέ.

Κάποιο βράδυ έφερε σπίτι μια αμερικάνα. Μια ξανθιά, παχουλή. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα της ένευσε να περάσει πρώτη. Δεν πρόσεξε την έκπληξη στο πρόσωπό της. Έκανε κρύο αλλά εκείνη φορούσε ξώφτερνα, χωρίς καλσόν. Μπήκε πίσω της σπρωχτά. Την έφερε μέχρι το κέντρο του σαλονιού. Την ξάπλωσε στο πάτωμα. Σφήνωσε το χέρι του ανάμεσα στα λευκά μπούτια της. Ύστερα την έγδυσε, μπλέχτηκαν. Όταν ξεθύμανε γύρισε ανάσκελα πλάι της. Αναψε ένα τσιγάρο. Όσο εκείνη ανέβαζε την κιλότα, της έδειχνε με το χέρι γύρω γύρω, mine, all mine, empty but mine. Τον κοίταξε με χαμόγελο σαν να ‘λεγε το πιάνω το αστείο, οκέι. Δεν ήταν αστείο. Της πρότεινε το τσιγάρο. Δεν είχε τίποτε άλλο να την κεράσει. Ούτε να της πει. Άνοιξε μόνη της την πόρτα κι έφυγε.

Ούτε φίλους είχε πολλούς, ούτε πάρε δώσε. Μια καλημέρα, κάνα δύο κουβέντες στο μεσημεριανό. Έβγαινε μόνο όταν δεν μπορούσε να το αποφύγει. Δεν έπινε ποτέ. Τις μέρες που το χιόνι άφηνε να φανεί λίγο η πόλη έβγαινε μικρούς περιπάτους. Πεζοδρόμιο πεζοδρόμιο, πάντα βάζοντας τα ίδια σημάδια. Μη χαθεί σε μια πόλη που δεν γνώριζε. Ένα μεσημέρι, τέσσερα χρόνια έκλεινε στο Μάντισον, κάποιος οδηγός καβάλησε το πεζοδρόμιο. Εκείνος στεκόταν και χάζευε τη βιτρίνα ενός κρεοπωλείου. Πέθανε ακαριαία. Οι οδηγοί του ασθενοφόρου μάζεψαν αργότερα το απόγευμα τα κομμάτια του από το δρόμο.

Στην Αθήνα στείλανε μια σακούλα με τα χαρτιά του, ένα πιστοποιητικό θανάτο, μερικές φωτογραφίες του ατυχήματος. Τα υπάρχοντά του, όλα του τα πράγματα, τα κράτησε το κράτος. Δεν βρέθηκε δικός του να κανονίσει τα διαδικαστικά. Στο λάκκο, δυο τάφους πιο δίπλα ο πατέρας του, κατέβασαν ένα άδειο κουτί. Τον τακτοποίησαν χωρίς κόπο. Τα μάρμαρα τα διάλεξε η μάνα του μπεζ, που δε λερώνουν.

Είχε περάσει πάνω από χρόνος. Πέντε-έξι άνθρωποι είχαν μαζευτεί μεσημεριάτικα στο μνήμα. Κι ο παπάς που έφτυνε ευχές και ψαλμούς. Η μάνα ανακάτευε τα κόλλυβα να πάει παντού η ζάχαρη. Η αδερφή του μοίραζε πλαστικά κυπελλάκια και κουταλάκια στους ανθρώπους που ‘χαν ανέβει στο νεκροταφείο κι έπλεναν τους τάφους των δικών τους ή τους άλλαζαν λουλούδια. Ίσως έπρεπε να ‘χα βάλει περισσότερο ρόδι, έλεγε η μάνα, του άρεσε το ρόδι. Κάποιος έδωσε στον παπά ένα χαρτονόμισμα. Οι υπόλοιποι κούναγαν τα κεφάλια τους. Του άρεσε πολύ το ρόδι –βέβαια.