Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2008

Η προίκα



στα χρόνια μας στο Ρέθυμνο
 
ΒΑΔΙΖΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΖΑΒΛΑΚΩΜΕΝΟΣ ΑΚΟΜΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΥΠΝΟ. Ποιός μαλάκας είχε σκεφτεί να το βάλει στην άλλη άκρη του σπιτιού από το υπνοδωμάτιο; Τι σκατά σκεφτότανε δεν μπορώ να καταλάβω. Κι όπως αυτός ο ορυμαγδός των σκέψεων βομβάρδιζε το νυσταγμένο μυαλό μου, η κουτσή όρασή μου το είδε να εισέρχεται κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας του διαμερίσματος. Ανάλαφρο, λευκό με ροζ πινελιές ή τέλος πάντων έτσι το φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή. Ένας Θεός ξέρει γιατί, αλλά φοβήθηκα. Αναπήδησα χαριτωμένα, εναλλάξ στα δυο μου πόδια. Μάλλον ξεστόμισα μάνα ξέπνοα, αν και δε με τιμά τριάντα τριών χρονών γαϊδούρι, και οπισθοχώρησα στο υπνοδωμάτιο. Ψαχούλεψα, ο γκαβός, το κομοδίνο για να βρω τα γυαλιά μου. Τα φόρεσα. Δεν μπορώ με σιγουριά να πω τι νομίζω πως είδα. Όπως το σκεφτόμουν, εκεί στη σιγουριά της κρεββατοκάμαρας, πίστεψα ότι δε γινόταν κάτι με σχήμα παραλληλόγραμμο, χρώμα λευκό κι ανεπαίσθητα ροζ να είναι τόσο επικίνδυνο πια. Οπλίστηκα με θάρρος. Ξαναβγήκα στο χωλ. Η χρήση των φακών μυωπίας μου ξεκαθάριζε πλέον το τοπίο. Ένα κομμάτι χαρτί. Αδερφή, αυτοχαρακτηρίστηκα. Έσκυψα, με πόνεσε η μέση θυμάμαι. Καταράστηκα τα γεράματά μου. Σήκωσα το χαρτί. Ειδοποιητήριο των ΕΛΤΑ. Παραλαβή δέματος συστημένου… από τότε μέχρι τότε… εκεί… απαιτούνται τα… Οκέι. Η κυρά Ευδοξία το’κανε το καλό πάλι. Πεσκέσι από τον Πρίνο Ρεθύμνης. Ας μην ανατρέψουμε όμως όλο μας τον καθημερινό προγραμματισμό για ένα δέμα. Κατούρημα, μισή ωρίτσα ύπνο ακόμη κι ύστερα ταχυδρομείο. 
Κόσμο δεν είχε ιδαίτερο στην ουρά. Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της απώλειας για την Αθήνα. Έτσι απομένουμε εδώ εμείς οι εκλεκτοί να την απολαμβάνουμε. Αυτά έλεγα στη νεαρή κυρία που με εξυπηρετούσε στο γκισέ του ταχυδρομείου. Εκείνη μου έφερε το ευμεγέθες δέμα. Ευχαρίστησα με ένα νεύμα του κεφαλιού, μια και τα χέρια μου ήταν αγκαζέ. Έφυγα. Είχα ήδη φτάσει σπίτι και γευόμουν ένα ζουμερό καλτσούνι με μυζήθρα και κανέλα όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
-Ναι; μουρμούρισα μπουκωμένος.
-Μάθια μου;
-Έλα Ευδοξούλα. Τι κάνεις; Χίλια χρόνια θα ζήσεις.
-Καλά είμαι αγόρι μου. Γιατί το λες αυτό;
-Σε μνημόνευα ρε μάνα, για τα καλτσούνια σου, μόλις τώρα.
-Άνοιξες το δέμα; ρώτησε κι ένιωθα το δέρμα της ν’ασπρίζει απ’τον τρόμο.
-Ναι Ευδοξούλα.
-Άσε τις μαλαγανιές και τις Ευδοξούλες και κλείστο τώρα!
-Τι έπαθες ρε μάνα;
-Ποιός σου είπε πως ήτανε για του λόγου σου αυτά;
-Για ποιόν τα’στειλες ρε μάνα δηλαδή; Για το διαχειριστή;
-Άσε σε παρακαλώ κατά μέρος τις εξυπνάδες, είπε και μου εξήγησε…
Εγώ βέβαια δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να σκεφτώ γιατί εκτός από καλτσούνια επιμελώς αμπαλαρισμένα, ολόκληρα κεφάλια μυζήθρας σε κόκκινο γκοφρέ χαρτί, δυο μπουκάλες λάδι και δυο κρασί, η μάνα μου αποφάσισε να μου στείλει και ένα λινό τραπεζομάντηλο τρία επί ένα μέτρο, ένα σετ πετσέτες καλές με δαντέλα και τρία σεμέν πλεγμένα με βελονάκι. Στο πάτο ήταν κι η πρόσκληση. Παντρεύαμε το Χριστινιώ. Τρίτη μου ξαδέρφη από την πλευρά του σογιού της Ευδοξίας. Είχα να την δω πάνω από δέκα χρόνια, από κάτι διακοπές στον Πρίνο. Κι ούτε τότε την έκανα πολύ παρέα. Την έβρισκα αποκρουστικά χοντρή. Μια αντανάκλαση του εαυτού μου, λέω τώρα πια. Έμαθα τελικά πως έφυγε για την Αγγλία όπου σπούδασε, έπιασε δουλειά και τώρα παντρεύεται κάποιον άγγλο ή ουαλό τύπο, ονόματει Λόγκαν Χώθορν. Κριστίν Χώθορν-Ανωματάκη λοιπόν το Χριστινιώ. Η Ευδοξία μου είπε και το άλλο. Είχε σχεδόν απ’την αρχή πάρει μαζί της τη θεία Βάσω, μια ημίτρελη άκληρη αδερφή της συγχωρεμένης της μάνας της. Ήταν μόνη στο Ρέθυμνο, πάντα καλή ψυχή η Κριστίν την πήρε προίκα. Για να μη μακρυγορώ η μάνα μου τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Εγώ σ’αυτούς τους διαβόλους δε μπαίνω. Να τύχει κανά κακό εκεί όπως θα πετάμε, και να μην ξαναδώ το σπίτι μου, το χωριό μου. Άπαπα. Δεν κουζουλάθηκα ακόμη. Άσε που’χω και το μακαρίτη τον πατέρα σου. Τι να τον αφήσω μοναχό; Δε γίνεται. Δε γινόταν όμως να μην παραστεί το σόι στο γάμο της ξαδέρφης. Εσύ τα μιλάς τα εγγλέζικα, προέτεινε σαν επιχείρημα, τα αεροπλάνα δε τα φοβάσαι και δώρο έχεις να πας. Άρα φεύγεις την Πέμπτη, το Σάββατο είναι ο γάμος, και γυρνάς Κυριακή να μου τα πεις όλα απ’το τηλέφωνο. Α! Και μην ξεχάσεις να πεις στο Χριστινιώ πως αυτά τα προικιά της τα στέλνουν η θεία της η Ευδοξία και ο θείος της ο Σήφης. Ακούς; Άκουσα. Έκλεισα εισιτήρια. Έβαλα το μόνο μου κοστούμι στη βαλίτσα, φορτώθηκα και την πανάρχαια φωτογραφική μου μηχανή. Να φέρω πειστήρια. Ποιός την ακούει αλλιώς.
Πέμπτη αξημέρωτο ήμουν στο Ελ. Βενιζέλος. Τσεκ ιν. Εφημερίδες, περιοδικά από τον Ελευθερουδάκη. Επιβίβαση. Τρεισήμιση ώρες για Γκάτγουικ. Ξεράθηκα όλη την πτήση. Τσάμπα ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος. Πιάστηκα κιόλας κάπως. Βρήκα χρόνο να ξεμουδιάσω περιμένοντας τη βαλίτσα και το δέμα στις ταινίες των αποσκευών. Σέρνοντας, εν τέλει, τη βαλίτσα με το αριστερό και ισορροπώντας επιδέξεια το δέμα με το δεξί χέρι και τον ώμο πλησίαζα την έξοδο. Λίγο πριν από την αυτόματη πόρτα δυο υπάλληλοι του αεροδρομίου με σταμάτησαν για έλεγχο. Τους ενδιέφερε το δέμα. Το άνοιξαν. Ρωταγαν τι είναι αυτό, τι είναι εκείνο. Δε θυμόμουν τη λέξη μυζήθρα στα αγγλικά, ούτε ήξερα πως λένε το καλτσούνι στη γηραιά Αλβιώνα. Η συνεννόηση έμπαζε νερά από παντού. Προίκα, τους είπα τελικά. Prika. Δεν το κατάβαλαν. Αναμενόμενο. Τους μίλησα συνοπτικά για το ελληνικό έθιμο. Λίγο καχύποπτα, λίγο χαμογελαστά μου έγνεψαν να φύγω. Προίκα, σκέφτηκα, υπερεθνική έννοια.
Ο γάμος θα γινόταν στο Μπράιτον. Γνωστό παραθεριστικό θέρετρο στο νότιο άκρο της Αγγλίας. Από το Γκάτγουικ πήρα το τρένο για το Μπράιτον και επιτέλους έπιασε τόπο η αγορά των εφημερίδων και περιοδικών. Διάβαζα σχεδόν όλη τη διαδρομή. Στα διαλείματα κοίταζα από το άθλιο τζάμι του καρέ το φλουταρισμένο τοπίο. Αγγλική εξοχή. Χαμηλή βλάστηση, γραφικά cottages, γκρίζος ορίζοντας, εκνευριστικό ψιλόβροχο. Μετά από κάποια ώρα φτάσαμε στον προορισμό μας και κατόπιν δυσκοίλιου διαλόγου, με εξίσου δυσκοίλιο υπάλληλο στο γκισέ πληροφοριών του σταθμού, κατευθύνθηκα προς το Horses and Carriages, μια πάμπ, όχι πολύ μακριά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Περπάτησα ένα δεκάλεπτο με εκατοντάδες μικρές στάλες βροχής να μου λερώνουν τα γυαλιά. Έφτασα στο ξύλινο οικοδόμημα που λειτουργούσε και ως ξενώνας. Η εξαδέλφη Κριστίν είχε κάνει μια κράτηση στ’όνομά μου. Ψευτοτακτοποιήθηκα. Το στενό παράθυρο έβλεπε ως τη Μάγχη. Θάλασσα, παραλία ένα χρώμα.
Κατέβηκα τη στενωπό του κλιμακοστασίου. Στρογγυλοκάθισα σ’ένα σκαμπό του μπαρ και παρήγγειλα μια μπύρα. Είχα ακούσει πως τη σερβίρουν χλιαρή. Φευ! Απλά σε θερμοκρασία δωματίου. Κι έτσι χάλια μου φάνηκε. Πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο κι ως τώρα δε μου άρεσε τίποτα. Σκέφτηκα πως όφειλα να ενημερώσω για την άφιξή μου. Στην πρόσκληση εσωκλείονταν οδηγίες προς το σπίτι των μελλόνυμφων. Βρέθηκα στη σωστή οδό δίχως δυσκολία. Απλωσιά. Τα σπίτια στη σειρά, καρμπόν. Μισοσκυμμένος κοίταζα τα νούμερα στις εξώθυρες. Σταμάτησα στο τριάντα έξι. Περπάτησα τη χλωμή πρασιά. Στην πόρτα δε έψαξα για το κουδούνι. Μ’άρεσε η ιδέα να χρησιμοποιήσω το ρόπτρο. Το βρετανικό σκηνικό είχε κάτι βαθιά παλιομοδίτικο. Γι’αυτό. Απάντηση δεν έλαβα. Ξαναχτύπησα. Τίποτα. Πάνω που έλεγα να ψάξω για το ηλεκτρικό κουδούνι, είδα ένα σημείωμα λευκό, παραλληλόγραμμο με ανοικτά κόκκινα γράμματα, κολλημένο από μέσα στη τζαμαρία της βεράντας. Κάτι μου θυμίζει. Rehearsal by the pier, Christa-Logan. Ένα το κρατούμενο, η Κριστίν-Χριστινιώ είναι τελικά Κρίστα. Κάνουν αυτή τη στιγμή πρόβα της γαμήλιας τελετής στην παραλία κοντά στην προβλήτα, δύο τα κρατούμενα. Ήξερα που να κοιτάξω. Προς τη Μάγχη. Θάλασσα, παραλία ένα χρώμα.
Το ψιλόβροχο σταμάτησε στο δρόμο προς τη θάλασσα. Ανοίξαν τα σύννεφα σε κανά δυο σημεία. Μπαλώματα πυκνού φωτός εμφανίζονταν στην αγγλική γη. Τώρα έφτανα στην παραλία. Λεπτόκοκκη, συμπαγής άμμος. Γκρίζα με λίγο καφέ. Ακτογραμμή ατέλειωτη, χιλιόμετρα παραλίας ως εκεί που πιάνει το μάτι. Έβγαλα τα παπούτσια, έχωσα μέσα τις κάλτσες, δίπλωσα δυο φορές τα μπατζάκια. Η προβλήτα στα δεξιά. Κάτι φιγούρες μαζεμένες μπροστά της. Η πιο λευκή προηγούταν του τσούρμου. Με τα υποδήματα ανα χείρας κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Η άμμος ήταν σκληρή. Σαν άσφαλτος. Στα μισά της διαδρομής με προσπέρασε ένα μπεζ Austin Heally της δεκαετίας του ΄60. Με ανοικτή την οροφή, οδηγό, συνοδηγό άντρες γύρω στα εξηνταπέντε και ευτραφή κυρία καθισμένη στα όρια καθισμάτων-πορτ μπαγκάζ. Πενήντα μέτρα πιο κάτω σταμάτησε. Η συντροφιά ξεπέζεψε. Ντυμένοι με κοντά παντελόνια κι οι τρεις έπιασαν να στήνουν κάτι πτυσσόμενες καρέκλες στην άμμο. Τις έβαλαν με πλάτη στο όχημα, έβγαλαν πουκάμισα και μπλούζες και χύθηκαν στην άνεσή τους. Λευκές επιδερμίδες με φακίδες, κρέμα πιο λευκή στο πρόσωπο, πατούσες χωμένες στην άμμο. Κι έτσι όπως τους είχα σε πρώτο πλάνο στο βάθος πλησίασε η γαμήλια πομπή, με τη λευκοφορεμένη Κρίστα-Κριστίν-Χριστινιώ στην κορυφή.
Μέτρησα περίπου είκοσι ανθρώπους. Όλοι με χλωμές επιδερμίδες και κάπως ανοικτόχρωμα μαλλιά. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η νύφη. Ένα κεφάλι ψηλότερη από τους μισούς και από το γαμπρό. Μελαχρινή στο δέρμα και τα μαλλιά. Μια νταρντάνα, που θα’λεγε κι η Ευδοξία. Δε μου έμοιαζε αποκρουστικά χοντρή τώρα. Όσο για το γαμπρό ήταν κι αυτός κάτι που ξεχώριζε. Πιο πολύ κι από τον μαυροντυμένο ψιλόλιγνο ιερέα. Νομίζω πως γι’αυτό ευθύνεται το αναπηρικό καροτσάκι το οποίο χρησιμοποιεί και το οποίο με δυσκολία κινεί στα όρια βρεγμένης-στεγνής άμμου. Όμως πολύ αργότερα έμαθα γιατί του έλειπε το δεξί πόδι. Από το γόνατο και κάτω τίποτα. Η θεία Βάσω, κρυφά, μου διηγήθηκε την ιστορία. Ήταν μια αλλόκοτη ιστορία.
Ο Λόγκαν είναι ηθοποιός. Ωραίος άντρας που σπούδασε ηθοποιός. Ο απογαλακτισμός από την οικογένειά του συνέπεσε με την απόπειρά του να γίνει δεκτός στο περίφημο Actor’s Studio της Νέας Υόρκης. Η πραγματικότητα, ή όπως χαιρέκακα το έθεσε η θείτσα η υποκριτική του ικανότητα, τον προσγείωσε στο ταπεινό Bournemouth School of Drama, στο ομώνυμο μακρινό προάστιο του Λονδίνου. Το πτυχίο δεν του έστρωσε κόκκινο χαλί για τις κινηματογραφικές πρεμιέρες των φεστιβάλ της υφηλίου. Στα πρώτα τρία χρόνια της προσπάθειας για καριέρα είχε συμμετάσχει σε δυο διαφημιστικά σποτ της τηλεόρασης. Στο πρώτο ως οδηγός ταξί διαφημίζοντας τσίχλες για καθαρή αναπνοή. Στο δεύτερο συμμετείχε μερικώς, δηλαδή μόνο οι παλάμες του. Κρέμα χεριών μόνο για άνδρες. Για να τα βγάλει πέρα κατέφυγε στην Κρίστα-Χριστινιώ. Εκείνη δούλευε ήδη σε μια τράπεζα ασιατικών συμφερόντων. Τίποτα σπουδαίο, αλλά μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός έφτανε στα χέρια του ζευγαριού. Μέναν μαζί, και με τη θεία Βάσω, στα όρια των κακόφημων συνοικιών του ανατολικού Λονδίνου. Ο Λόγκαν ψάρευε ασήμαντους ρόλους σε πειραματικές, ημιυπόγειες θεατρικές σκηνές του Σόχο, πολύ πριν το downtown του Λονδίνου γίνει τόσο ακριβό και τρέντι όσο είναι σήμερα. Μετά από δύο χρόνια άκαρπων αναζητήσεων, γινόταν οντισιόν για μια σαπουνόπερα της βρετανικής τηλεόρασης. Μιας πολύ δημοφιλούς σαπουνόπερας. Έλαβε μέρος δίχως σκέψη. Εκεί ενημερώθηκε πως υπήρχαν δύο γυναικείοι και ένας ανδρικός ρόλος ελεύθεροι. Απέκλεισε την περίπτωση αλλαγής φύλου και αφιερώθηκε στην προετοιμασία του ανδρικού ρόλου. Είχε δεκαπέντε μέρες καιρό. Αποστήθισε τα λόγια. Έμενε αξύριστος και κοιμόταν ελάχιστα, να επιτείνει την εικόνα ταλαιπωρίας. Θα υποδυόταν το χαμένο αδελφό του γοητευτικού πρωταγωνιστή της σειράς. Το σενάριο έλεγε πως είχε χαθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, περιπλανιόταν σε κάποια απρόσιτη βουνοκορφή της κεντρικής Ευρώπης, έχασε το πόδι του από τον παγετό. Όλα τα’χε ετοιμάσει, με τη βοήθεια και της Χριστίνας έκανε ασταμάτητα πρόβες. Ήταν στο πετσί του ρόλου. Είχε μάλιστα “δανειστεί” ένα αναπηρικό καροτσάκι από το κέντρο υγείας της περιοχής και κυκλοφορούσε παντού με αυτό. Καθόταν επάνω στο διπλωμένο δεξί του πόδι. Μούδιαζε, μυρμήγκιαζε, αλλά ο Λόγκαν δεν άλλαζε στάση μέχρι να πάει το βράδυ για ύπνο. Το δεκαπενθήμερο παρήλθε. Το ίδιο κι η οντισιόν. Είχε επιλεγεί στην τελική πεντάδα. Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός, έλεγε. Έπρεπε να πάρει το ρόλο πάσει θυσία. Θα’ταν το εισιτήριό του προς την επιτυχία. Έψαχνε για το κάτι παραπάνω. Η Χριστίνα έλειπε στο Εδιμβούργο για ένα σεμινάριο, είχε και τη θεία Βάσω μαζί της. Οι πρόβες ήταν πιο βαρετές έτσι. Βγήκε να πάρει λίγο αέρα, χρειαζόταν μια ιδέα, κάτι ξεχωριστό. Γύρισε σπίτι μετά τις έντεκα κρατώντας στο χέρι μια μεγάλη σακούλα με πάγο. Από την εξώπορτα πήγε, χωρίς καν να βγάλει το σακάκι του, κατευθείαν στο μπάνιο. Άδειασε τη σακούλα στη μπανιέρα, έβγαλε κάλτσες και παπούτσια, σήκωσε το δεξί μπατζάκι ως πάνω από το γόνατο κι έχωσε το πόδι μέσα. Καθισμένος στο χείλος της μπανιέρας έγειρε προς τα πίσω, τεντώθηκε, άνοιξε το καθρέπτη πάνω από το νιπτήρα. Αποκαλύφθηκε το ντουλάπι με τα φάρμακα. Έπιασε κάτι ηρεμηστικά που έδινε η Κρίστα στη θεία, έβαλε κάμποσα στο στόμα του, τα’κανε μια χαψιά. Ήπιε και λίγο νερό με τη χούφτα του. Ζαλίστηκε. Χάθηκε. Το πόδι πάντα στη μπανιέρα. Περνούσαν οι ώρες, πέρασε η δράση των χαπιών, συνήλθε. Μουσκεμένο μπατζάκι. Το μπλαβί του δεξί πόδι κολυμπούσε σε μια λίμνη παγωμένου νερού. Δεν το ένιωθε. Έκανε να το κουνήσει, σφάδασε από τον πόνο. Έπεσε στα πλακάκια, σύρθηκε, τηλεφώνησε. Μερικές ώρες μετά ήταν λιγότερος άνθρωπος. Δε σωνόταν. Ακρωτηριασμός. Από το γόνατο και κάτω τίποτα. Η Κρίστα γύρισε, εκείνος ήταν στην οντισιόν. Δε μαθεύτηκε τι του είπαν. Θα ξαφνιάστηκαν βέβαια. Τη μια αρτιμελής, την επομένη κουτσός. Το ρόλο δεν τον πήρε. Ξαφνιάστηκε, έκλαψε, τρόμαξε με τον εαυτό του. Τι πήγε κι έκανε; Γύρισε σπίτι, το καροτσάκι έπρεπε να το κρατήσει τώρα. Τι είπε η ξαδέρφη μου, δεν ανέφερε η θείτσα. Φαντάζομαι τον δέχτηκε με συμπόνοια, παρά την αναμενόμενη αρχική έκπληξη. Πάντα έτσι ήταν το Χριστινιώ. Εγώ πάντως δεν είπα λέξη, σημείωσε η θεία Βάσω. Κι όταν καταλάγιασε ο κονιορτός της σύγχυσης το σκέφτηκαν ψύχραιμα. Μήνυσαν την παραγωγή της σαπουνόπερας. Τα βρήκαν στο συμβιβασμό. Ήταν ευκαιρία. Έτσι πήραν το δίπατο σπίτι στο Μπράιτον, πήρε κι η Χριστίνα μετάθεση. Τώρα ο γάμος.
Ο ιερέας μας έβαλε σε θέση μόλις τέλειωσαν οι χαιρετούρες κι οι συστάσεις. Εδώ παντρεύονται πολύ διαφορετικά. Όταν έφτασε η ώρα να ανταλλάξουν λίγα λόγια οι μελλόνυμφοι, λόγια αγάπης φαντάζομαι, η δεξιά πτέρυγα των παρευρισκόμενων ούρλιαξε εν χορώ. Διακόπηκε η πρόβα, γυρίσαμε όλοι κεφάλια δεξιά προς το νερό. Η άμπωτη είχε δώσει τη θέση της στην πλημμυρίδα. Η θάλασσα ξέβρασε στα πόδια μας ένα πόδι. Μπλαβί, νύχια μαυρισμένα, κομμένο λίγο κάτω απ΄το γόνατο, με κάτι πράσινα φύκια τυλιγμένα γύρω του, αριστερό. Σχηματίσαμε κύκλο γύρω από το μακάβριο δώρο της Μάγχης. Και τότε απρόσμενα η θεία Βάσω έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς το πόδι και το πήρε στην αγκαλιά της. Τύχη, αναφώνησε, υψώνοντάς το λάβαρο στον ουρανό. Εμείς αγόρι μου, απευθύνθηκε με τα θαμπά αγγλικά της στο Λόγκαν, λέμε πως τίποτα δε συμβαίνει χωρίς λόγο. Η φύση σου επιστρέφει τη μέρα του γάμου σου αυτό που άλλοτε σου στέρησε. Να! Ο γαμπρός δεν ήταν ο μόνος αποσβολωμένος. Θεία…, προσπάθησε να τη συνετίσει η νύφη. Εις μάτην. Εκείνη συνέχισε ακάθεκτη. Αυτό είναι δώρο Θεού, είπε ελληνικά αυτή τη φορά, προίκα. Prika, διόρθωσε. Η πρόβα έληξε νωρίς, η θεία αγκαλιά με το πτώμα, ο γάμος την επομένη με καλεσμένους λίγο αμήχανους, λίγα βήματα πιο μέσα από το εκεί που αρχικά θα στηνόταν το σκηνικό. Για σιγουριά.
Γύρισα στο διαμέρισμά μου, με την τουαλέτα μακριά απ’την κρεββατοκάμαρα, με τα πεσκέσια της Ευδοξίας. Αλλά και με πειστήρια. Ο γάμος έγινε. Το ζευγάρι μ’άφησε να το απαθανατίσω. Μπροστά στο τζάκι, με τη θεία στην άκρη δεξιά και πάνω στο μπουφέ σε παράταξη τα προικιά: μια ασημένια κορνίζα, η πιατέλα με τα καλτσούνια της Ευδοξίας, το σεμεδάκι της Ευδοξίας, μια γυάλα με φορμόλη και μέσα το αριστερότροπο πτώμα.